Του James Cogan
Ο Αμερικανός σύμβουλος εθνικής ασφάλειας, Αντιστράτηγος H.R. McMaster, βρέθηκε στο Αφγανιστάν πριν λίγες μέρες, μιλώντας με τον Πρόεδρο Ashraf Ghani και τον στρατηγό John Nicholson, το στρατιωτικό διοικητή των ΗΠΑ στη χώρα. Ο στόχος των συνομιλιών, όπως ανέφεραν οι Military Times πριν από την άφιξη του McMaster στην Καμπούλ, ήταν να «εκτιμηθεί εάν χρειάζεται περισσότερος στρατός για να αρθεί εκεί το αδιέξοδο». Το Φεβρουάριο, ο Nicholson είχε πει κατά τη διάρκεια ακρόασης στο Κογκρέσο των ΗΠΑ ότι χρειαζόταν χιλιάδες ακόμη στρατεύματα.
Η επίσκεψη του McMaster ακολουθεί μια σειρά εκθέσεων που δείχνουν ότι ο όρος “αδιέξοδο” υποβαθμίζει κατά πολύ την κατάσταση. Έχουν περάσει πάνω από 15 χρόνια από τότε που οι ΗΠΑ κήρυξαν τον πόλεμο στο Αφγανιστάν. Η εξέγερση εναντίον της κυβέρνησης, που υποστηρίζεται από τις ΗΠΑ στην Καμπούλ και τις μαριονέτες της στην Ουάσινγκτον κερδίζει την υπεροχή. Η σύγκρουση είναι μακράν ο μακρύτερος πόλεμος στον οποίο συμμετείχαν ποτέ οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής.
Ο αμερικανικός ιμπεριαλισμός και οι σύμμαχοί του εισέβαλαν στο Αφγανιστάν τον Οκτώβριο του 2001, με βάση ψευδείς ισχυρισμούς ότι η ισλαμιστική κυβέρνηση των Ταλιμπάν συνεργάστηκε με την Αλ Κάιντα για την πραγματοποίηση των τρομοκρατικών επιθέσεων της 11ης Σεπτεμβρίου στη Νέα Υόρκη και την Ουάσινγκτον. Οι φρικαλεότητες της 11/9 ήταν το πρόσχημα για τις ΗΠΑ να επιτύχουν τη φιλοδοξία τους να αφήσουν το στρατιωτικό αποτύπωμά τους στην Κεντρική Ασία. Εκτός από το γεγονός ότι το Αφγανιστάν βρίσκεται κοντά στις πλούσιες σε πετρέλαιο και φυσικό αέριο δημοκρατίες της Κεντρικής Ασίας στα βόρεια, οριοθετεί το Ιράν προς τα δυτικά, την Κίνα στα ανατολικά και την ινδική υποήπειρο προς νότο.
Η εισβολή και η ανατροπή των Ταλιμπάν ήταν απλώς θέμα εβδομάδων. Ένα πελατειακό αμερικανικό κράτος εγκαταστάθηκε στην πρωτεύουσα Καμπούλ με την ένοχη ευλογία των Ηνωμένων Εθνών, το Δεκέμβριο του 2001. Ο αμερικανικός στρατός ξεκίνησε να μετατρέπει το διπλού διαδρόμου αεροδρόμιο στο Μπαγκράμ, στο κεντρικό Αφγανιστάν, σε μία από τις μεγαλύτερες βάσεις του στον κόσμο.
Αυτό που δεν είχε προβλέψει η αμερικανική εγκατάσταση ήταν ότι, από το 2003-2004, θα αντιμετώπιζε διευρυμένη ένοπλη αντίσταση στη ξένη κατοχή από μεγάλα τμήματα του αφγανικού πληθυσμού, ειδικά στις πλειοψηφικές εθνοτικές επαρχίες Παστούν, που συνορεύουν με τη βορειοδυτική περιοχή του Πακιστάν. Μέχρι το 2008-2009, οι μάχες ήταν τόσο έντονες που οδήγησαν την κυβέρνηση Ομπάμα να διογκώσει τον αριθμό των αμερικανικών στρατευμάτων στη χώρα σε πάνω από 100.000 μέχρι το 2011, ενώ παράλληλα υποστηρίχθηκε με πάνω από 30.000 στρατιώτες από κράτη του ΝΑΤΟ και άλλες χώρες και με χιλιάδες “εργολάβους μισθοφόρων”.
Σήμερα, η κατοχική δύναμη έχει μειωθεί σε 8.400 Αμερικανούς στρατιωτικούς, μόλις 5.000 στρατεύματα του ΝΑΤΟ και 26.000 μισθοφόρους. Ωστόσο, οι μάχες έχουν φτάσει και πάλι σε διαστάσεις που ανταγωνίζονται αυτές πριν από έξι χρόνια.
Οι Ταλιμπάν δημοσίευσαν τον περασμένο μήνα έναν χάρτη που δείχνουν τις περιοχές που ελέγχουν ή βρίσκονται στα πρόθυρα του ελέγχου. Από τις 349 συνοικίες, οι Ταλιμπάν ισχυρίζονται ότι έχουν πλήρη έλεγχο 34 και «αμφισβητούν» άλλες 167. Εκτός από τις μεγάλες πόλεις, η κυβέρνηση της Καμπούλ δεν ασκεί καμία εξουσία στη νοτιοδυτική περιοχή που συνορεύει με το Πακιστάν. Ολόκληρα τμήματα του βορρά της χώρας, συμπεριλαμβανομένων των αγροτικών περιοχών γύρω από την κύρια πόλη Κουντούζ, βρίσκονται επίσης υπό την κατοχή ανταρτών.
Μια αναφορά του Φεβρουαρίου του Ειδικού Γενικού Επιθεωρητή για την Ανασυγκρότηση του Αφγανιστάν (SIGAR) επιβεβαίωσε τους ισχυρισμούς των Ταλιμπάν. Ο SIGAR εκτίμησε ότι οι αντάρτες «ελέγχουν, κατέχουν ή επηρεάζουν» τουλάχιστον 171 περιφέρειες και ότι η κυβέρνηση της Καμπούλ εξασκεί εξουσία το πολύ στο 52% της χώρας. Άλλες αναφορές εκτιμούν το ποσοστό εξουσίας της κυβέρνησης υψηλότερο, κάτι μεταξύ 57 – 62% όμως δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το θέμα καταρρέει.
Ο Αφγανός πρέσβης στις ΗΠΑ, Hamdullah Mohib, σχολιάζοντας το θέμα στην USA Today αυτό το μήνα, αποκάλυψε ότι ο εκπαιδευμένος και εξοπλισμένος από τις ΗΠΑ στρατός και αστυνομία του Αφγανιστάν υπέστησαν 29.000 νεκρούς και τραυματίες μόνο το 2016. Δεκάδες χιλιάδες στρατεύματα έχουν εγκαταλείψει. Τουλάχιστον 30.000 μέλη από τις 200.000 κατεγραμμένους στρατιώτες του Αφγανικού Στρατού μάλλον είναι στρατιώτες «φαντάσματα» – υπάρχουν μόνο στα χαρτιά και οι αμοιβές τους λαμβάνονται από διεφθαρμένους αξιωματικούς και αξιωματούχους.
Η κυρίαρχη δύναμη στις εξεγέρσεις παραμένει ο Ταλιμπάν και το συμμαχικό δίκτυο Haqqani, τα οποία έχουν αγωνιστεί ενάντια στην κατοχή από το 2001. Τα τελευταία χρόνια, μικρές ομάδες στο Αφγανιστάν έχουν δηλώσει την πίστη τους στο Ισλαμικό Κράτος του Ιράκ και στη Συρία (ISIS) και στο “χαλιφάτο”, στη Μέση Ανατολή.
Μερικές εκατοντάδες οπαδοί του ISIS στο ανατολικό Αφγανιστάν ήταν ο φαινομενικός στόχος της πρώτης χρήσης σε μάχη της μαζικής συμβατικής βομβιστικής επίθεσης (MOAB) στις 13 Απριλίου. Ο αριθμός των αγωνιστών και του άμαχου πληθυσμού που σκοτώθηκε από τη φονική πυρκαγιά που δημιούργησε η επίθεση MOAB, παραμένει άγνωστος.
Η χρήση της MOAB, παρόλο που είχε κυρίως χαρακτήρα διεθνούς προειδοποίησης προς τη Συρία, το Ιράν, τη Ρωσία, τη Βόρεια Κορέα και την Κίνα για το πού μπορεί να φτάσει η αμερικανική σκληρότητα, κατέστησε σαφές επίσης ότι ο αμερικανικός στρατός θα χρησιμοποιήσει όλα τα μέσα που έχει στη διάθεσή του για να αναχαιτίσει την αφγανική εξέγερση.
Η προοπτική μιας στρατηγικής ήττας στο Αφγανιστάν θα ενισχύσει την ανάπτυξη των αμερικανικών αντιπαραθέσεων και εντάσεων με τη Ρωσία. Με αυξανόμενη οξύτητα, αμερικανικά στρατιωτικά και στρατηγικά πρόσωπα προβαίνουν σε προκλητικές κατηγορίες ότι η ρωσική κυβέρνηση του Προέδρου Βλαντιμίρ Πούτιν υποστηρίζει τους Ταλιμπάν προκειμένου να υπονομεύσει την κυβέρνηση της Καμπούλ και την αμερικανική θέση στη χώρα.
Η Ρωσία, παρά το ότι αναγνώρισε πως διατηρεί γραμμές επικοινωνίας με τους αφγανικούς αντάρτες, απέρριψε τους ισχυρισμούς των ΗΠΑ ότι δίνει όπλα ή εξοπλισμό στους Ταλιμπάν. Τον Μάρτιο, το υπουργείο Εξωτερικών της χαρακτήρισε τους ισχυρισμούς ως “κατασκευές σχεδιασμένες να δικαιολογούν την αποτυχία των αμερικανών στρατιωτικών και πολιτικών στην εκστρατεία στο Αφγανιστάν”.
Η Ρωσία προώθησε την τρίτη διάσκεψη στις 14 Απριλίου – στην οποία συμμετείχαν η Ρωσία, η Κίνα, το Ιράν, η Ινδία, το Πακιστάν, κράτη της Κεντρικής Ασίας και η κυβέρνηση του Αφγανιστάν – σχετικά με το πώς μπορούν να αναπτυχθούν συνομιλίες μεταξύ της Καμπούλ και των Ταλιμπάν. Η Μόσχα υποστηρίζει ότι κύριος στόχος της είναι να προσπαθήσει να επιτύχει κάποιο είδος ειρηνευτικής διευθέτησης που να τερματίζει τη σύγκρουση και τον αποσταθεροποιητικό αντίκτυπο που έχει σε ολόκληρη την περιοχή.
Η κυβέρνηση Trump αρνήθηκε να συμμετάσχει, δηλώνοντας ότι η διάσκεψη ήταν μια προσπάθεια της Ρωσίας να «επιβεβαιώσει την επιρροή της στην περιοχή» και ότι τα κίνητρα των άλλων συμμετεχόντων ήταν «ασαφή». Αντί να συμμετάσχουν, οι ΗΠΑ έριξαν τη βόμβα MOAB την παραμονή των συνομιλιών. Το Σαββατοκύριακο, ο στρατηγός McMaster δήλωσε ότι όχι μόνο η Ρωσία αποτελεί εμπόδιο για να νικήσει τους Ταλιμπάν “στα πεδία μάχης”, αλλά ότι το ίδιο εμπόδιο αποτελεί και το Πακιστάν.
Οι Ταλιμπάν αρνήθηκαν επίσης να λάβουν μέρος στη διάσκεψη, δημοσιεύοντας δήλωση που έλεγε ότι προϋπόθεση για ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις με την Καμπούλ ήταν η απόσυρση από το Αφγανιστάν όλων των αμερικανικών και ξένων δυνάμεων.
Προς το παρόν η κυβέρνηση Τραμπ δεν έχει ανακοινώσει την παροχή άλλων αμερικανικών στρατευμάτων στο Αφγανιστάν.
Πρωτοδημοσιεύθηκε στο WSWS.org