Εναλλακτικές μορφές μάθησης[1] διεκδικούν χώρο στο εγκαθιδρυμένο εκπαιδευτικό σύστημα. Το πιλοτικό πρόγραμμα εφαρμογής της παιδαγωγικής Φρεννέ στην δημόσια εκπαίδευση είναι ήδη ένα ρήγμα στο καλούπι των παραδοσιακών μορφών της. Βρισκόμαστε σε ένα κομβικό σημείο όπου αρθρώνεται πια ένα ερώτημα. Η θέση από την οποία θα τεθεί, είναι καθοριστική του πεδίου διερεύνησής του.
Θα βοηθούσε ίσως αν το μεταθέταμε από το «Ποιος τύπος εκπαίδευσης θα αντικαταστήσει τον παλιό» στο «Τι είναι αυτό που κινητοποιεί σε έναν άνθρωπο την επιθυμία για γνώση;»[2] Τι τελικά είναι η σχολική αποτυχία, η οποία εμφανίζεται στα τέλη του 19ου αιώνα, με την εισαγωγή της υποχρεωτικής εκπαίδευσης;
Το συντριπτικό κοινωνικό αίτημα «Μάθε», στηρίζει την επιδίωξη μιας κοινωνίας, όπου η σχολική επιτυχία κατέχει σημαντική θέση και μεταφράζεται στην προοπτική μιας καλής θέσης στο μέλλον. Καλή είναι η θέση που δίνει πρόσβαση στην κατανάλωση αγαθών. Λέμε: «έχω γνώση» θέτοντάς την σε ένα επίπεδο κατοχής. Η κοινωνική αναγνώριση περιγράφεται με φράσεις: «να είσαι κάποιος», «να κατέχεις», «να σε υπολογίζουν». Η γνώση επιβάλλεται να είναι υπολογίσιμη ποσοτικά και να αυξάνεται συνεχώς, όπως οι δυνατότητες, το χρήμα, η ευτυχία. Χάνει έτσι την ανθρωπιστική της διάσταση, η οποία είναι πέρα από κάθε ωφελιμιστική θεώρηση.
Η ανθρώπινη ζωή έχει αξία και όχι χρησιμότητα. Δεν είναι συνάρτηση της παραγωγικότητας και της συσσώρευσης αγαθών, ακόμη κι όταν το αγαθό είναι η γνώση.
Τα παιδιά μας διδάσκουν, πώς η γνώση βιώνεται ως “η εμπειρία του φαινομενικά ανώφελου”[3]. Κτίζουν κάστρα στην άμμο. Είναι διατεθειμένα κάτι να χάσουν για να την κερδίσουν.
«Η εμπειρία είναι για μένα η ανώτερη αρχή. Κανενός άλλου οι ιδέες και η γνώσεις ούτε καν οι δικές μου δεν είναι τόσο έγκυρες όσο η εμπειρία μου. Μπορώ να την εμπιστευτώ [..] δεν είναι αλάνθαστη. Αποτελεί τη βάση της εγκυρότητας επειδή μπορεί να κοιταχθεί ξανά και ξανά και να ελεγχθεί με νέους πρωταρχικούς τρόπους. Με μια νέα ματιά»[4].
Η μάθηση θα μπορούσε να ειδωθεί ως η ανάλωση στο περιττό, το επιπλέον της προσφοράς της περιέργειάς μας για την ανάγνωση του κόσμου και τη σύνδεση με αυτόν. Από τις πρώτες ημέρες της ζωής, ο μικρός άνθρωπος εξερευνά το σώμα και το περιβάλλον του. Η χαρά της ανακάλυψης εκφράζεται στο παιχνίδι και στις ατελείωτες ερωτήσεις που απευθύνει στους άλλους. Στη μετάβαση στο σχολείο, βρίσκεται αντιμέτωπο με μια άλλη μορφή μάθησης που συχνά ανακόπτει την όρεξη του.
Είναι ανάγκη να διευρύνουμε το ερώτημα ως προς την όρεξη για γνώση. Έχει να κάνει με τις ερωτήσεις των παιδιών που απασχολούν τον άνθρωπο σε όλη τη ζωή και στις οποίες ανακαλύπτει την αδυναμία του να δώσει μια απάντηση: «Από πού έρχομαι, ποιός με γέννησε, γιατί πεθαίνουμε;» Αντίθετα από ό,τι μας διδάσκουν οι κυρίαρχοι νόμοι της αγοράς, αφετηρία της όρεξης για γνώση είναι αυτή η αδυναμία, η έλλειψη, η ατέλεια που μας στρέφει σε μια ορισμένη κλίση. «Η κλίση είναι το στραβό κλήμα [..] Μπορεί κανείς να το δει στα παιδιά που έχουν τις ιδιαίτερες ευαισθησίες τους, τις τάσεις τους, που δεν πάνε σε όλες τις κατευθύνσεις, αλλά μόνο σε κάποιες συγκεκριμένες. Ο καθένας έχει τη δική του ευαισθησία, το δικό του ταλέντο, και είναι το ταλέντο που πρέπει να καλλιεργηθεί».[5]
Το σχολικό σύστημα δυσκολεύεται απέναντι στην έλλειψη, την κλήση, την ενικότητα των μαθητών/τριών. Το βλέπουμε στην αξιολογική κρίση που ενέχει η σχολική αποτυχία και η οποία συντρίβει την ιδιαίτερη κλίση του κάθε παιδιού. Στην ερώτηση: «γιατί δεν μπορεί να μάθει», γονείς και εκπαιδευτικοί απαντούν προσάπτοντάς του συνήθως εσκεμμένη άρνηση να εργαστεί.
Ο Paulo Freire καταθέτει το σχόλιο μιας μαθήτριας: «Ήθελα ένα σχολείο, Πάολο, που να μην είναι σαν τη μαμά μου. [..] που να πιστεύει περισσότερο στους νέους και που να μην νομίζει ότι κάποιοι απ΄αυτούς απλώς περιμένουν με την πρώτη ευκαιρία να κάνουν δύσκολη τη ζωή των άλλων»[6].
Ο Καντ περιέγραψε το επάγγελμα του εκπαιδευτικού ως «αδύνατο». Πώς να διδάξεις, όταν η γνώση είναι της τάξης του αδύνατου;
«Πρόκειται για κείνο το απροσδιόριστο και ρευστό κάτι που περιβρέχει τα πάντα γύρω μας και που οι λέξεις ή τα χρώματα, όταν μερικές φορές το αιχμαλωτίσουν, αισθάνεσαι τη δεύτερη φύση των πραγμάτων ν’ αναδύεται [..]Πως να το αποσπάσουμε αυτό και να το καθηλώσουμε κάπου;»[7]
Πάντα υπάρχει κάτι στη γνώση που διαφεύγει, κι ευτυχώς! Γιατί σε αυτό που δεν είναι πλήρες νοήματος, που είναι σημαδεμένο από μια νοσταλγία, που δεν καθηλώνεται, υπάρχει μια έλλειψη που θρέφει την όρεξη για ζωή, που προϋποθέτει μια επινόηση εκ μέρους του ανθρώπου και όπου εδράζεται η επιθυμία γνώσης.
Το θέμα δεν είναι να απαιτούμε από ένα παιδί να μάθει, αλλά να δημιουργούμε τις συνθήκες ώστε να είναι σε θέση να υποστηρίξει την προσωπική ιδιαίτερη επιθυμία του για γνώση και όχι να φτάνει να την ακυρώνει.
«Για να μάθει ένα παιδί πρέπει να επιθυμεί, όμως κανένας και τίποτα δεν μπορεί να υποχρεώσει κάποιον να επιθυμεί» λέει η Α. Κορντιέ. Ο Πλάτωνας το είχε ήδη πει: «Γιατί δεν πρέπει ο ελεύθερος να μαθαίνει τίποτα δια της βίας ως δούλος».[8]
Στην εποχή μας, η οποία «μπουκώνει» με πλουσιοπάροχες απολαύσεις την έλλειψη, είναι σημαντικό να δεχτούμε το «αδύνατο» στο επάγγελμα του εκπαιδευτικού, να χάσει κάτι από την παντοδυναμία του το εκπαιδευτικό σύστημα και οι λειτουργοί του, να «ακούσουμε» την σχολική αποτυχία ως σήμα κινδύνου του ατόμου στην πραγμάτωσή του στο σημερινό πολιτισμό.
Έτσι ίσως βοηθηθούμε γονείς, εκπαιδευτικοί, παιδιά να συνδιαλεγόμαστε με έναν διαφορετικό τρόπο μέσα από τις μοναδικότητές μας, ώστε να μην χάνουμε τη χαρά του να εξερευνούμε, να επινοούμε, να κάνουμε συνδέσεις και, άρα, να μαθαίνουμε.
—————————-
[1] Στην Κρήτη (1-7 Αυγούστου 2018) πραγματοποιείται πανευρωπαϊκή συνάντησης της Ευρωπαϊκής κοινότητας για τη Δημοκρατική Παιδεία (EUDEC). Μεταξύ των στόχων της συνάντησης είναι και η «ανταλλαγή γνώσεων και πρακτικών μεταξύ Ελλήνων και ξένων εκπαιδευτικών και άλλων ειδικών με εμπειρία πάνω στην άσκηση δημοκρατικών μεθόδων».
[2] Κορντιέ Άννυ, Κουμπούρες δεν υπάρχουν – Ψυχανάλυση και Σχολική Αποτυχία, εκδόσεις ΟΛΚΟΣ, μτφρ. Ακριβή Αλεξιάδη, Πρωτότυπο στα γαλλικά, 1993.
[3] Nuccio Ordine, Η χρησιμότητα του άχρηστου, Εκδόσεις Άγρα.
[4] Rogers Carl, Το γίγνεσθαι του προσώπου, Εκδόσεις Ερευνητές.
[5] Ρεκαλκάτι Μάσιμο, Η Δύναμη της Επιθυμίας, Εκδόσεις Καστανιώτη.
[6]Paulo Freire, Δέκα επιστολές προς εκείνους που επιθυμούν να διδάξουν, Εκδόσεις Επίκεντρο.
[7] Εν λευκώ -Τα μικρά έψιλον σελ. 223.
[8] Πολιτεία,VII, 537.