Η τρομοκρατική επίθεση που πραγματοποιήθηκε από λευκούς ρατσιστές στη Νέα Ζηλανδία είχε ως ακόμα πιο βίαιο χαρακτηριστικό την εξέλιξη μιας ζωντανής μετάδοσης εκ μέρους ενός από τους δολοφόνους ενώ διέπραττε το έγκλημα. Η επίδειξη σε πραγματικό χρόνο της δολοφονίας δεκάδων ανθρώπων είναι ο έσχατος φασισμός που έχει εισβάλει στα κοινωνικά δίκτυα και η διάδοσή του μέσα από αυτές τις πλατφόρμες μας κάνει να διερωτώμαστε ποιο περιεχόμενο πρέπει να κοινοποιείται και πώς μπορεί να καταπολεμηθεί η βαναυσότητα που, εκτός από το να εκδηλώνεται στον πραγματικό κόσμο, αναπτύσσεται επίσης και στον εικονικό.

Τα κοινωνικά δίκτυα αποτελούν ένα ανεκτίμητο μέσο επικοινωνίας και ενημέρωσης που έχει επηρεάσει βαθιά τις σύγχρονες κοινωνίες. Ταυτόχρονα όμως, και κάθε φορά περισσότερο, αποτελούν ένα χώρο ανάπτυξης κυβερνο-εκφοβισμού, παρενόχλησης, ψευδών ειδήσεων και διάδοσης ρητορικών μίσους. Η επανάληψη αυτών των πρακτικών θέτει σε κίνδυνο την ψυχολογική και σωματική ακεραιότητα των ατόμων, αποδυναμώνει τις ιστορικές προόδους όσον αφορά τα ανθρώπινα δικαιώματα και ανοίγει την πόρτα σε αυταρχικά, μεροληπτικά και βίαια κινήματα.

Με τεχνικούς όρους, η μεγάλη προσφορά των κοινωνικών δικτύων είναι ότι, χάρη στην τεχνολογία και στις ρυθμίσεις τους, επέτρεψαν σε οποιοδήποτε άτομο να διευρύνει την ικανότητά του να μεταδίδει πολυμεσικά περιεχόμενα και να τα θέτει σε κυκλοφορία για να βλέπονται, να ακούγονται ή να διαβάζονται από άλλους. Πριν από τα κοινωνικά δίκτυα, αυτή η δυνατότητα ήταν συγκεντρωμένη σε επιχειρήσεις μέσων επικοινωνίας που μπορούσαν να μεταδίδουν οπτικοακουστικά ή κειμενικά περιεχόμενα και να τα θέτουν σε κυκλοφορία χάρη στο ότι έλεγχαν τα υλικά μέσα για να μπορούν να το κάνουν: τις τεχνολογίες εγγραφής, εκτύπωσης και διάδοσης. Στα 1985 ο μόνος τρόπος για να δεις ένα ζωντανό βίντεο ενός γεγονότος ήταν ένα τηλεοπτικό κανάλι να εγκατασταθεί στο συγκεκριμένο σημείο με κάποια από τις εκλεπτυσμένες κινητές τηλεοπτικές συσκευές του και να πραγματοποιήσει την εκπομπή, που μπορούσε να προβληθεί μόνο σε ένα τηλεοπτικό δέκτη• το 2019 κάθε άτομο με ένα κινητό συνδεδεμένο στο διαδίκτυο μπορεί να πραγματοποιήσει μια ζωντανή μετάδοση, η οποία μπορεί να μετατραπεί σε φαινόμενο viral με τεράστια ακροαματικότητα που μπορεί να προβληθεί σε ποικίλες συσκευές.

Ωστόσο, αυτή η διεύρυνση της δυνατότητας παραγωγής, εκπομπής και κυκλοφορίας μηνυμάτων ήχου, βίντεο, εικόνας και κειμένου δε συσχετίζεται αναγκαστικά με τη διεύρυνση του προβληματισμού πάνω στο τι είναι αυτό που πρέπει να παράγουμε και να θέσουμε σε κυκλοφορία.

Ιστορικά, η εξέλιξη των μέσων επικοινωνίας ακολουθήθηκε από τον εκδοτικό προβληματισμό και αυτό οδήγησε στην επεξεργασία ηθικών προτύπων και πρωτοκόλλων, μαζί με τη νομοθετική ρύθμιση της επικοινωνιακής δραστηριότητας. Τα μαζικά μέσα επικοινωνίας πρέπει να διακρίνουν τι είναι κατάλληλο να μεταδοθεί, σε ποια ώρα και να αναλάβουν την ευθύνη για τα λάθη τους, πράγμα που μπορεί να περιλαμβάνει την αλλαγή των κατευθυντηρίων γραμμών τους.

Όμως σε ό,τι αφορά τα κοινωνικά δίκτυα, αυτός ο προβληματισμός και κανονισμός είναι εξαιρετικά σπάνιος εκ μέρους των ίδιων των χρηστών. Μια από τις πιθανές αιτίες της έλλειψης κριτικής σκέψης πάνω στη δική μας δραστηριότητα σε αυτές τις πλατφόρμες είναι η πεποίθηση ότι οι προσωπικές δημοσιεύσεις έχουν πολύ χαμηλό αντίκτυπο και είναι επουσιώδεις με ηθικούς ή κοινωνικούς όρους. Κατ’ επέκταση, πράγματι πολλές δημοσιεύσεις σε διάφορα κοινωνικά δίκτυα φτάνουν σε ένα κοινό εξαιρετικά περιορισμένο σε σχέση με τους μεγάλους επικοινωνιακούς ομίλους, αλλά είναι πάντα μεγαλύτερο από τη συζήτηση πρόσωπο με πρόσωπο• και από την άλλη μεριά, το κοινό στο οποίο φτάνει κάθε δημοσίευση των κοινωνικών δικτύων συνήθως απαρτίζεται από άτομα που γνωρίζουν άμεσα και προσωπικά τον πομπό και για τους οποίους δεν πρόκειται για ένα άσχετο/ασήμαντο υποκείμενο, αλλά πολλές φορές είναι ένας συγγενής, ένα αγαπημένο πρόσωπο, ένας συμφοιτητής ή ένας συνάδελφος. Η μεγάλη σύγχρονη τάση των κοινωνικών δικτύων είναι να τα θεωρούμε κοινότητες, επομένως τελικά μέσω των προφίλ του Facebook, Instagram ή Twitter δεν μπορεί κανείς να μιλήσει εύκολα με όλο τον κόσμο, αλλά με τις κοινότητες, των οποίων ο δημιουργός των δημοσιεύσεων είναι μέρος, και αυτό που λέει, ή δε λέει, είναι ακόμα πιο σημαντικό από αυτό που μπορεί να κοινοποιήσει μια πολυεθνική εταιρία μέσων ενημέρωσης που βρίσκεται στην άλλη άκρη του κόσμου.

Ακριβώς σε αυτή τη διαμόρφωση της κοινότητας είναι που εναπόκειται αυτή τη στιγμή η μεγαλύτερη δύναμη των κοινωνικών δικτύων και η μεγαλύτερη πιθανότητα ρίσκου.

Άτομα που θεωρούν ότι αυτό που δημοσιεύουν ή προωθούν στα κοινωνικά δίκτυα είναι επουσιώδες, όταν στην πραγματικότητα βρίσκονται σε επικοινωνία με τους οικείους τους, με αυτούς που τους εκτιμούν σε προσωπικό επίπεδο, μπορούν να καταλήξουν να διαδίδουν ρητορικές μίσους ή να εφαρμόζουν πρακτικές περιορισμού ή διάκρισης επειδή απλά δεν προβληματίστηκαν πάνω στην καταλληλότητα αυτού που πάνε να δημοσιεύσουν ή να κοινοποιήσουν σε αυτά τα δίκτυα. Επειδή δεν ανέπτυξαν έναν ελάχιστο εκδοτικό προβληματισμό πάνω στο αν είναι κατάλληλο αυτό που πάνε να δημοσιεύσουν.

Το Φεμινιστικό Κίνημα ήταν σαφές σ΄ αυτό το θέμα. Στην πρόσφατη Φεμινιστική Απεργία, ποικίλες φεμινιστικές οργανώσεις ήταν ξεκάθαρες στο κάλεσμά τους προς τους άνδρες: αν ήθελαν να συμβάλλουν στο σκοπό, το πρώτο που έπρεπε να κάνουν ήταν να σταματήσουν να συμμετέχουν στις ομάδες WhatsApp όπου κοινοποιούνται δημοσιεύσεις στις οποίες υποβαθμίζονται ο γυναίκες. Γιατί δεν είναι λίγες οι ομάδες σε αυτό το δίκτυο επικοινωνίας που αποτελούνται μόνο από άνδρες και στις οποίες κοινοποιούνται εικόνες, βίντεο, GIF και ανέκδοτα πορνογραφικά ή όπου γίνονται αστεία υποτιμητικά για τις γυναίκες. Οι φεμινίστριες θίγουν το ζήτημα και επομένως θεωρούν ότι δεν είναι άνευ σημασίας αυτό που κοινοποιείται ανάμεσα σε ομάδες πρώην συμφοιτητών, συναδέλφων, εξαδέλφων. Και πράγματι απέχει πολύ από το να είναι άνευ σημασίας το είδος του περιεχομένου που κοινοποιείται σε αυτές τις κοινότητες και, για τον ίδιο λόγο, το να καταργήσουμε τις δημοσιεύσεις που υποβαθμίζουν τις γυναίκες είναι ένα αναντικατάστατο βήμα στην κατάργηση της βίας εναντίον τους. Αν σε δίκτυα οικεία, προσωπικά, υποβαθμίζει κανείς τις γυναίκες, γίνεται το πρώτο βήμα για την καθιέρωση της υποβάθμισής τους με πιο γενικούς όρους.

Συνεχίζοντας με αυτό το παράδειγμα, μια πρώτη ελάχιστη άσκηση υπεύθυνης χρήσης των δικτύων θα έπρεπε να μπει στη διαδικασία να εκτιμήσει αν η δημοσίευση που ο οποιοσδήποτε πρόκειται να κάνει είναι δυσφημιστική για κάποιον άλλο ή για μια ομάδα. Είναι, ακριβώς, αυτό που έρχονται να θίξουν διάφορες οργανώσεις που ενδιαφέρονται να κάνουν το διαδίκτυο ένα χώρο ασφαλή για όλους. Προτείνουν μια άσκηση πολύ συγκεκριμένη: να αναρωτιέται κανείς αν αυτό που πρόκειται να γράψει ή να δημοσιεύσει θα το έλεγε σε ένα δημόσιο χώρο. Μπορεί να φανεί παράξενο αλλά είναι πάρα πολλά τα μειωτικά σχόλια που μεταδίδονται στα κοινωνικά δίκτυα αλλά που δε θα λέγονταν σε ένα δημόσιο χώρο. Είναι μία από τις στρεβλώσεις που προκαλεί ο εικονικός κόσμος: το να πιστεύεις ότι αυτό που δημοσιεύεται στα κοινωνικά δίκτυα βρίσκεται στα σύννεφα, όταν στην πραγματικότητα το βλέπουν, το διαβάζουν και το υφίστανται άνθρωποι με σάρκα και οστά κάθε μέρα.

Έχοντας έτσι τα πράγματα, η πρώτη και πιο θεμελιώδης δράση για να καταπολεμήσουμε τις διακρίσεις, τη βία και τις ρητορικές μίσους στο διαδίκτυο είναι να προσαρμόσουμε τη δική μας προσωπική δράση στις αρχές του σεβασμού, της εκτίμησης της διαφορετικότητας και της έμφυτης αξιοπρέπειας κάθε ανθρώπου. Η πρώτη δράση είναι η επεξεργασία και εφαρμογή μιας προσωπικής εκδοτικής γραμμής που καθορίζει ποια περιεχόμενα να δημοσιεύσει και ποια είναι απαράδεκτα για να διαδοθούν- ούτε καν για να τους ασκηθεί κριτική- στα κοινωνικά δίκτυα.

Σε σχέση με αυτό είναι που αναδύεται ο προβληματισμός πάνω στην εγκυρότητα της διάδοσης του βίντεο του τρομοκράτη που στη Νέα Ζηλανδία μετέδωσε ζωντανά μέρος της δολοφονίας τουλάχιστον 49 ατόμων. Όπως είναι γνωστό, το αυθεντικό οπτικοακουστικό κομμάτι διαγράφηκε αμέσως από το Facebook και οι λογαριασμοί των τρομοκρατών επίσης αποκλείστηκαν σε αυτό το δίκτυο, γι΄ αυτό και δεν υπάρχει τρόπος να κοινοποιήσει κανείς το βίντεο από την αρχική του πηγή. Όμως γρήγορα βγήκε από αυτή την πλατφόρμα και πέρασε στο WhatsApp, όπου κυκλοφόρησε από ομάδα σε ομάδα. Μόλις λάβει κανείς ένα τέτοιο βίντεο, προκύπτει το δίλημμα αν πρέπει να το μοιραστεί με άλλους. Η απάντηση, στο φως όλων των παραπάνω, είναι κατηγορηματικά όχι.

Αυτό το είδος βίντεο είναι μέρος της βαναυσότητας που απειλεί το διαδίκτυο και που μπορεί να αντιμετωπιστεί με την απλή ενέργεια να μη γίνεσαι μέρος της και να μην τη διασπείρεις. Ειδικότερα, το βίντεο της Νέας Ζηλανδίας είναι βλαβερό να το αναπαράγεις γιατί, κατά πρώτο λόγο,  είναι εντελώς μακάβριο: δεν προσφέρει την παραμικρή ενημέρωση σχετικά με την επίθεση και -από την άλλη μεριά- δείχνει βίαιες εικόνες πάνω σε ένα απαράδεκτο γεγονός που το μόνο που κάνουν είναι να ικανοποιούν τη νοσηρή πείνα μερικών.

Κατά δεύτερο λόγο, η διάδοση εικόνων τέτοιου είδους έχει ένα αποτέλεσμα «κανονικοποίησης» ενεργειών που δεν είναι, σε καμιά περίπτωση, αποδεκτές ή φυσιολογικές. Η συγκεκριμένη λήψη επιπλέον, μοιάζει με βιντεοπαιχνίδι, σα να ήταν η ύπουλη δολοφονία ανθρώπων ένα αστείο που δεν είναι, ποτέ. Η διάδοση απαράδεκτων εικόνων με το στόχο να τις καταγγείλουμε ή να δείξουμε τη σοβαρότητά τους προκαλεί την αποευαισθητοποίηση σε σχέση με αυτές τις ίδιες εικόνες και καταλήγει να κάνει να περνά για φυσιολογικό κάτι που δεν είναι. Με αυτή την έννοια, η άσκηση να αναρωτιέται κανείς αν αυτό που μοιράζεται θα το έδειχνε σε ένα δημόσιο χώρο, είναι πολύ κατάλληλη.

Εκτός από την κανονικοποίηση, υπάρχει ένα στοιχείο πιο βαθύ στο δίλημμα της επίδειξης βίαιων εικόνων όπως αυτές του βίντεο της επίθεσης στη Νέα Ζηλανδία. Όλοι έχουμε ένα όριο που κάνει να υπάρχουν βίντεο που δε θα δείχναμε. Ένα υποθετικό ακραίο παράδειγμα θα ήταν το βίντεο της δολοφονίας ενός αγαπημένου και οικείου ατόμου. Σίγουρα, θα αμφιβάλλαμε για τη μετάδοση εικόνων που δείχνουν το βίαιο και οδυνηρό θάνατο κάποιου οικείου μας, ωστόσο γιατί μας φαίνεται αποδεκτή η διάδοση εικόνων του βίαιου και οδυνηρού θανάτου άλλων ανθρώπων; Για κάποιο λόγο που είναι δύσκολο να αναγνωρίσουμε αλλά που υπάρχει και μπορούμε να τον καταπολεμήσουμε: την αντίληψη ότι οι ζωές των άλλων, που είναι μέρη άλλων πολιτισμών, είναι λιγότερο σημαντικές από τη δική μας και επομένως, ναι, μπορούν να εκτίθενται.

Τέλος, ένα τρίτο επιχείρημα για να μη διαδοθεί το βίντεο της Νέας Ζηλανδίας έχει να κάνει με την ίδια τη λογική των λευκών ρατσιστών τρομοκρατών, οι οποίοι πιστεύουν ότι η διάδοση της δράσης τους είναι ένας θρίαμβος αυτού που κάνουν, καθώς ενημερώνει και τρομοκρατεί το μεγαλύτερο αριθμό ατόμων σχετικά με την απειλή που εκπροσωπούν. Το να συνεισφέρουμε στην πρόοδο, με οποιαδήποτε μορφή, αυτής της φασιστικής οπτικής θα έπρεπε να είναι κάτι που το αρνείται οποιοσδήποτε πιστεύει στις ελάχιστες αξίες της ανθρωπότητας.

Το να ενεργούμε με βάση τα παραπάνω με σκοπό να αποκλείουμε και να εμποδίζουμε την πρόοδο του φασισμού στα κοινωνικά δίκτυα είναι κάτι στο οποίο θα έπρεπε να δεσμευτούμε όλοι όσοι χρησιμοποιούμε αυτές τις πλατφόρμες.

——————-
Μετάφραση από τα ισπανικά για την ελληνική PRESSENZA: Μαρία Κολιάκου.