Με αφορμή τη συνέντευξη που δόθηκε από μέλη της Προφορική Ιστορίας Αθήνας στο διαδικτυακό ραδιόφωνο «Πορτοκαλί» μιλάμε σήμερα με την Έφη Παυλογεωργάτου, εκπαιδευτικό που μελετά το θέμα της μνήμης στην ιστορία. Το θέμα της κουβέντας μας αφορά τα μνημεία και την ιστορία.

 

 

Γιατί η κοινωνία εγείρει μνημεία, ποιος είναι ο σκοπός τους;
Μια κοινωνία ανεγείρει δύο ειδών μνημεία: παραστατικής γλυπτικής για να αποδώσει τιμές σε σημαντικά γεγονότα ή πρόσωπα που σχετίζονται με την ιστορία της πόλης, με την πολιτική ή πνευματική ζωή του τόπου, ή μνημεία αφηρημένης γλυπτικής, που απεικονίζουν συμβολικές ιδέες, με σκοπό την αισθητική αναβάθμιση. Η επιλογή του θέματος του μνημείου και του τρόπου που θα το απεικονίσει, είναι μια απόφαση που εξαρτάται αφενός – ίσως σε μικρότερο ωστόσο βαθμό – από τις προθέσεις του καλλιτέχνη και την εξέλιξη της γλυπτικής και αφετέρου από την ιστορική και πολεοδομική ανάπτυξη της πόλης.

 

Ένα γλυπτό, όταν τοποθετείται στο δημόσιο χώρο (πάρκα, πλατείες), καλεί τους πολίτες να συνομιλήσει μαζί του και να κριθεί από την αισθητική του αξία. Το γλυπτό βέβαια είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένο με το ιστορικο – κοινωνικό του πλαίσιο και φέρει τη σφραγίδα της εποχής του. Η επιλογή του χώρου που θα ανεγερθεί υπαγορεύεται από διάφορους παράγοντες που σχετίζονται είτε με την ιστορική σύνδεση του χώρου με το τιμώμενο πρόσωπο, ή το γεγονός, είτε με την ένταξή του με την αρχιτεκτονική του περιβάλλοντος χώρου, είτε από τυχαίους τελείους παράγοντες (αλλαγές στον πολεοδομικό σχεδιασμό της πόλης).

Κύριος σκοπός ανέγερσης ενός μνημείου, όταν αυτό θεματολογικά εμπνέεται από την ιστορία, είναι η εξυπηρέτηση της ανάγκης της κοινωνίας για απόδοση τιμών και ενίσχυση της μνήμης ενός «ένδοξου» παρελθόντος. Η κοινωνία έρχεται σε ένα μεταγενέστερο χρόνο να αποτίσει φόρο τιμής για να δικαιώσει το θάνατο στο πεδίο της μάχης και να παραδειγματίσει προς το σκοπό αυτό τους μεταγενέστερους. Για το σκοπό αυτό, το μνημείο περιβάλλεται μ’ ένα διδακτικό ρόλο. Στους δρόμους της Αθήνας θα συναντήσουμε συχνά ανδριάντες και προτομές αφιερωμένες στους ήρωες της επανάστασης τους 1821, στους νεκρούς άλλων πολέμων, στους εθνικούς ευεργέτες και στους φιλέλληνες, ενώ μια καινούργια κατηγορία μνημείων μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο συνδέθηκαν με τις τραυματικές εμπειρίες και επιτέλεσαν τη λειτουργία της διαχείρισης αυτού του τραύματος.

 

Ο ρόλος των μνημείων για τη συγκρότηση της εθνικής ταυτότητας είναι καθοριστικός, καθώς τα μνημεία από τη μια πλευρά συμφιλιώνουν τους ζώντες με την απώλεια των αγαπημένων προσώπων, αναδεικνύοντας την αντίληψη του ηρωικού θανάτου. Την ίδια στιγμή ωστόσο συνδέοντας το παρελθόν με το παρόν και το ατομικό με το συλλογικό, επιλέγουν μέσα από μια αφαίρεση καθόλου τυχαία, το γεγονός που θα αντιπροσωπεύσει η μορφή του μνημείου. Τα μνημεία όχι μόνο καταγράφουν την άποψη που έχει η κοινωνία για την ιστορία της, αλλά και την επιβάλλουν καθώς στέκονται στο χώρο, λειτουργώντας ως οπτικό ερέθισμα για τη διέγερση της μνήμης.

Όμως αυτή η μνήμη δεν προκαλείται αυτόματα από την παρουσία του μνημείου. Αν δεν ενεργοποιηθούν οι συνδέσεις του μνημείου με τον θεατή, προκαλούνται νέες αναγνώσεις και ερμηνείες. Τα μνημεία άλλωστε εξαιτίας του χαρακτήρα, της δομής και της θέσης τους, δύσκολα ξεπερνούν την εποχή τους αποκτώντας έναν επίκαιρο χαρακτήρα και έναν τρόπο ανάγνωσης από τους πολίτες που να ανταποκρίνεται στις σημερινές ανάγκες και προκλήσεις της κοινωνίας.

 

 

Ποιος θεσμός είναι υπεύθυνος για την ανέγερση των μνημείων;
Το γλυπτό προκύπτει συνήθως μετά από παραγγελία, ανάθεση, διαγωνισμό ή δωρεά, κάτω από την υπαγόρευση κάποιου φορέα δημόσιου ή ιδιωτικού. Διάφορες ωστόσο κοινωνικές ομάδες, κυρίως μετά τη δεκαετία του ’60, διεκδικούν μνημεία για το δικό τους παρελθόν, καθώς, αναζητούν μέσα σ’ ένα πλαίσιο συγκρότησης της ταυτότητας τους, να επιβάλλουν μια εναλλακτική αφήγηση στην ιστορία της πόλης.

Για το τι θέλει να «θυμάται», να τιμά και να επιδεικνύει μια πόλη, μέσα από την ανέγερση μνημείων και γλυπτών έργων, όπως προτομές, ανδριάντες, τιμητικά μνημεία, καλλιτεχνικές- εικαστικές συνθέσεις, αναμνηστικές πλάκες και επιγραφές στους δημόσιους χώρους, υπεύθυνοι είναι οι κατά τόπους Δήμοι. Στην οργανωτική τους δομή συστήνονται επιτροπές συνήθως από άτομα με ιδιότητες συναφείς με το αντικείμενο, δηλαδή είναι γλύπτες, αρχιτέκτονες, συντηρητές έργων τέχνης και ιστορικοί, αλλά και εκπρόσωποι του Δήμου. Επίσημα οι αρμοδιότητές τους σχετίζονται με την απόκτηση έργων, τις εργασίες συντήρησης, την ανάδειξη και προστασία τους και, τέλος, την επιστημονική τεκμηρίωση και καταγραφή των γλυπτών έργων.

 

 

Σχετικά με το Δήμο Αθηναίων
Αν εξετάσουμε ιστορικά τις ενέργειες του Δήμου Αθηναίων για τα δημόσια γλυπτά της πόλης, θα διαπιστώναμε ότι στις αρχές του 19ου αιώνα, ο Δήμος σπάνια λαμβάνει πρωτοβουλία για την ανέγερση νέων γλυπτών, αρκούμενος σε οικονομική συνδρομή πλούσιων ομογενών και διαφόρων φορέων, οι οποίοι συστήνουν ερανικές επιτροπές για τη συλλογή των συνδρομών. Τα μνημεία που ανεγείρονται την περίοδο αυτή αφορούν κυρίως τους ήρωες του 1821, με σκοπό τη διατήρηση της εθνικής και ιστορικής μνήμης. Περισσότερες πρωτοβουλίες θα πάρει ο Δήμος στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ου αιώνα για την αγορά διακοσμητικών γλυπτών, δημόσιων κρηνών και τιμητικών μνημείων. Οι περιορισμένοι οικονομικοί πόροι του Δήμου, η έλλειψη ιστορικής στόχευσης και ο προσανατολισμός των πλούσιων Αθηναίων σε άλλα ενδιαφέροντα, για παράδειγμα τα γήπεδα ή τη φιλανθρωπία, την τελευταία δεκαετία, δημιουργούν ένα εξαιρετικά δυσχερές πλαίσιο για απόκτηση νέων μνημείων.

 

 

Με ποιον τρόπο γίνεται η επιλογή των προσώπων ή των γεγονότων που θα τιμηθούν;
Αναφορικά με την επιλογή των θεμάτων των μνημείων παρατηρούμε συχνά ότι αυτή καθορίζεται από την πίεση που ασκούν οι διάφοροι σύλλογοι στις Δημοτικές Αρχές, την επαγγελματική θέση των ατόμων που δραστηριοποιούνται μέσα στους συλλόγους και την προβολή που αποκτά ο χορηγός. Παράλληλα σε συνοικίες της πόλης που διαμένουν κάτοικοι, οι οποίοι μετανάστευσαν μαζικά και οριστικά από τον τόπο καταγωγής τους, διαπιστώνουμε συχνά ότι οι ομάδες αυτές αναζητούν στον νέο τόπο διαμονής τους την ανέγερση μνημείων που τους συνδέουν με το παρελθόν τους, σ’ ένα πλαίσιο διαφύλαξης της ταυτότητάς τους, ενώ ταυτόχρονα αποκτούν μέσα από αυτά μια ενεργή παρουσία στον νέο τόπο διαμονής τους. Αυτά τα αιτήματα ωστόσο πρέπει να ικανοποιηθούν ή όχι από τις Δημοτικές Αρχές και στην περίπτωση αυτή καθοριστικό ρόλο θα διαδραματίσουν η προσωπική και πολιτική τους ιδεολογία.

 

 

Πρόκειται δηλαδή σε αρκετές περιπτώσεις για έναν αγώνα επιβολής μιας εκδοχής της μνήμης στην κοινωνία;
Ναι.

 

 

Υπάρχει αντικειμενική ιστορία;
Τα μνημεία εκφράζουν στιγμές της Ιστορίας. Συμπυκνώνουν έναν αφηγηματικό λόγο για το παρελθόν, το οποίο προσπαθούν να ανακατασκευάσουν για να σφυρηλατήσουν τη μνήμη. Ένα ιστορικό γεγονός μετατρέπεται σε μνήμη, που είναι συστατικό στοιχείο της συλλογικής ταυτότητας, όταν αποκτήσει διάρκεια και συνέχεια. Για τον σκοπό αυτό ανεγείρονται μνημεία, μουσεία, καθιερώνονται τελετές, εκδίδονται γραμματόσημα ή δίνονται ονόματα σε δρόμους και πλατείες. Για το ίδιο ωστόσο γεγονός μπορεί να υπάρχουν πολλές και διαφορετικές μνήμες διαφόρων κοινωνικών ομάδων. Μέσα από την πάλη μεταξύ τους και την συσχέτισή τους με τους φορείς εξουσίας, θα «επιλεγεί» αυτή που θα κριθεί ως αξιόλογη να μνημονευτεί. Η σύνδεσή μας με το παρελθόν δηλαδή δεν είναι ουδέτερη, αλλά είναι αποτέλεσμα της χειραγώγησης της συλλογικής μνήμης από τους φορείς εξουσίας. Όχι μόνο δεν υπάρχει αντικειμενική ιστορία, δεν υπάρχει καν μια ιστορία. Τα γεγονότα δεν είναι «εκεί» και απλώς συμβαίνουν. Το γεγονός είναι μια σχέση ανάμεσα σε κάτι που συμβαίνει και σε ένα σύστημα που το αντιλαμβάνεται και το περισυλλέγει. Στη σχέση αυτή μεταξύ τους υπεισέρχονται πολλαπλές αναγνώσεις και ερμηνείες του παρελθόντος.

 

 

Σε πολλές πλατείες σήμερα βλέπουμε παιδιά να παίζουν σκέιτ δίπλα σε μνημεία που δεν γνωρίζουν καν τι απεικονίζουν. Υπάρχει τρόπος να χτιστεί γέφυρα των μνημείων με το σήμερα;
Η «συνομιλία» μας με τα μνημεία της πόλης περιλαμβάνει 3 στάδια ανάγνωσης. Το πρώτο αφορά τις ιστορικές μας γνώσεις. Τα μνημεία αναφέρονται σε ιστορικά γεγονότα ή πρόσωπα με αξιόλογη δράση και διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο στην πορεία της πόλης. Το δεύτερο επίπεδο σχετίζεται με την αποτύπωση του συγκεκριμένου ιστορικο-κοινωνικού πλαισίου, κατά το οποίο ανεγέρθηκαν. Η μορφή των προσώπων που απεικονίζονται, η στάση του σώματος, η έκφραση, οι χειρονομίες, η ένδυσή τους, το υλικό κατασκευής του μνημείου, το ύψος τους, αποτυπώνουν την πραγματικότητα μιας συγκεκριμένης εποχής. Στο τρίτο στάδιο ανάγνωσης, η πρόσληψη του μνημείου από τον σημερινό κάτοικο της πόλης σχετίζεται με τις χρονικές συγκυρίες, την πολιτική τοποθέτηση και την ιδεολογία του ατόμου.

 

Η σύνδεση των μνημείων με το σήμερα δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί με την κατάθεση στεφανιών στις εθνικές επετείους και την εκφώνηση πανηγυρικών λόγων. Το μνημείο φέρει μια ιστορία ενός πολύ μακρινού παρελθόντος. Απαιτείται επομένως ένας νέος τρόπος μετάδοσης, υπενθύμισης και ανάκλησης αυτής της γνώσης. Στην κατεύθυνση αυτή θα μπορούσαν να λειτουργήσουν αποτελεσματικότερα η πραγματοποίηση βιωματικών περιπάτων, οι συζητήσεις για την ιστορία στον δημόσιο λόγο, η επαφή με τον λόγο των ίδιων των προσώπων μέσα από ερμηνευτικές προσεγγίσεις των γραπτών κειμένων τους, αλλά και μέσα από τις μαρτυρίες τόσο των ίδιων όσο και των συγγενών τους μέσα από την προφορική ιστορία, τα νέα προγράμματα «υιοθεσίας μνημείων» από σχολικές μονάδες, όπως επίσης και η σύνδεση των μνημείων με μια νέα ανάγνωση, η οποία θα αναπλαισιώνει το ηρωικό αυτό παρελθόν μ’ ένα ειρηνικό περιεχόμενο, που είναι άλλωστε και η μεγαλύτερη πρόκληση, αλλά και αίτημα της εποχής μας.

 

 

Με αφορμή τα όσα συνέβησαν στο Σάρλοτσβιλ ξεκίνησε το καλοκαίρι μια κουβέντα για τη διαρκή ανέγερση μνημείων πολέμου αντί ειρήνης. Γιατί το κυρίαρχο αφήγημα θα πρέπει να είναι ο πόλεμος και η βία;
Σήμερα το κυρίαρχο αφήγημα δεν θα έπρεπε να είναι ο πόλεμος. Η ανέγερση μνημείων για τους ήρωες του 1821 και για τους Βαλκανικούς συντελέστηκε σε μια περίοδο κρίσιμη για τη διαμόρφωση της εθνικής μας ταυτότητας. Αυτή η σκοπιμότητα ωστόσο δεν ανταποκρίνεται στις σημερινές ανάγκες της κοινωνίας. Ούτε η δραματοποιημένη απεικόνιση ενός ζοφερού παρελθόντος, ούτε η ψευδής εξιδανικευμένη εικόνα για το παρελθόν, αγγίζει τον σημερινό πολίτη. Αυτό που απαιτείται είναι περισσότερο η ικανότητα συμφιλίωσης με το παρελθόν μας, μέσα από μια προσέγγιση χωρίς στερεότυπα, προκαταλήψεις, αποσιωπήσεις και παραποιήσεις.

 

 

Υπάρχουν στην Αθήνα μνημεία ειρήνης;
Για την ειρήνη ως απόλυτη έννοια όχι, αν μιλάμε για μνημεία της νεότερης ιστορίας μας. Υπάρχει όμως μνημείο για την εθνική συμφιλίωση, για τις πληγές του εμφυλίου, που βρίσκεται στην πιο γνωστή μας ως Πλατεία Κλαυθμώνος. Άλλα μνημεία έχουν ανεγερθεί σε συνοικίες της Αθήνας, για πχ στη Νέα Σμύρνη έχουμε το γλυπτό «Ειρήνη» που τοποθετήθηκε το 1986 στην πλατεία Ειρήνης από τον γλύπτη Ηλία Καντζιλιέρη, ή στην Ηλιούπολη θα βρούμε το άγαλμα του Γρηγορίου Λαμπράκη στο σταθμό του Μετρό. Είναι ενδιαφέρον ωστόσο να σημειώσουμε, ότι η τοποθέτηση του αγάλματος στη θέση αυτή και η μεταφορά του από τον περίβολο του Δημαρχείου, λαμβάνεται το 2013 με απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου, προκειμένου να μετονομαστεί η στάση σε «Ηλιούπολη – Γρηγόρης Λαμπράκης».

 

Τόσες φορές έχω περάσει με το μετρό από το σταθμό και την ονομασία Γρηγόρης Λαμπράκης δεν την έχω δει…
Η τελετή μετονομασίας γίνεται το Μάιο του 2015, ωστόσο ακόμα και σήμερα στην ιστοσελίδα της εταιρείας Αττικό Μετρό, ο σταθμός αναγράφεται με την παλιά του ονομασία «Ηλιούπολη». Οι «περιπέτειες» του μνημείου στην περίπτωση αυτή καταδεικνύουν τον ρόλο που διαδραματίζουν οι Δημοτικές Αρχές τόσο στη θεματολογία των μνημείων και στις μετατοπίσεις τους, όσο και στον χώρο και στον χρόνο των αποκαλυπτηρίων τους. Τα μνημεία αποτελούν προβολή του έργου τους και χαρακτηριστικό δείγμα της πολιτικής τους, στην προκειμένη περίπτωση συζητάμε για δημοτικά συμβούλια αριστερής πλειοψηφίας. Από την άλλη πλευρά παρατηρεί κανείς ότι συχνά η αίσθηση «δικαίωσης» του αιτήματος των δημοτών μιας συνοικίας με την ανέγερση ενός αγάλματος, ή τη μετονομασία μιας πλατείας, μιας στάσης, μπορεί να παραμείνει μια μεμονωμένη μνήμη περιορισμένης εμβέλειας και η «επιβολή» της στη συλλογική μνήμη να καθυστερεί χρονικά.

 

Θέλεις να μας πεις ένα μνημείο που για εσένα είναι σημαντικό και σου αρέσει να επισκέπτεσαι;
Μάλλον θα επέλεγα τον «Ξυλοθραύστη» του Δημήτριου Φιλιππότη. Ένα μαρμάρινο γλυπτό, τοποθετημένο το 1908, που βρισκόταν αρχικά στη λεωφόρο Αμαλίας, στη μικρή πλατεία πίσω από τη Ρωσική Εκκλησία και μεταφέρθηκε αργότερα στη σημερινή του θέση, στο Ζάππειο, απέναντι από τον Αρδηττό. Είναι ένα γλυπτό που υπέστη πολλούς βανδαλισμούς στις αρχές του 20ου αιώνα, καθώς το 1910 είχε καλυφθεί με κόκκινο χρώμα, το 1912 είχε ακρωτηριαστεί για λόγους σεμνοτυφίας και το 1914 είχε λιθοβοληθεί. Το άγαλμα αποτυπώνει έναν γυμνό άνδρα, που βάζοντας όλη τη δύναμη στα χέρια του, προσπαθεί να κόψει ένα ξύλο. Μια σκηνή της καθημερινότητας, η οποία – σε προσωπικό επίπεδο – αποκτά ένα συμβολικό νόημα του αγώνα για ανθρώπου να αντεπεξέλθει στις δυσκολίες της ζωής.