Πριν από περίπου 1.600 χρόνια, οι Σόνα, ένας πολύ καλά οργανωμένος λαός πολεμιστών, κατέβηκε από το Σουδάν στη νότια Αφρική φέρνοντας μαζί του αστρονομικές και πνευματικές γνώσεις καθώς και πρακτικές γεωργίας και μεταλλουργίας (χρυσός, σίδηρος και χαλκός). Από τις σπάνιες πληροφορίες που έχουμε γι’ αυτούς, αναδύεται ένα αδιαμφισβήτητο γεγονός: οι Σόνα ήταν σπουδαίοι κατασκευαστές.

Όπως συχνά συμβαίνει στα μεταναστευτικά φαινόμενα, χωρίστηκαν σε μικρές ομάδες, μοιράστηκαν με άλλους ανθρώπους που ζούσαν ήδη σε αυτήν την περιοχή, όπως οι Bushmen, και άρχισαν να χτίζουν τα βασίλειά τους μαζί με άλλες φυλές και φατρίες.

Η Νότια Αφρική ήταν πάντα μια γη μυστηρίων. Σύμφωνα με έναν Βαβυλωνιακό μύθο, φαίνεται ότι από εκεί προέρχονται τα υλικά που αναπαριστούν τους θεούς Ανουνάκι. Και η Νότια Αφρική είναι πράγματι ένα από τα πλουσιότερα εδάφη σε πρώτες ύλες. Ένα άλλο μυστήριο αφορά την παρουσία γιγαντιαίων πέτρινων κατασκευών, όπως αυτές των Mpumalanga και Mapungubwe. Αρκετοί αρχαιολόγοι, συμπεριλαμβανομένης της Σενεγαλέζας Louise Marie Diop, είναι πεπεισμένοι ότι αυτά είναι τα ερείπια ενός πολιτισμού πριν από την άφιξη των Σόνα.

Κατασκεύασαν κάστρα και οχυρώσεις, που ονομάζονταν «dzimba dzemabwe» στη γλώσσα τους (στη φωτογραφία), δηλαδή πέτρινες κατοικίες ύψους 10 μέτρων, με μια σύνδεση, που θα είχε δημιουργηθεί σκόπιμα, με τα τρία κεντρικά αστέρια του αστερισμού του Ωρίωνα, ισάξια με αυτή των τριών πυραμίδων της Γκίζας, στην Αίγυπτο. Από ό,τι ξέρουμε είχαν μία θρησκεία τύπου ανιμισμού πιστεύοντας σε έναν δημιουργό θεό, τον Mwari, και στην αρμονία του ανθρώπου με τη φύση.

Μετά από μερικούς αιώνες, οι διάδοχοι των Σόνα ίδρυσαν έναν άλλο πολιτισμό, αυτόν του Mwene mutapa ή Monomotapa, σύμφωνα με την πορτογαλική προφορά. Η αυτοκρατορία, αποτελούμενη από διάφορα βασίλεια πλούσια σε χαλκό, σίδηρο, ελεφαντόδοντο και χρυσό, περιελάμβανε τα σημερινά εδάφη της Ζάμπια, της Μοζαμβίκης και της Ζιμπάμπουε και έφθασε στο ύψος της μεταξύ του 13ου και του 14ου αιώνα. Προς τα τέλη του δέκατου τέταρτου αιώνα, ο ποταμός Zabi που διέσχιζε την περιοχή στέρεψε, προκαλώντας σοβαρό λιμό. Ως εκ τούτου πήρε τον έλεγχο ο λαός των Bantu από την περιοχή των Μεγάλων Λιμνών. Τα κτίρια ήταν εντυπωσιακά όμορφα, ειδικά στα νησιά Kilwa και Manikeni, τα σπίτια ήταν κατασκευασμένα από κοράλλια και το βασιλικό παλάτι είχε τέσσερις κύριες εισόδους. Η αυτοκρατορία εξαρτιόταν από τη γεωργία και το εμπόριο με την Κίνα – οι αρχαιολόγοι βρήκαν μεγάλες ποσότητες κινεζικής πορσελάνης στο βασιλικό παλάτι – και με την Ινδία και τους Άραβες.

Στην πραγματικότητα δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι οι Άραβες έγραψαν πολλά για την προ-αποικιακή Αφρική, σχεδιάζοντας χάρτες, περιγράφοντας τις πλούσιες πόλεις της αυτοκρατορίας με θαυμασμό και λέγοντας τις περιπέτειές τους ως εξερευνητές. Μέρος του πληθυσμού προσηλυτίστηκε στο Ισλάμ, αλλά ο ηγέτης και η αυλή παρέμειναν συνδεδεμένοι με τη θρησκεία των προγόνων τους, με μια μητριαρχική οργάνωση στην οποία το πιο σημαντικό πρόσωπο ήταν η βασίλισσα μητέρα (Namwari). Τότε υπήρχαν οι ιερείς (Chengere Mwari), οι αγρότες (Limpo) και οι αξιωματούχοι (Mashona). Δεν υπήρχε γραφή, αλλά τα κοσμήματα, τα υφάσματα, οι προφορικές παραδόσεις και τα αραβικά γραπτά μάς βοήθησαν να γνωρίσουμε αυτόν τον σπουδαίο αφρικανικό πολιτισμό.

Η παρακμή του Mwene mutapa προκλήθηκε από μάχες για την εξουσία μεταξύ οικογενειών και κυβερνητών, καθώς και την άφιξη των Πορτογάλων και των Ολλανδών. Το 1529 οι Πορτογάλοι κατέκτησαν το μεγαλύτερο μέρος της αυτοκρατορίας, παρόλο που ορισμένοι από τους κατοίκους κατέφυγαν στην σημερινή Μοζαμβίκη.

Το 1871 ο Γερμανός αρχαιολόγος Karl Maor επιχείρησε να μπει μέσα στο δάσος αυτό που αργότερα θα ονομαζόταν Ροδεσία, είδε τα ερείπια ενός αρχαίου κάστρου και το απέδωσε στους Φοίνικες. Για τη νοοτροπία της εποχής ήταν αδύνατο οι Αφρικανοί να έχουν χτίσει τέτοιες επιβλητικές δομές. Η βρετανική αυτοκρατορία και το Ροδεσιανό φυλετικού διαχωρισμού καθεστώς απαγόρευαν για καιρό την πρόσβαση στην περιοχή σε Αφρικανούς αρχαιολόγους και πολλά ιερά αντικείμενα στάλθηκαν σε μουσεία στο Λονδίνο. Ωστόσο, στο τέλος η σύγχρονη επιστήμη επιβεβαίωσε ότι τα κτίρια είναι στην πραγματικότητα έργο Αφρικανών.

Το σημερινό όνομα της χώρας – Ζιμπάμπουε – υιοθετήθηκε μόλις το 1980 ως φόρο τιμής στις αρχαίες πέτρινες κατασκευές που ονομάζονται «dzimba dzemabwe».

Μετάφραση από τα Αγγλικά: Pressenza Athens


Σχετικά Άρθρα:

Αφρικανικές ιστορίες προς ανακάλυψη