Στις αρχές της δεκαετίας του ’40, το Χαλέπι (όπως και το Nuseirat στην Παλαιστίνη, καθώς και άλλες περιοχές στην Αίγυπτο) δέχτηκε χιλιάδες Ευρωπαίους που προσπαθούσαν να ξεφύγουν από τη φρίκη και την τραγικότητα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.

από τους Evan Taparata και Kuang Keng Kuek Ser – PRI

Με δεδομένο ότι πριν από πέντε χρόνια ξέσπασε ο εμφύλιος πόλεμος στη Συρία, εκατομμύρια πρόσφυγες έχουν αναζητήσει καταφύγιο στην Ευρώπη από στεριά κι από θάλασσα, μέσω της Τουρκίας και της Μεσογείου.

Πριν από περίπου 70 χρόνια, κάποιοι άλλοι πρόσφυγες διέσχιζαν αυτές τις ίδιες θάλασσες. Όμως δεν ήταν Σύριοι και ταξίδευαν προς την αντίθετη κατεύθυνση. Όταν ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος βρισκόταν στην κορύφωσή του, η λεγόμενη MERRA (Middle East Relief and Refugee Administration) λειτουργούσε προσφυγικούς καταυλισμούς στη Συρία, την Αίγυπτο και την Παλαιστίνη, όπου αναζήτησαν καταφύγιο δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι από όλη την Ευρώπη.

Η Merra ήταν μέρος ενός μεγάλου δικτύου προσφυγικών καταυλισμών σε όλο τον κόσμο και συνιστούσε τη συλλογική προσπάθεια εθνικών κυβερνήσεων, στρατιωτικών αξιωματούχων και εθνικών και διεθνών ανθρωπιστικών οργανώσεων. Πολλοί φορείς και οργανισμοί παροχής κοινωνικής βοήθειας – μεταξύ αυτών και η Διεθνής Υπηρεσία Μετανάστευσης, ο Ερυθρός Σταυρός, το Ίδρυμα Εγγύς Ανατολή και ο Οργανισμός Save the Children Fund – συμμετείχαν σε αυτή την κινητοποίηση υποστήριξης της Merra. Στη συνέχεια, τη λειτουργία των προσφυγικών καταυλισμών ανέλαβε ο ΟΗΕ.

Mappa a cura di Kuang Keng Kuek Ser

Χάρτης που επιμελήθηκε ο Kuang Cheng Kuek Ser – Κάντε κλικ εδώ για να αποκτήσετε πρόσβαση στον διαδραστικό χάρτη

Οι πληροφορίες που βρίσκουμε στα αρχεία σχετικά με τα δημογραφικά στοιχεία των προσφυγικών καταυλισμών του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου στη Μέση Ανατολή, είναι δυστυχώς περιορισμένες. Οι διαθέσιμες πληροφορίες, ωστόσο, δείχνουν ότι σύμφωνα με τις προβλέψεις των υπευθύνων, οι προσφυγικοί καταυλισμοί ήταν σε θέση να φιλοξενήσουν περισσότερους πρόσφυγες με την πάροδο του χρόνου. Οι πληροφορίες σχετικά με τη γεωγραφική θέση των καταυλισμών προέρχονται από τα αρχεία της Διεθνούς Κοινωνικής Υπηρεσίας των ΗΠΑ, που βρίσκεται στο Αρχείο Ιστορίας Κοινωνικής Πρόνοιας, στο Πανεπιστήμιο της Μινεσότα.

Τον Μάρτιο του 1944 οι υπάλληλοι που εργάστηκαν για την Merra και τη Διεθνή Υπηρεσία Μετανάστευσης (που αργότερα μετονομάστηκε σε Διεθνής Κοινωνική Υπηρεσία) είχαν δημοσιεύσει εκθέσεις σχετικά με αυτά τα στρατόπεδα, σε μια προσπάθεια να βελτιώσουν τις συνθήκες διαβίωσης σε αυτά. Οι εκθέσεις αυτές παρέχουν πληροφορίες σχετικά με την  καθημερινή ζωή των ευρωπαίων πολιτών – που στην πλειοψηφία τους προέρχονταν από τη Βουλγαρία, την Κροατία, την Ελλάδα, την Τουρκία και τη Γιουγκοσλαβία – οι οποίοι έπρεπε να προσαρμοστούν στη νέα τους ζωή μέσα στους καταυλισμούς της Μέσης Ανατολής κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Οι συνθήκες διαβίωσης θυμίζουν εκείνες που αντιμετωπίζουν οι πρόσφυγες και σήμερα.

Κατά την άφιξή τους σε κάποιον από τους πολλούς καταυλισμούς προσφύγων στην Αίγυπτο, την Παλαιστίνη και τη Συρία, οι πρόσφυγες καταγράφονταν από τους υπαλλήλους του καταυλισμού, οι οποίοι στη συνέχεια τους διένειμαν δελτία ταυτότητας που εκδίδονταν από τον καταυλισμό. Τα έγγραφα αυτά – που θα έπρεπε να φέρουν μαζί τους ανά πάσα στιγμή – παρείχαν πληροφορίες όπως το όνομα του πρόσφυγα, ο αριθμός αναγνώρισης του καταυλισμού, καθώς και πληροφορίες σχετικά με την εκπαίδευση, την εργασιακή εμπειρία και τις δεξιότητες του κάθε πρόσφυγα.

Una nota scritta a mano mostra che la MERRA gestiva oltre 40mila rifugiati, principalmente donne e bambini, nei campi profughi del Medio Oriente e Nord Africa nel luglio 1944. (Credit: su gentile concessione dell'International Social Service, American Branch records in the Social Welfare History Archives, University of Minnesota)

Χειρόγραφο σημείωμα που δείχνει ότι η Merra παρείχε βοήθεια σε περισσότερους από 40.000 πρόσφυγες, κυρίως σε γυναίκες και παιδιά, στους καταυλισμούς προσφύγων στη Μέση Ανατολή και τη Βόρεια Αφρική, τον Ιούλιο του 1944. (Φωτ.: Αρχεία Διεθνούς Κοινωνικής Υπηρεσίας των ΗΠΑ, Αρχείο Ιστορίας Κοινωνικής Πρόνοιας, Πανεπιστήμιο της Μινεσότα.)

Οι υπάλληλοι των καταυλισμών διατήρησαν ένα αρχείο με δεδομένα και πληροφορίες που αφορούν σε ένα μεγάλο αριθμό ανθρώπων: αριθμός ταυτότητας, πλήρες όνομα, φύλο, οικογενειακή κατάσταση, επάγγελμα, αριθμός διαβατηρίου, σχόλια, ημερομηνία άφιξης και, τέλος, ημερομηνία αναχώρησης.

Μετά από την καταγραφή, οι νεοαφιχθέντες υποβάλλονταν σε ενδελεχή ιατρική εξέταση. Οι πρόσφυγες έπρεπε να οδηγηθούν στα αυτοσχέδιο νοσοκομεία – συνήθως σκηνές, αλλά μερικές φορές άδεια κτίρια που επαναχρησιμοποιούνταν ως ιατρικά κέντρα – όπου έβγαζαν τα ρούχα και τα παπούτσια τους και στη συνέχεια έπρεπε να πλυθούν επιμελώς έως ότου οι υπάλληλοι έκριναν πως είχε γίνει επαρκής απολύμανση.

Για ορισμένους πρόσφυγες – μεταξύ των οποίων και οι Έλληνες που έφτασαν στο Χαλέπι από τα Δωδεκάνησα το 1944 – οι ιατρικοί έλεγχοι είχαν γίνει μέρος της καθημερινότητάς τους.

Εφόσον το ιατρικό προσωπικό τους έβρισκε επαρκώς υγιείς για να ενταχθούν στον καταυλισμό, οι πρόσφυγες μοιράζονταν στα επιμέρους τμήματα του καταυλισμού: για οικογένειες, για ασυνόδευτα παιδιά, για άνδρες μόνους και για ανύπαντρες γυναίκες. Αφού αποστέλλονταν στο αντίστοιχο τμήμα του καταυλισμού, οι πρόσφυγες στη συνέχεια είχαν ελάχιστες πιθανότητες εξόδου. Μερικές φορές είχαν τη δυνατότητα να βγουν από τον καταυλισμό, υπό την επίβλεψη των υπαλλήλων του στρατοπέδου.

refugee_map

Ο αμερικανός στρατηγός Allen Gullion και ο Fred Κ Hoehler, Διευθυντής του «Τμήματος Εκτοπισθέντων του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών», σημειώνουν στο χάρτη τις πιθανές μεταναστευτικές ροές των Ευρωπαίων προσφύγων κατά τη διάρκεια του Β ‘Παγκοσμίου Πολέμου. Στη συνέχεια πολλοί Ευρωπαίοι αναζήτησαν ασφαλές καταφύγιο σε καταυλισμούς στη Μέση Ανατολή – Φωτ.: Αρχεία Fred Κ Hoehler – Αρχείο Ιστορίας Κοινωνικής Πρόνοιας, Πανεπιστήμιο της Μινεσότα).

Διασχίζοντας μεγάλες αποστάσεις για να πάνε στην πόλη, για παράδειγμα, οι πρόσφυγες από τον καταυλισμό στο Χαλέπι μπορούσαν να πάνε στα καταστήματα για να αγοράσουν είδη πρώτης ανάγκης, να παρακολουθήσουν μια ταινία στο σινεμά ή απλά να ξεφύγουν για λίγο από τη μονοτονία της ζωής στον καταυλισμό. Και παρά το ότι ο προσφυγικός καταυλισμός του Moses Wells βρισκόταν στην έρημο, και δεν υπήρχαν κατοικημένες περιοχές εκεί κοντά, οι πρόσφυγες είχαν τη δυνατότητα να περάσουν λίγο χρόνο κάθε μέρα και να κάνουν μπάνιο στην κοντινή Ερυθρά Θάλασσα.

 

Όπως είναι φυσικό, το φαγητό αποτελούσε σημαντικό μέρος της καθημερινής ζωής των προσφύγων. Συνήθως, κατά τη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, οι πρόσφυγες στους καταυλισμούς Merra λάμβαναν κάθε μέρα τις μισές από τις μερίδες του στρατού. Οι υπεύθυνοι του καταυλισμού προσάρμοζαν το φαγητό στις εθνικές και θρησκευτικές συνήθειες των προσφύγων, όποτε αυτο ήταν δυνατόν.

Όσοι είχαν την τύχη να έχουν χρήματα, μπορούσαν να αγοράσουν φασόλια, ελιές, ελαιόλαδο, φρούτα, τσάι, καφέ και άλλα προϊόντα, είτε μέσα στον καταυλισμό ή κατά τη διάρκεια των περιστασιακών επισκέψεων σε τοπικά καταστήματα, όπου εκτός από τρόφιμα μπορούσαν να αγοράσουν και σαπούνι, ξυραφάκια, μολύβια , χαρτί, γραμματόσημα και άλλα αντικείμενα. Σε ορισμένους καταυλισμούς οι πρόσφυγες μπορούσαν να προετοιμάσουν οι ίδιοι τα γεύματά τους. Στο Χαλέπι, για παράδειγμα, στο τμήμα των γυναικών υπήρχε ειδικός χώρος όπου οι γυναίκες έφτιαχναν ζυμαρικά με το αλεύρι που τους προμήθευαν οι υπάλληλοι του καταυλισμού.

Σε ορισμένους προσφυγικούς καταυλισμούς, αλλά όχι σε όλους, η εργασία για τους πρόσφυγες ήταν υποχρεωτική. Στο Χαλέπι οι πρόσφυγες ενθαρρύνονται, αλλά δεν υποχρεώνονταν, να εργαστούν ως μάγειρες, ως καθαριστές και ως υποδηματοποιοί. Η εργασία δεν ήταν υποχρεωτική ούτε και στον καταυλισμό του Nuseirat, αλλά οι υπεύθυνοι του καταυλισμού προσπαθούσαν να δώσουν στους πρόσφυγες την ευκαιρία να χρησιμοποιήσουν τις ικανότητές τους στην ξυλουργική, στη ζωγραφική, στην κατασκευή υποδημάτων και στην ύφανση μαλλιού, προκειμένου να έχουν μια απασχόληση και να κερδίζουν ορισμένα χρήματα από άλλους πρόσφυγες, οι οποίοι μπορούσαν να διαθέσουν κάποια χρήματα για τις υπηρεσίες τους.

Αντίθετα στον καταυλισμό του Moses Wells απασχολούνταν όλοι όσοι ήταν σωματικά ικανοί και ήταν σε θέση να εργαστούν. Οι περισσότεροι εργάζονταν ως έμποροι, καθαριστές, ράφτες, μαθητευόμενοι οικοδόμοι, ξυλουργοί και υδραυλικοί. Αντίθετα, όσοι είχαν υψηλότερο μορφωτικό επίπεδο εργάζονταν ως δάσκαλοι ή ως επιστάτες. Οι γυναίκες ασχολούνταν επιπλέον με οικιακές εργασίες, όπως το ράψιμο, η πλύση των ρούχων και η παρασκευή τροφίμων, μεταξύ άλλων.

Μάλιστα σε ορισμένους προσφυγικούς καταυλισμούς, οι άνθρωποι είχαν την ευκαιρία να λάβουν επαγγελματική κατάρτιση. Στους καταυλισμούς του El Shatt και του Moses Wells όπου υπήρχε έλλειψη νοσηλευτικού προσωπικού, είχαν εντατικοποιηθεί τα προγράμματα νοσηλευτικής εκπαίδευσης για τους Έλληνες και τους Γιουγκοσλάβους πρόσφυγες.

Σε κάποιο άρθρο για το περιοδικό American Journal of Nursing, καθώς και σε διάφορες εκθέσεις που εκδίδονταν από τη Διεθνή Υπηρεσία Μετανάστευσης, μια νοσοκόμα ονόματι Margaret G. Arnstein επισημαίνει ότι οι πρόσφυγες που συμμετείχαν στο πρόγραμμα διδάσκονταν τις βασικές αρχές της νοσηλευτικής, της ανατομίας, της φυσιολογίας, καθώς και πρώτες βοήθειες, μαιευτική, παιδιατρική, σύμφωνα με τους στρατιωτικούς κανόνες που ίσχυαν στους προσφυγικούς καταυλισμούς. Δεδομένου ότι οι περισσότεροι από τους πρόσφυγες δεν είχαν λάβει βασική εκπαίδευση, η Arnstein σημειώνει ότι το πρόγραμμα νοσηλευτικής διδάχθηκε “με απλά λόγια”, δίνοντας έμφαση στην πρακτική εμπειρία, παρά στη θεωρία και την εξεζητημένη ορολογία.

Οι υπεύθυνες νοσηλεύτριες του προγράμματος κατάρτισης ήλπιζαν ότι θα μπορούσαν να λάβουν επίσημη διαπίστευση έτσι ώστε οι πρόσφυγες που θα ολοκλήρωναν το πρόγραμμα να μπορούν να εργαστούν ως νοσηλευτές όταν θα έβγαιναν από τον προσφυγικό καταυλισμό. Ωστόσο στα άτομα που παρακολουθούσαν τα συγκεκριμένα προγράμματα επιτρεπόταν να βοηθούν ασθενείς μόνο ως  “νοσηλευτικό προσωπικό έκτακτης ανάγκης”, που εργαζόταν λόγω έκτακτων αναγκών σε καιρό πολέμου.

Οι υπεύθυνοι στον προσφυγικό καταυλισμό Merra θεωρούσαν ότι τα παιδιά θα έπρεπε να ζουν σε όσο το δυνατόν πιο ήπιες συνθήκες καθημερινότητας. Η εκπαίδευση ήταν το σημαντικότερο κομμάτι αυτής της καθημερινότητας. Οι σχολικές αίθουσες των προσφυγικών καταυλισμών στη Μέση Ανατολή είχαν, στις περισσότερες περιπτώσεις, ελάχιστους καθηγητές και πάρα πολλούς μαθητές, καθώς και ανεπαρκείς και υπερπλήρεις εγκαταστάσεις. Ωστόσο, δεν ήταν παντού έτσι. Στο Nuseirat, για παράδειγμα, ένας καλλιτέχνης πρόσφυγας δημιούργησε πολλά έργα ζωγραφικής και τα κρέμασε στους τοίχους ενός νηπιαγωγείου στο στρατόπεδο, κάνοντας έτσι τις σχολικές αίθουσες να φαίνονται “πιο φωτεινές και χαρούμενες”. Πολλοί κάτοικοι από την περιοχή δώρισαν παιχνίδια και κούκλες για το νηπιαγωγείο, σε σημείο ώστε κάποιος από τους υπευθύνους του καταυλισμού να επισημάνει ότι «δεν είχε τίποτα να ζηλέψει από πολλά νηπιαγωγεία στις Ηνωμένες Πολιτείες».

Όταν δεν εργάζονταν και δεν πήγαιναν στο σχολείο, οι πρόσφυγες έπαιρναν μέρος σε διάφορες ψυχαγωγικές δραστηριότητες. Οι άνδρες έπαιζαν χάντμπολ και ποδόσφαιρο και κοινωνικοποιούνταν καπνίζοντας – μερικές φορές μάλισταν πίνοντας ακόμη και μπύρα ή κρασί, αν ήταν διαθέσιμα – στα κυλικεία μέσα στον καταυλισμό. Σε ορισμένους προσφυγικούς καταυλισμούς υπήρχαν παιδικές χαρές με τσουλήθρες και κούνιες όπου τα παιδιά μπορούσαν να παίξουν, και όπου οι υπάλληλοι του καταυλισμού, τα τοπικά στρατεύματα και ο Ερυθρός Σταυρός διοργάνωναν χορούς για τους κατοίκους του καταυλισμού.

In questi appunti scritti a mano sono riportate le questioni che preoccupavano maggiormente i responsabili dei campi: la mancanza di privacy dei rifugiati, l'assenza di libertà, se le famiglie dovessero o meno essere separate dai rifugiati single, se i rifugiati con diversi background etnici e nazionali dovessero essere separati, e così via. Nella gestione dei campi, per gli ufficiali era fondamentale tentare di rendere la quotidianità nei campi il più possibile simile alla vita normale.

Σε αυτές τις χειρόγραφες σημειώσεις συνοψίζονται τα θέματα που απασχολούσαν τους περισσότερους από τους υπευθύνους των προσφυγικών καταυλισμών· η έλλειψη ιδιωτικής ζωής για τους πρόσφυγες, η απουσία ελευθερίας, το κατά πόσο οι οικογένειες έπρεπε να μείνουν χωριστά από τους πρόσφυγες που ήταν μόνοι, το αν οι πρόσφυγες διαφορετικών εθνικοτήτων έπρεπε να διαχωριστούν, και ούτω καθεξής. Οι υπεύθυνοι αυτών των καταυλισμών φαίνεται ότι κατέβαλλαν προσπάθειες ώστε η καθημερινή ζωή των προσφύγων να μοιάζει, όσο ήταν δυνατόν, με την κανονική τους ζωή. (Φωτ.: Αρχεία Διεθνούς Κοινωνικής Υπηρεσίας των ΗΠΑ, Αρχείο Ιστορίας Κοινωνικής Πρόνοιας, Πανεπιστήμιο της Μινεσότα.)

Ακριβώς όπως και οι σημερινοί πρόσφυγες, οι Ευρωπαίοι οι οποίοι βρίσκονταν σε καταυλισμούς προσφύγων στη Μέση Ανατολή επεδίωκαν να επιστρέψουν σε μια φυσιολογική ζωή. Οι άνθρωποι που διηύθυναν τους προσφυγικούς καταυλισμούς ήθελαν το ίδιο. Σύμφωνα με την Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ, σήμερα υπάρχουν περίπου 500.000 Σύριοι καταχωρηθέντες ως πρόσφυγες στους καταυλισμούς. Σχεδόν 5 εκατομμύρια άνθρωποι έχουν εκτοπιστεί από τις εστίες τους εξαιτίας του πολέμου.

Rifugiati greci che dal 1945 al 1948 hanno vissuto in un campo profughi a Moses Wells, in Egitto, si riuniscono con i parenti nell'isola patria di Samo.

Έλληνες πρόσφυγες που κατά τα έτη 1945-1948 ζούσαν στον προσφυγικό καταυλισμό του Moses Wells, στην Αίγυπτο, ξαναβρίσκουν τους συγγενείς τους κατά την επιστροφή τους στην πατρίδα τους τη Σάμο.

Αυτή η ιστορία γράφτηκε με τη βοήθεια της Linnea Anderson, αρχειοφύλακα στα Αρχεία της Διεθνούς Κοινωνικής Υπηρεσίας των ΗΠΑ – Αρχείο Ιστορίας Κοινωνικής Πρόνοιας, στο Πανεπιστήμιο της Μινεσότα, η οποία μας παρείχε ειδική πρόσβαση και την άδεια για την αναπαραγωγή του υλικού που υπήρξε θεμελιώδους σημασίας για την τεκμηρίωση του τρόπου ζωής των προσφύγων. Στην προσπάθειά μας πολύτιμη υπήρξε η συνεργασία με το Immigration History Research Center  του Πανεπιστημίου της Μινεσότα.
Μετάφραση από τα Ιταλικά: Όλγα Λιακάκη

Μπορείτε να βρείτε το αρχικό άρθρο εδώ