Την επομένη της νίκης του Ζαΐρ Μπολσονάρο στη Βραζιλία, ο ρόλος των εταιριών μέσων κοινωνικής δικτύωσης στην εκλογική νίκη και η ισχυρή επιρροή τους στην πόλωση των πολιτικών διεργασιών, έγιναν απολύτως εμφανή. Έχουν τη δύναμη να καθορίζουν την επιτυχία πολιτικών κομμάτων ή αρχηγών που κάποτε θεωρούνταν περιθωριακοί.
Της Renata Avila
Μετάφραση: Συντακτική ομάδα pass–world.gr
Αυτή η τάση είναι σήμερα μάλλον ο κανόνας παρά η εξαίρεση στις δημοκρατικές κοινωνίες. Γεγονότα που τα ειδησεογραφικά μέσα παρουσίαζαν ως σπάνια, όπως η φερόμενη ξένη εμπλοκή που οδήγησε στην ήττα της Χίλαρι Κλίντον στις Προεδρικές του 2016 ή στη νίκη της ψήφου του Brexit την ίδια χρονιά στη Μεγάλη Βρετανία, έχουν καταστεί ένα αναγνωρίσιμο μοτίβο σε όλες τις εκλογικές αναμετρήσεις έκτοτε.
Με την αυξανόμενη απήχηση των social media και του Internet, οι διαφημιστικές τεχνικές και οι διαδικτυακές καμπάνιες έχουν προσαρμοστεί, προκειμένου να αξιοποιήσουν τη μαζική ποσότητα δεδομένων που είναι διαθέσιμα γύρω από συγκεκριμένα άτομα.
Αυτές οι νέες διαφημιστικές τεχνικές χρησιμοποιούν δεδομένα που είναι διαθέσιμα στο Διαδίκτυο, στις μηχανές αναζήτησης και σε ψυχολογικές έρευνες για στοχευμένες διαφημίσεις. Τα συγκεκριμένα δεδομένα βασίζονται όχι μόνο σε επικαιροποιημένα δημογραφικά στοιχεία, αλλά και σε στοιχεία από τη διαδικτυακή συμπεριφορά μας.
Τα κενά που μπορεί να προκύψουν ως προς τα διαθέσιμα στοιχεία συμπληρώνονται συχνά μέσα από την προσφυγή σε ομοιότητες με άλλους χρήστες ή πελάτες που έχουν μεγαλύτερο ψηφιακό αποτύπωμα δεδομένων.
Επειδή ακριβώς οι υπεύθυνοι σχεδιασμού μιας πολιτικής εκστρατείας θέλουν να χρησιμοποιήσουν τις πιο αποτελεσματικές διαφημιστικές τεχνικές, άρχισαν κι εκείνοι να χρησιμοποιούν αυτές τις στρατηγικές μάρκετινγκ που βασίζονται σε δεδομένα.
Πώς είναι όμως από τα μέσα μια τέτοια καμπάνια που βασίζεται στα δεδομένα των χρηστών;
Και ποιες προβλέψεις υπάρχουν, σε κάθε στάδιο της καμπάνιας, για τη διασφάλιση της ελευθερίας των ψηφοφόρων, καθώς και του δίκαιου χαρακτήρα της εκστρατείας και των εκλογών; Λαμβάνουν πλήρως υπόψη οι εκστρατείες με βάση τα δεδομένα τα ψηφιακά δικαιώματα των ψηφοφόρων;
Ανατομία των εκλογικών εκστρατειών που βασίζονται σε ψηφιακά δεδομένα: ο ρόλος των ιδιωτικών προμηθευτών
Κατά τους τελευταίους μήνες, το πρόγραμμα “Data Politics”, το οποίο διαχειρίζεται η πρωτοβουλία Transparency Toolkit, αναπτύσσει μια συνεργατική ιστοσελίδα (wiki) με στόχο να συλλέξει πληροφορίες πάνω σε προμηθευτές που παρέχουν ψηφιακές υπηρεσίες σε ψηφιακές καμπάνιες. Ο στόχος αυτής της καταγραφής είναι όχι μόνο να αναδείξει τη στόχευση και την πολλαπλότητα των δρώντων που εμπλέκονται στο πολιτικό μάρκετινγκ, αλλά και να προωθήσει ένα συνεργατικό εργαλείο που θα βοηθήσει την περαιτέρω έρευνα στο πεδίο της βιομηχανίας του πολιτικού μάρκετινγκ.
Μέχρι στιγμής, το “Data Politics” έχει ταυτοποιήσει χιλιάδες εταιρίες που επωφελούνται σε διαφορετικά στάδια μιας πολιτικής καμπάνιας, η οποία βασίζεται σε ψηφιακά δεδομένα και τακτικές μάρκετινγκ. Το αρχείο παρέχει συνολικές πληροφορίες και αναφορές για περίπου 300 προμηθευτές που εμπλέκονται σε διαφορετικά στάδια πολιτικών εκστρατειών, χαρτογραφώντας ένα φαινόμενο που πηγαίνει πολύ πιο μακριά από το διαβόητο σκάνδαλο της CambridgeAnalytica. Ενώ, η αρχική στόχευση του προγράμματος ήταν να επικεντρωθεί στους Μεξικανούς πωλητές τέτοιων ψηφιακών υπηρεσιών, το “Data Politics” επιδιώκει να αυξήσει τις αναφορές του.
Για την καλύτερη κατανόηση του πώς λειτουργούν αυτές οι ψηφιακές καμπάνιες, θα παρουσιάσουμε στους αναγνώστες/στριες κάθε φάση αυτής της διαδικασίας.
- Συλλογή των δεδομένων των ψηφοφόρων
Για να επηρεάσει κανείς τους ψηφοφόρους, είναι καταρχάς αναγκαίο να κατανοήσει τι είδους άνθρωποι είναι και τι πιστεύουν. Αυτό επιτυγχάνεται με τη συλλογή εκλογικών καταλόγων, δημογραφικών στοιχείων, δεδομένων γνώμης, πεποιθήσεων, συμπεριφοράς και ανησυχιών. Η συγκέντρωση αυτών των στοιχείων μπορεί να γίνει είτε μέσα από επίσημα δεδομένα όπως οι τοπικοί εκλογικοί κατάλογοι, δημόσια δεδομένα όπως η απογραφή, αλλά και εμπορικά δεδομένα ή δεδομένα που συλλέγονται για πολιτικούς σκοπούς.
Το πρόβλημα σε αυτή τη φάση είναι η ρευστή γραμμή ανάμεσα στα δεδομένα που συλλέγονται για πολιτικούς σκοπούς και σε αυτά που αφορούν εμπορικούς σκοπούς, τα οποία περιλαμβάνουν πλέον ολοένα και περισσότερο τη λεπτομερή καταγραφή του προφίλ των καταναλωτών, των συνηθειών και των προτιμήσεών τους.
Αυτές οι πληροφορίες πωλούνται πλέον σε εκείνους που αναλαμβάνουν πολιτικές εκστρατείες. Αυτοί οι νέοι «κάτοχοι» είναι συνήθως ενδιάμεσοι κρίκοι, και εδώ είναι ακριβώς το σημείο από όπου πια αρχίζει να παίζει καθοριστικό ρόλο αυτή η αναδυόμενη επιχείρηση των προμηθευτών δεδομένων.
Ένα ενδιαφέρον παράδειγμα είναι η περίπτωση μιας ερευνητικής εταιρίας στο Χοτσιμίλκο του Μεξικού, η οποία συνδέεται με την Cambridge Analytica αλλά και με την προσπάθεια να αποκτήσουν δωρεάν πρόσβαση στο Internet κοινότητες του Μεξικού που ήταν διαδικτυακά απομονωμένες. Αυτό ξεκίνησε στο Τιζιλίνγκο, μια τόσο μικρή μεξικανική πόλη που δεν εμφανίζεται καν στο Google Maps.
Και ενώ κανείς από τους κατοίκους δεν έχει προσωπικό υπολογιστή, σήμερα περίπου εξήντα από αυτούς έχουν κινητό τηλέφωνο με το οποίο μπορούν να συνδεθούν δωρεάν στο Internet. Έτσι, για πολλούς από τους κατοίκους η δωρεάν σύνδεση στο Internet ήρθε πριν από την πρόσβαση σε τρεχούμενο νερό.
Αυτό, λοιπόν, που πραγματοποίησε η εταιρία Pig.gi σε αυτή τη μικροσκοπική κοινότητα στα νότια της Πόλης του Μεξικού, σε εμφανή συνεργασία με την Cambridge Analytica, συσκοτίζει τα όρια ανάμεσα στον αλτρουισμό και την εκμετάλλευση, καθώς και τους κρυφούς κινδύνους της δωρεάν πρόσβασης στο Internet, οι οποίοι δεν είναι απολύτως ορατοί από φτωχές κοινότητες στο Μεξικό ή σε άλλες χώρες του κόσμου.
Ολοένα και περισσότερο βλέπουμε πρακτικές εκμετάλλευσης και μεταβολής του σκοπού της συλλογής δεδομένων να εφαρμόζονται στους πιο αποστερημένους πληθυσμούς. Σε μια πρώτη ματιά, το πρόγραμμα μοιάζει φιλανθρωπικό, αλλά το αντάλλαγμα είναι τα ψηφιακά δεδομένα της κοινότητας.
Οι εκλογικές Αρχές και οι αρχές προστασίας δεδομένων έχουν ανεπαρκή εποπτεία των καταστάσεων στις οποίες αυτό το εργαλείο χρησιμοποιείται για να καταγράψει και να επηρεάσει την οπτική των φτωχών που είναι συχνά μετακινούμενοι ψηφοφόροι.
Εν τω μεταξύ, τεχνολογικοί κολοσσοί έχουν γίνει επίσης κεντρικοί παίκτες στην όλη διαδικασία συλλογής ψηφιακών δεδομένων. Οι ιστότοποι των social media είναι φανταστικές πηγές πληροφορίας όσον αφορά τους ψηφοφόρους. Μπορούν να χρησιμοποιηθούν για να συλλεγούν δημογραφικά στοιχεία, να καταγραφούν γνώμες και συνομιλίες, να μαζευτούν άλλες ρητά εκπεφρασμένες πληροφορίες. Επιπρόσθετα, μπορούν να κατασκευαστούν νέα δεδομένα μέσω διεργασιών γενίκευσης.
Έρευνες έχουν δείξει τον τρόπο με τον οποίο στοιχεία της προσωπικότητας, οι πολιτικές απόψεις και άλλα χαρακτηριστικά μπορούν να συναχθούν μέσα από δεδομένα όπως τα “like” Facebook.
Υπάρχουν επίσης οι λεγόμενες «εταιρίες ακρόασης διαλόγων στα social media» [social listening companies] που εξειδικεύονται στην παρακολούθηση, συγκέντρωση και ανάλυση συζητήσεων στα social media γύρω από μια συγκεκριμένη θεματική, υποψηφιότητα, κόμμα ή μάρκα.
Οι «ακροατές» των διαδικτυακών διαλόγων συλλέγουν δεδομένα από δημόσιες διεπαφές προγραμματισμού εφαρμογών (APIs), ήδη υπάρχοντα λογισμικά ανιχνευτών ιστού (web crawlers) ή απλώς αγοράζοντας τα δεδομένα. Μετά χρησιμοποιούν τα δικά τους εργαλεία ή τα λογισμικά που είναι διαθέσιμα στο εμπόριο για να εξετάσουν τις τάσεις και να εντοπίσουν χρήστες με επιρροή.
Ο άλλος τύπος εταιριών είναι οι «μεσίτες δεδομένων» (data brokers), που συλλέγουν πληροφορίες για ανθρώπους από μια πληθώρα πηγών, συμπεριλαμβανομένων των socialmedia, κυβερνητικών αρχείων και ιδιωτικών εταιριών. Αυτές οι εταιρίες μπορεί συχνά να αναλάβουν να αναζητήσουν έναν περιορισμένο αριθμό πληροφοριών όπως για παράδειγμα μια λίστα με τα email πελατών ή με λογαριασμούς social media, και στη συνέχεια να τις συνδυάσουν με πιο λεπτομερείς πληροφορίες όπως η συμπεριφορά, τα δημογραφικά χαρακτηριστικά, οι αναζητήσεις και άλλα στοιχεία διαδικτυακής συμπεριφοράς ενός ατόμου που βρίσκεται στην αρχική λίστα. Το μέγεθος των πληροφοριών που είναι διαθέσιμες σε έναν «μεσίτη δεδομένων» εξαρτάται από τους κανονισμούς της χώρας στην οποία δραστηριοποιείται.
Μολονότι δεν είναι πολλοί σε αριθμό και διαδεδομένοι στις εκλογικές καμπάνιες, οι νεότεροι παίκτες σε αυτόν τον αγώνα συλλογικής δεδομένων είναι οι Εταιρίες Πολιτικής Ψυχολογίας. Οι σύμβουλοι πολιτικής ψυχολογίας διαμορφώνουν έρευνες για να συλλέξουν δεδομένα και αναπτύσσουν πιο ολοκληρωμένα ψυχολογικά προφίλ των συμμετεχόντων. Οι συγκεκριμένες υπηρεσίες κυμαίνονται από την απλή συλλογή δεδομένων από δημοσκοπήσεις πρόθεσης ψήφου μέχρι έρευνες γνώμης και πεποιθήσεων. Συχνά, οι υπεύθυνοι μιας προεκλογικής εκστρατείας ή εταιρίες μάρκετινγκ με βάση τα ψηφιακά δεδομένα προσλαμβάνουν εταιρίες πολιτικής ψυχολογίας για να κάνουν έρευνα βάσης, η οποία βοηθά στην κατασκευή προφίλ για τη στόχευση σε συγκεκριμένες κατηγορίες ψηφοφόρων. Πρόκειται για τις εταιρίες με τη μικρότερη λογοδοσία από όλες.
- Η κατάτμηση και η στόχευση σε ψηφοφόρους
Τα δημογραφικά στοιχεία, τα ψυχολογικά προφίλ και άλλες πληροφορίες που αποκτώνται κατά τη φάση συλλογής δεδομένων συνδυάζονται και χρησιμοποιούνται για να κατατμηθούν ακροατήρια σε μικρότερες ομάδες. Οι πληροφορίες που εξασφαλίζονται από τη φάση συλλογής δεδομένων αποθηκεύονται είτε στη βάση δεδομένων όπου οι υπάρχουν οι εκλογικές λίστες είτε σε διαφορετικό σημείο του λογισμικού.
Εκεί όπου είναι εφικτό τα σύνολα δεδομένων συνδυάζονται για να δημιουργηθούν πιο εμπεριστατωμένα προφίλ των ατόμων. Κάποια προγράμματα που αφορούν βάσεις δεδομένων ψηφοφόρων περιλαμβάνουν επίσης οπτικές απεικονίσεις των δεδομένων των ψηφοφόρων, όπως χάρτες και διαγράμματα ή προτεινόμενα εργαλεία εκλογικής εκστρατείας με βάση τους δείκτες που υπαγορεύουν τα δεδομένα, όπως έγινε στην επιτυχημένη καμπάνια του Εμανουέλ Μακρόν που χρησιμοποίησε τη γαλλική εταιρία Liegey Muller Pons.
Εξαιτίας της περιπλοκότητας του πολιτικού μάρκετινγκ που βασίζεται σε δεδομένα, οι εταιρίες προσπαθούν όλο και πιο εντατικά να ενοποιήσουν όλα τα στάδια αυτής της διαδικασίας σε μια ολοκληρωμένη λύση που θα προσφέρεται στους υπευθύνους πολιτικών εκστρατειών, τα κόμματα και τους υποψηφίους.
Αυτή είναι η αποστολή που εκπληρώνουν εταιρίες σαν την Cambridge Analytica. Η βασική αξία αυτών των εταιριών είναι ότι συνδυάζουν πολλά σύνολα δεδομένων της πρώτης φάσης με την ανάπτυξη τεχνικών που αφορούν την τελική φάση αυτή της διαδικασίας. Ο τρόπος για να το επιτύχουν είναι μέσα από μια μείξη του δικού τους υλικού και των εργαλείων τους με λογισμικά που δημιουργούνται από άλλες εταιρίες, δεδομένα που έχουν προέλθει από αλλού και συνεργασίες με άλλους οργανισμούς.
Το πολιτικό μάρκετινγκ με πλήρεις υπηρεσίες παρέχεται από μικρές εταιρίες που απευθύνονται σε υποψηφίους τοπικών εκλογών μέχρι μεγάλες, διεθνείς εταιρίες που εργάζονται σε εκλογικές εκστρατείες μεγάλης κλίμακας. Οι διεθνείς εταιρίες συχνά συνεργάζονται με τις τοπικές για να γίνουν πιο γνωστές σε τοπικό επίπεδο ή για να αποκρύψουν την εμπλοκή τους στις εκλογές.
Οι εταιρίες πολιτικού μάρκετινγκ που προσφέρουν ένα «πλήρες πακέτο» λύσεων συνδυάζουν διαφορετικά είδη υπηρεσιών.
Κάποιες από αυτές τις εταιρίες σέβονται όλους τους εκλογικούς κανονισμούς και τις πολιτικές δεδομένων, παρέχουν διαφημίσεις που είναι αναγνωρίσιμες ως τέτοιες, χρησιμοποιούν θετικές τεχνικές διαφήμισης, λειτουργούν με διαφάνεια υπό το όνομά τους.
Άλλες παραποιούν τα δεδομένα, χειραγωγούν τις πεποιθήσεις με δόλιες τεχνικές, δημιουργούν διαφημίσεις που εξάπτουν τον φόβο, εμπλέκονται σε ύποπτες πρακτικές όπως ο εκβιασμός, και αποκρύπτουν τη συμμετοχή τους στις εκλογές, συνεργαζόμενες με «εταιρίες-βιτρίνες».
Οι πηγές των δεδομένων και οι διαφημιστικές τεχνικές που χρησιμοποιούν εκπορεύονται από τα δεδομένα του τοπικού πλαισίου, την τεχνογνωσία, τις συνεργασίες και τα χαλαρά ηθικά κριτήρια προστασίας των δεδομένων. Οι εταιρίες που δεν προσφέρουν πλήρεις υπηρεσίες πολιτικού μάρκετινγκ επίσης τοποθετούνται σε διαφορετικά σημεία αυτού του ηθικού φάσματος.
Η οικοδόμηση ολοκληρωμένων προφίλ των ψηφοφόρων δίνει στη συνέχεια στις εταιρίες τη δυνατότητα να χωρίσουν αυτά τα ακροατήρια σε πιο λεπτομερή τμήματα, έτσι ώστε στο καθένα να εφαρμοστούν στοχευμένα διαφορετικές διαφημίσεις. Αφού ταυτοποιηθούν αυτά τα τμήματα, οι διαφημίσεις προσαρμόζονται στις πεποιθήσεις και τους προβληματισμούς κάθε υπό-ομάδας. Η μικρο-στόχευση (microtargeting) είναι μια από τις υπηρεσίες που παρέχουν οι εταιρίες πλήρους πακέτου, ακριβώς γιατί απαιτεί τον συνδυασμό δεδομένων από πολλές πηγές με μια ποικιλία μηχανισμών διάδοσης του εκλογικού μηνύματος.
Σε αυτό το στάδιο, οι υπηρεσίες εκλογικών ελέγχων και οι Αρχές προστασίας δεδομένων είναι εξαιρετικά απούσες, χωρίς να είναι ακόμα σε θέση να εποπτεύσουν και να αξιολογήσουν τις πρακτικές που χρησιμοποιούν οι πωλητές μιας εκλογικής καμπάνιας ή την πηγή προέλευσης των δεδομένων που χρησιμοποιούν.
Καμία χώρα δεν έχει αναπτύξει μέχρι στιγμής μια επαρκή νομοθεσία ή ικανότητα, προκειμένου να ανταποκριθεί σε αυτό το επίπεδο αξιολόγησης και εφαρμογής της νομιμότητας. Αυτό αφήνει τη διαδικασία των εκλογών ανοιχτή στις πιο επικίνδυνες και υποβαθμισμένες τεχνικές χειραγώγησης της κοινής γνώμης, διακυβεύοντας τον δίκαιο χαρακτήρα τους.
Μοιάζει σαν να μην η υπάρχει η πολιτική βούληση αντιμετώπισης των ζητημάτων παραβίασης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων που επιφέρουν οι βασισμένες σε δεδομένα καμπάνιες και το επιχειρηματικό μοντέλο που τις κινεί.
Τελικό Στάδιο: Διάχυση του μηνύματος και απόπειρα επηρεασμού των ψηφοφόρων
Μετά την ταυτοποίηση και την κατάτμηση των εκλογέων-ακροατηρίων, οι διαφημίσεις και άλλες μορφές πειθούς διαχέονται μέσα από διάφορα κανάλια για επηρεάσουν την απόφαση ψήφου.
Πέρα από τις προσφορές πολιτικής διαφήμισης, τα εμπορικά social media προσφέρουν επιπλέον ευκαιρίες σε πολιτικές καμπάνιες να μεταδώσουν τα μηνύματά τους είτε άμεσα μέσα από επίσημους λογαριασμούς είτε έμμεσα μέσα από αυτοματοποιημένες διαφημίσεις και τρολ.
Ενώ οι διαφημίσεις μπορεί να προβληθούν σε μια σειρά από ιστότοπους, χρησιμοποιώντας για παράδειγμα Google Ads, τα social media παραμένουν δημοφιλείς επιλογές για τους υπευθύνους πολιτικών εκστρατειών. Οι άνθρωποι ξοδεύουν τεράστιο μέρος του χρόνου τους μέσα στην ημέρα στα social media, επομένως είναι εύκολη η πρόσβαση σε αυτούς μέσα από τις συγκεκριμένες σελίδες.
Και ενώ οι διαφημίσεις στα social media ονομάζονται συνήθως ως «προωθούμενο περιεχόμενο» (promoted content), μια μελέτη κατέγραψε ότι το 32% των ανθρώπων δεν παρατηρούν αυτές τις ταμπέλες και αντιμετωπίζουν αυτές τις διαφημίσεις με τον ίδιο τρόπο που βλέπουν το περιεχόμενο που δημοσιεύουν φίλοι τους.
Επίσης διαδεδομένες είναι εταιρίες που βοηθούν στη διαχείριση περιεχομένου στα social media. Αυτές οι εταιρίες μπορούν να δημιουργήσουν περιεχόμενο για μια σειρά από πλατφόρμες social media, το οποίο διαχέεται απευθείας από τους λογαριασμούς των υπευθύνων της εκστρατείας ή του υποψηφίου. Σε ορισμένες περιπτώσεις, οι υπεύθυνοι εκστρατειών διαχειρίζονται οι ίδιοι αυτό το ζήτημα, αλλά υπάρχουν και εξειδικευμένες εταιρίες που προσφέρουν ως υπηρεσία παραδοσιακές καμπάνιες στα social media. Αυτές οι εταιρίες χρησιμοποιούν κάποιες φορές και άλλες τεχνικές όπως διαφημίσεις, διαδικτυακά ρομπότ (bot) και τρολ, ως μέρος μιας συνολικής στρατηγικής στα social media.
Υπάρχουν επίσης στοχευμένες διαφημίσεις που πληρώνονται μέσω επίσημων καναλιών, οι οποίες απευθύνονται στους χρήστες ανάλογα με την προσωπικότητά τους, το ιστορικό αναζητήσεών τους στο Διαδίκτυο, δημογραφικά ή άλλα χαρακτηριστικά.
Εδώ, το επίπεδο εκλέπτυνσης κυμαίνεται από γενικές διαφημίσεις που απευθύνονται σε ευρύ κοινό μέχρι υψηλά στοχευμένα μηνύματα που προβάλλονται πολλές φορές σε μέλη μικρών ακροατηρίων. Η στόχευση μπορεί επίσης να εξειδικεύεται περαιτέρω βάσει της δέσμευσης σε προηγούμενες διαφημίσεις.
Αυτό το τελευταίο στάδιο είναι το πιο ανησυχητικό από πλευράς προστασίας των ψηφιακών δικαιωμάτων των χρηστών, καθώς είναι το λιγότερο ρυθμισμένο και διαυγές στάδιο.
Είναι, όμως, και το σημείο που προσφέρει τη δυνατότητα στις εκλογικές αρχές να κάνουν μεταρρυθμίσεις, προκειμένου να διασφαλίσουν ότι αυτή η ψηφιακή και τεχνολογική πρόοδος δεν θα χρησιμοποιηθεί με τρόπους βαθιά καταστροφικούς για την ελευθερία της σκέψης των ψηφοφόρων, ή ότι δεν θα μετατραπεί σε μια συστηματική εκμετάλλευση των εκστρατειών που υπονομεύει τις ελεύθερες και δίκαιες εκλογές.
Είναι μια στιγμή όπου οι Αρχές προστασίας δεδομένων και οι οργανώσεις προστασίας καταναλωτών θα μπορούσαν να παίξουν έναν σημαντικό ρόλο εποπτείας, διασφαλίζοντας, για παράδειγμα, ότι όλες οι πλευρές έχουν πρόσβαση στα ίδια δεδομένα. Αυτό θα ήταν ένα σημείο εκκίνησης. Δεύτερον, θα έπρεπε να διασφαλίσουν ότι τα προσωπικά δεδομένα που συλλέγονται για διαφήμιση και μάρκετινγκ δεν μπορεί να επαναχρησιμοποιούνται για πολιτικούς σκοπούς.
Αυτός ο διαχωρισμός ανάμεσα σε εμπορικές και εκλογικές χρήσεις των ψηφιακών αποτυπωμάτων μας είναι σημαντικός. Είναι ο μόνος τρόπος να διασφαλίσουμε ότι τα πολιτικά κόμματα θα είναι υπόλογα για τον τρόπο που επενδύουν σε υποδομές συλλογής δεδομένων: με το να απαιτούμε από αυτά να παραμένουν εντός του νόμιμου ορίου εκλογικών εξόδων και να είναι σε θέση να δείξουν ότι οι μέθοδοι συλλογής δεδομένων που χρησιμοποιούν είναι θεμιτές και συμβατές με τους νόμους σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
[…]
Απόσπασμα από το άρθρο που δημοσιεύτηκε στο Open Democracy, στις 7 Ιανουαρίου 2019.
Για τη συγγραφέα
Η Renata Avila είναι Εκτελεστική Διευθύντρια του Smart Citizenship Foundation, που βρίσκεται στη Χιλή. Είναι δικηγόρος σε ζητήματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων, με ειδίκευση στο νέο κύμα τεχνολογικών προκλήσεων. Είναι μέλος της συντονιστικής ομάδας του @Diem_25, μέλος του διοικητικού συμβουλίου του @creativecommons και μέλος του Progressive International.