Τί είδους Ευρώπη θέλουμε; Μια κοινωνική Ευρώπη που να επενδύει στους ανθρώπους και την ειρήνη, ή μια ήπειρο που να επικεντρώνεται στα όπλα, τον μιλιταρισμό και τον πόλεμο;
Του Andrew Smith 24 Οκτωβρίου 2016 για το openDemocracy
Μετάφραση: Τάπτας Συνόδης
Αυτή την εβδομάδα, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο θα συζητήσει το γενικό προϋπολογισμό της ΕΕ για το 2017/18. Επίκεντρο της συζήτησης θα είναι πιθανώς οι δευτερογενείς επιπτώσεις του Brexit και της κατάρρευσης της αγγλικής λύρας, οι υποδομές, η μετανάστευση καθώς και οι τόσες άλλες μεγάλες προκλήσεις που αντιμετωπίζει η Γηραιά Ήπειρος.
Για ευνόητους λόγους, πολλά σημαντικά θέματα ενδέχεται να παραβλεφτούν στη συζήτηση αυτή, συμπεριλαμβανομένου ενός κρίσιμου ζητήματος, το οποίο θα μπορούσε δυνητικά να ωθήσει την ΕΕ προς την κατεύθυνση της υιοθέτησης μιας θεσμικής στρατιωτικο-βιομηχανικής στρατηγικής. Γιατί κρυμμένη μέσα στο πλαίσιο του προϋπολογισμού βρίσκεται η πρώτη προτεινόμενη προπαρασκευαστική δράση της ΕΕ για την αμυντική έρευνα.
Αν υπάρξει συμφωνία για τον προϋπολογισμό, αυτό ουσιαστικά θα σηματοδοτεί για πρώτη φορά μια απόπειρα επιχορήγησης της στρατιωτικής έρευνας εκ μέρους της ΕΕ. Θα συνιστά ένα σημαντικό προηγούμενο. Επί του παρόντος, η Ευρωπαική Επιτροπή χρηματοδοτεί την αποκλειστικά μη στρατιωτική ή διπλής χρήσης έρευνα και ανάπτυξη, μέσω του προγράμματος «Ορίζοντας 2020», ύψους 80 δις ευρώ.
Η πρόταση θα καλύπτει χρονικά την περίοδο 2017-2020 με εκτιμώμενο κόστος 50-100 εκατομμύρια ευρώ – ανοίγοντας το δρόμο για ένα πλήρες ερευνητικό πρόγραμμα, το οποίο, όπως υπολογίζει το Ινστιτούτο Μελετών της Ευρωπαϊκής Ένωσης για Θέματα Ασφάλειας (ΙΜΕΕΘΑ) που έκανε και την πρόταση εξαρχής, θα κοστίζει τουλάχιστον 3,5 δις ευρώ για την ίδια περίοδο.
Η επιρροή του εμπορίου όπλων στη διαδικασία λήψης αποφάσεων
Η διαδικασία εξαρχής επηρεάστηκε από παράγοντες που έχουν έννομο συμφέρον. Η ομάδα που συνέταξε την έκθεση του ΙΜΕΕΘΑ περιελάμβανε υψηλού επιπέδου εκπροσώπηση από κάποιες εκ των μεγαλύτερων εταιριών όπλων στον κόσμο. Μάλιστα, η πλεινότητα των προσώπων, τα οποία διορίστηκαν από το ΙΜΕΕΘΑ για την ανάπτυξη προτάσεων προέρχονται από το χώρο του εμπορίου όπλων, έτσι που το θετικό για τους εξοπλισμούς πόρισμα να μην αποτελεί ιδιαίτερη έκπληξη.
Κατ’ ουσίαν, η βιομηχανία όπλων κλήθηκε να συμβουλέψει την ΕΕ σε θέματα στρατιωτικής στρατηγικής και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι αυτό που χρειαζόμαστε είναι περισσότερες εξοπλιστικές δαπάνες.
Είναι περιττό να επισημάνουμε ότι οι εταιρίες όπλων ήδη επωφελούνται από τεράστια ποσά του δημοσίου κορβανά. Πολλές τέτοιες εταιρίες επιδοτούνται στο κομμάτι της έρευνας και της ανάπτυξης από τα κράτη μέλη. Οι υποστηρικτές της αλλαγής κατέστησαν σαφές ότι δεν προβλέπεται κάποια παράλληλη μείωση κονδυλίων για αμυντική έρευνα στους εθνικούς προϋπολογισμούς, αφού πολλά κράτη μέλη δεσμεύονται ακόμα από τις υποχρεώσεις τους στο ΝΑΤΟ.
Το θέμα έχει και μια διεθνή διάσταση. Ο ADS, ένας εμπορικός οργανισμός που εκπροσωπεί εταιρίες όπλων, μιλάει ευθέως για τα κίνητρά του να υποστηρίξει την πρόταση. Συγκεκριμένα, θεωρεί ότι σκοπός της τελευταίας είναι η «διατήρηση και βελτίωση της μακροπρόθεσμης ανταγωνιστικότητας της ευρωπαϊκής αμυντικής βιομηχανίας».
Επιπλέον, δεν παρέχεται καμία εξήγηση σχετικά με το που πρόκειται να βρεθούν τα εν λόγω χρήματα. Μήπως κάτι τέτοιο θα σημάνει την περικοπή 3,5 δις ευρώ από άλλους προϋπολογισμούς; Τι ακριβώς πρόκειται να κοπεί για να χρηματοδοτηθεί η πρόταση; Πολύ λίγες εξηγήσεις έχουν επίσης δοθεί σχετικά με το πώς πρόκειται να ξοδευτούν τα χρήματα αυτά ή με το ποιοι μηχανισμοί ελέγχου και ισοσταθμίσεων πρόκειται να εισαχθούν προκειμένου η πρόταση να μη μετατραπεί σε λευκή επιταγή για τις εταιρίες όπλων.
Τι είδους Ευρώπη θέλουμε;
Δεν χωρά αμφιβολία ότι η ασφάλεια αποτελεί μείζoνα πρόκληση, στην αντιμετώπιση της οποίας η ΕΕ έχει να διαδραματίσει κρίσιμο ρόλο. Ωστόσο, οι απειλές σε σχέση με την ασφάλεια είναι πολύπλευρες και οι λύσεις που προτείνει η ΕΕ για την αντιμετώπισή τους πρέπει να είναι σαφώς βασισμένες στις Ευρωπαϊκές Συνθήκες και τις θεμελιώδεις ευρωπαϊκές αξίες.
Την ΕΕ την οραματίσθηκαν οι ιδρυτές της ως ένα σχέδιο ειρήνης. Τον περασμένο Φεβρουάριο, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο υπερασπίστηκε τις αξίες αυτές, όταν ψήφισε την επιβολή ενός εμπάργκο όπλων κατά της Σαουδικής Αραβίας, εξαιτίας των ολέθριων βομβαρδισμών της Υεμένης. Πολλά από τα όπλα που χρησιμοποιήθηκαν στην καταστροφή κατασκευάζονται στην Ευρώπη, αρκετά δε εκ των οποίων από τις ίδιες εταιρίες που δυνητικά θα επωφελούνταν από την προταθείσα επιδότηση.
Η ΕΕ θα έπρεπε να επενδύει στην απασχόληση και σε ερευνητικά πρoγράμματα που προάγουν τη δημιουργία βιώσιμων βιομηχανιών και συνεισφέρουν στην πρόληψη των συγκρούσεων. Η συγκεκριμένη πρόταση σηματοδοτεί την αφαίρεση κονδυλίων από άλλα προγράμματα για κάτι που θα ωφελούσε μόνο όσους αποκομίζουν κέρδη από τον πόλεμο και τις συγκρούσεις.
Σε μια φορτωμένη ειδησεογραφική ατζέντα, η αλλαγή αυτή ίσως να μην παράγει τα πρωτοσέλιδα, τα οποία θα δικαιολογούσε η δημιουργία ενός τέτοιου προηγούμενου. Παρόλα αυτά, πυροδοτεί λαϊκές αντιδράσεις από τη βάση, καθώς πάνω από 62.000 άνθρωποι υπέγραψαν μια αίτηση του Ευρωπαϊκού Δικτύου κατά του Εμπορίου Όπλων που αντιτίθεται στη δαπάνη.
Στον πυρήνα της αντίστασης βρίσκεται το ευρύτερο ερώτημα για το τι είδους Ευρώπη θέλουμε. Θέλουμε μια κοινωνική Ευρώπη που να επενδύει στους ανθρώπους και την ειρήνη, ή μια ήπειρο που να επικεντρώνεται στα όπλα, τον μιλιταρισμό και τον πόλεμο;
Όπως είπε ο Γενικός Γραμματέας του ΟΗΕ, Μπαν Κι Μουν, «ο κόσμος υπερεξοπλίζεται και η ειρήνη υποχρηματοδοτείται». Η ΕΕ θα μπορούσε να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στο να αλλάξει αυτό, όμως αυτή τη στιγμή ρισκάρει το ακριβώς αντίθετο.
Σχετικά με τον συντάκτη του άρθρου:
Ο Andrew Smith είναι εκπρόσωπος τύπου της Campaign Against Arms Trade και ο λογαριασμός του στο τουίτερ είναι ο @CAATuk