Τα τελευταία χρόνια, και ιδιαίτερα από το 2016 και μετά, η χρήση και εξάπλωση των ψευδών ειδήσεων («fake news») έχει καθιερωθεί ως παγκόσμιο φαινόμενο στη δημόσια σφαίρα. Η προεκλογική καμπάνια και η διαδεχόμενη εκλογή του Προέδρου Donald Trump πυροδότησε την δημόσια συζήτηση σχετικά με τις ψευδείς ειδήσεις και την παραπληροφόρηση και ανέδειξε τους πολλαπλούς κινδύνους που ελλοχεύουν, αλλά και τις ευκαιρίες που προσφέρουν σε αυτούς που ξέρουν να τις εκμεταλλεύονται. Δεν είναι τυχαίο που το Oxford Dictionaries επέλεξε την λέξη «post-truth» (μετά- αλήθεια) ως την λέξη της χρονιάς για το 2016, ο ορισμός της οποίας αναφέρεται στο γεγονός ότι τα αντικειμενικά γεγονότα έχουν πολύ λιγότερη επιρροή στον σχηματισμό της κοινής γνώμης από ότι το συναίσθημα ή οι προσωπικές πεποιθήσεις.
Σε όλο το δημόσιο debate για τα fake news, η σημασία των μέσων κοινωνικής δικτύωσης (social media) είναι αναμφισβήτητη, καθώς τα κυρίαρχα social media – Facebook, Twitter, YouTube – αποτελούν τις βασικές διόδους εξάπλωσης των ψευδών ειδήσεων. Βασικός λόγος για το φαινόμενο αυτό αποτελεί η παραγωγή περιεχομένου από τους απλούς χρήστες (user-generated content – UGC), οι οποίοι μπορούν οποιαδήποτε στιγμή να μεταδώσουν γεγονότα με βίντεο ή φωτογραφίες που έχουν τραβήξει με το Smartphone τους. Επίσης βασικός λόγος αποτελεί το γεγονός ότι η πλειονότητα των χρηστών βασίζεται πλέον στα social media για την ενημέρωσή της.
Το UGC έχει αποτελέσει τα τελευταία χρόνια βασικό, και πολλές φορές κρίσιμο υλικό για την δημοσιογραφία. Οι ειδησεογραφικοί οργανισμοί συχνά βασίζονται σε αυτό ως βασική πηγή είδησης. Τρανταχτό παράδειγμα αποτέλεσε ο πόλεμος της Συρίας, ο οποίος καλύφθηκε από σχεδόν όλα τα δυτικά μέσα ενημέρωσης μέσα από υλικό που κυκλοφορούσε στα social media, καθώς οι δημοσιογράφοι δεν είχαν πρόσβαση στην περιοχή.
Φυσικά, ο κίνδυνος της χρήσης UGC ως πηγή είδησης είναι εμφανής. Απαιτείται επιβεβαίωση του υλικού ως γνήσιο και αληθές, κάτι που τη δεδομένη στιγμή είναι χειροκίνητη διαδικασία και όχι αυτοματοποιημένη. Κάτι τέτοιο όμως είναι εμπόδιο για τους δημοσιογράφους καθώς χάνουν πολύτιμο χρόνο σε μια πραγματικότητα όπου ο ανταγωνισμός για το ποιος θα βγάλει πρώτος την είδηση είναι ζωτικής σημασίας. Έτσι, τα fake news καταλήγουν πολλές φορές να γίνονται γεγονότα, και τότε είναι πολύ αργά.
Θα μπορούσε κάποιος να αμφισβητήσει την δύναμη των fake news αντιπαραθέτοντας το επιχείρημα ότι πραγματικές ειδήσεις κυκλοφορούν εξίσου στα social media. Πρόσφατη όμως έρευνα στο Science από ερευνητές του ΜΙΤ έδειξε ότι οι ψευδείς ειδήσεις διαδίδονται «εκτενέστερα, γρηγορότερα και βαθύτερα» από ότι η αλήθεια (συγκεκριμένα, τα ψεύδη είχαν 70% περισσότερες πιθανότητες να αναμεταδοθούν από ότι η αλήθεια). Η έρευνα επικεντρώνεται στη διάδοση των fake news στο Twitter, αποδεικνύοντας ότι, ακόμα και αν αποκαλυφθεί η αλήθεια για μια ψευδή είδηση, δεν θα διαδοθεί στο ίδιο εύρος όσο το ψέμα, και ο αντίκτυπος των fake news θα είναι μεγαλύτερος.
Η πλατφόρμα InVID
Το πρότζεκτ «InVID: In Video Veritas – Verification of Social Media Video Content for the News Industry» είναι μια ελληνική πρωτοβουλία για την καταπολέμηση της διάδοσης των fake news στα social media. Το πρότζεκτ ξεκίνησε να υλοποιείται το 2016 από το Ινστιτούτο Τεχνολογιών Πληροφορικής και Επικοινωνιών του Εθνικού Κέντρου Έρευνας και Τεχνολογικής Ανάπτυξης, με την χρηματοδότηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η πλατφόρμα InVID προσφέρει υπηρεσίες εντοπισμού και ελέγχου της αξιοπιστίας και ακρίβειας των βίντεο που διανέμονται στα social media. Το InVID παρέχει απλά εργαλεία τα οποία αναλύουν τα βίντεο που ‘ποστάρονται’ ή αναδημοσιεύονται από χρήστες στα social media και εντοπίζουν αν το εκάστοτε βίντεο έχει ξαναδημοσιευθεί, πότε και από ποιον. Η ανάλυση καρέ-καρέ (key frame) του βίντεο που εφαρμόζουν τα εργαλεία του InVID αποτελεί αξιόπιστη και άμεση πηγή ελέγχου, καθώς ‘τρέχουν’ το καρέ του βίντεο που θα επιλέξει ο χρήστης αναδρομικά στο ίντερνετ, με σκοπό να εντοπίσουν εάν αυτό το καρέ έχει ξανά χρησιμοποιηθεί.
Το InVID μπορεί να αποτελέσει σημαντικό και χρήσιμο εργαλείο για τους δημοσιογράφους και τους ειδησεογραφικούς οργανισμούς, καθώς τους βοηθά να ελέγξουν την γνησιότητα του περιεχομένου των social media εύκολα και κυρίως γρήγορα, και έτσι να τους επιτρέψει να το ενσωματώσουν στην παραγωγή ειδησεογραφίας.
Η πλατφόρμα απευθύνεται τόσο σε επαγγελματίες δημοσιογράφους όσο και σε απλούς χρήστες, αφού πολλές από τις υπηρεσίες της στην απλή τους μορφή είναι δωρεάν. Ένα από τα βασικά εργαλεία του InVID που μπορεί ο καθένας να εγκαταστήσει στο πρόγραμμα περιήγησής του για να τσεκάρει την γνησιότητα των βίντεο στα social media είναι το InVID Verification Plug-in, επέκταση η οποία είναι διαθέσιμη δωρεάν για Google Chrome και Firefox, για Windows, Mac και Linux.
Τα εργαλεία του InVID, οδηγίες για την χρήση του καθώς και πληροφορίες για το πρότζεκτ είναι διαθέσιμα στην ιστοσελίδα της πλατφόρμας www.invid-project.eu
Το debate για τα fake news συχνά καταλήγει σε μια εύλογη ερώτηση: ποιος φταίει; Στην ουσία, πρόκειται για ένα φαύλο κύκλο, ο οποίος μέσα στον χαοτικό κόσμο της άφθονης πληροφορίας και παγκόσμιας συνδεσιμότητας ανατροφοδοτείται. Μερίδιο ευθύνης έχουν εξίσου οι δημοσιογράφοι, οι οποίοι στην πίεση του χρόνου χρησιμοποιούν ψευδές υλικό χωρίς την επιβεβαίωσή του, αλλά και οι χρήστες οι οποίοι αναμεταδίδουν τα fake news χωρίς έλεγχο και αμφισβήτηση, πολλές φορές ακόμα και στον βωμό των ‘likes’. Πρωτοβουλίες όπως αυτή του InVID είναι σημαντικές για την καταπολέμηση των fake news, τα οποία αποτελούν κίνδυνο για τις δημοκρατικές κοινωνίες.
————————-
Για τη συγγραφέα: Η Σμαρώ Μακροπούλου, 24 ετών, είναι δημοσιογράφος και απόφοιτη του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Καβάλα και είναι κάτοχος μεταπτυχιακού με ειδίκευση στη Δημοσιογραφία Κρίσεων και Κινδύνου. Ερευνά τα ανθρώπινα δικαιώματα, την προσφυγική κρίση και θέματα της Μέσης Ανατολής.