Στις 29 Απριλίου πραγματοποιήθηκε στη Ρώμη (στο πανεπιστήμιο Roma Tre) το συμπόσιο «Από την εκδίκηση στη συμφιλίωση: η δυνατότητα μιας νέας ανθρωπότητας». Στόχος της εκδήλωσης ήταν η διερεύνηση των μηχανισμών της βίας στον πολιτισμό μας, η διαμόρφωση μιας κουλτούρας της εκδίκησης και η αναζήτηση διεξόδων από αυτή την κατάσταση. Ακολουθεί η ομιλία του Luz Jahnen (Γερμανία) με θέμα «ο μηχανισμός της εκδίκησης στη συνείδησή μας».
Ονομάζομαι Luz Jahnen, είμαι 55 χρονών και κατοικώ στην Κολωνία της Γερμανίας.
Δε βρίσκομαι εδώ ως ακαδημαϊκός αλλά ως ακτιβιστής της ενεργής μη βίας. Οι λόγοι που έχω υιοθετήσει αυτή τη στάση ζωής συναντώνται στη βιογραφία μου, την οικογένειά μου αλλά και στην ιστορία της χώρας και του κόσμου στον οποίο γεννήθηκα και μεγάλωσα. Είναι μια στάση που πηγάζει από τα καλύτερα και πιο βαθιά μου αισθήματα.
Σήμερα –με την επιτάχυνση των τελευταίων δεκαετιών- βρίσκομαι αντιμέτωπος με μια παράνοια μπροστά στην οποία ωχριούν οι καλύτερες προθέσεις μου:
Βιώνουμε μια χωρίς προηγούμενο επιστημονική και τεχνολογική πρόοδο και, ταυτόχρονα, ζούμε σε ένα κόσμο στον οποίο πρόεδροι υπόσχονται δημόσια να πάρουν εκδίκηση από άλλους λαούς. Νέοι άνθρωποι που μεγάλωσαν στις πόλεις και στις κοινωνίες μας πηγαίνουν αυτοβούλως σε άλλες χώρες για να υπηρετήσουν το θεό τους σε μια ηρωική μάχη ενάντια στους άπιστους και τους παραπλανημένους, ενάντια στους «μη-ανθρώπους», για να εκδικηθούν όσους αρνούνται την ορθή πίστη σκοτώνοντας, βασανίζοντας και βιάζοντας. Απ’ την άλλη πλευρά, ζούμε σ’ έναν κόσμο που κυβερνάται από το κοντόφθαλμο κεφάλαιο το οποίο βυθίζει στη φτώχια και την οικονομική δουλεία εκατομμύρια ανθρώπους αποκλείοντας τους από οποιαδήποτε δυνατότητα προόδου.
Ο παραλογισμός προελαύνει όχι μόνο σε απομονωμένες χώρες αλλά σε όλες τις κοινωνίες. Ο αναβιωμένος νεο-φασισμός και οι αποπνικτικοί εθνικισμοί μαρτυρούν μια προδιάθεση στη βία (λανθάνουσα και ωμή) στους λαούς, και μας δείχνουν ότι δεν έχουν θεραπευτεί ούτε κατανοηθεί τα τραύματα, οι φρικιαστικές ανοησίες της πρόσφατης αλλά και της παλαιότερης ιστορίας.
Οι προβληματισμοί αυτοί με ώθησαν, πριν τρία χρόνια, να αποσυρθώ από τον ακτιβισμό μου και να αφοσιωθώ για περίπου ένα χρόνο στο ερώτημα: Πώς λειτουργεί η βία, πώς συγκεκριμένα λειτουργεί η εκδίκηση; (Το κίνητρο που βρίσκεται πάντα πίσω από τη βία, άλλοτε ανοιχτά και άλλοτε υπόγεια). Ιδιαίτερα με ενδιέφερε το ερώτημα: Πώς δρα σε μένα, στη συνείδησή μου; Ποιος είναι αυτός ο ισχυρός μηχανισμός που μπαίνει σε κίνηση και που εμείς οι άνθρωποι δεν καταφέρνουμε να τον ελέγξουμε; Πώς μπορώ εγώ μέσα μου, πώς μπορούμε εμείς, στις κοινωνίες μας, να εξουδετερώσουμε αυτή τη βόμβα;
Όλες αυτές οι ερωτήσεις είχαν το στόχο να κατανοήσω τι τελικά δεν πάει καλά εδώ και να βρω ένα στήριγμα σε έναν κόσμο που γίνεται όλο και πιο παράλογος.
Θα προσπαθήσω να παραθέσω όσο πιο απλά και ξεκάθαρα μπορώ όσα ανακάλυψα. Πρόθεση μου δεν είναι να πείσω κανέναν να δώσω ένα ερέθισμα για συλλογιστούμε και να συζητήσουμε πάνω σ’ αυτό το θέμα. Ελπίζω όσα πω να χρησιμεύσουν για να εμπνεύσουν και να ενθαρρύνουν όσους, όπως εγώ, εξακολουθούν να αναζητούν το ξεπέρασμα των ατέρμονων πολέμων και της βίας.
Θα ξεκινήσουμε ρίχνοντας μια ματιά στο πώς λειτουργεί ο μηχανισμός της εκδίκησης στην ανθρώπινη συνείδηση και θα κλείσουμε με κάποιες σύντομες σκέψεις για τις τεράστιες συνέπειες που αυτό θα μπορούσε να έχει για την προσωπική και κοινωνική μας ζωή.
Η βία είναι μια αντίδραση, είναι μια απάντηση. Για να εμφανιστεί το αίσθημα της εκδίκησης –η επιθυμία της εκδίκησης- πρέπει να υπάρξει κάποιος λόγος. Η βία είναι μια αντίδραση, μια απάντηση. Υπάρχει πάντα κάτι που συμβαίνει ΠΡΙΝ την εμφάνιση αυτού του αισθήματος.
Παρατηρούμε, λοιπόν, πώς ξεκινά αυτός ο μηχανισμός μελετώντας τις επιπτώσεις του στη συνείδησή μας.
Η συνείδησή μας λειτουργεί νύχτα και μέρα απασχολούμενη με την επεξεργασία ερεθισμάτων, πληροφοριών που προέρχονται από τη μνήμη και τις εξωτερικές και εσωτερικές αισθήσεις.
Η συνείδηση εργάζεται ακαταπόνητα για να επιτύχει μια ισορροπία ανάμεσα στις απαιτήσεις που μεταδίδουν τα ερεθίσματα. Η συνείδηση επεξεργάζεται αυτά τα ερεθίσματα χρησιμοποιώντας τη μνήμη ούτως ώστε να δώσει την απαραίτητη απάντηση: πείνα, δίψα, κούραση, στις ανάγκες του περίγυρου και την επικοινωνία μ’ αυτόν, τη χαρά, το φόβο, την ανησυχία, κ.λπ. Στο βαθμό που η συνείδηση καταφέρνει να φέρει σε πέρας αυτή τη δραστηριότητα, νιώθουμε μια σχετική ισορροπία. Αυτό συμβαίνει και τώρα, αυτή τη στιγμή, καθώς ακούτε τις εισηγήσεις των ομιλητών.
Γενικά, τα ερεθίσματα και τα σήματα φτάνουν στη συνείδηση που τα επεξεργάζεται και τα μεταφέρει. Αν το σήμα έχει μια ένταση τέτοια που η συνείδηση δεν μπορεί να το ενσωματώσει στη συνηθισμένη της διαδικασία, τότε χάνεται η ισορροπία των δραστηριοτήτων της. Γενικά (παρακάτω θα αναφέρουμε τις εξαιρέσεις) αυτή την απώλεια της ισορροπίας την αντιλαμβανόμαστε ως σωματικό πόνο ή νοητική οδύνη: η συνείδηση χάνει την ισορροπία της, μπαίνει σε «μια κατάσταση έκτακτης ανάγκης».
Το σήμα (ο πόνος, η οδύνη) είναι τόσο δυνατό που κατακλύζει το άτομο, διακόπτει την καθημερινή του ρουτίνα, τις προοπτικές του. Αυτή τη διακοπή, αυτή την αδυναμία να πραγματοποιήσουμε τις προθέσεις μας, τους σκοπούς μας, μπορεί να τη βιώνουμε όχι μόνο ως σωματικό πόνο αλλά και ως «βία»: κάποιος-κάτι μου επιβάλλει τις προθέσεις του, με αχρηστεύει, αγνοεί το είναι μου, το «ανθρώπινο» σε μένα. Δε με σέβεται. Η συνείδηση, σ’ αυτή την κατάσταση έκτακτης ανάγκης, ενεργοποιεί την ψυχοφυσική ενέργεια –άμεσα, ενστικτωδώς, χωρίς προηγούμενη σκέψη-, ενέργεια, αδρεναλίνη και προσοχή συγκεντρώνονται για να διορθώσουν την ανισορροπία, αυτό που έβλαψε ή εμπόδισε την ακεραιότητα της συνείδησης (τη συνήθη λειτουργία της επεξεργασίας και μεταφοράς δεδομένων).
Ταυτόχρονα η μνήμη επιτελεί τη δική της λειτουργία προσφέροντας πιθανές απαντήσεις σ’ αυτή την επείγουσα κατάσταση. Και ακριβώς σ’ αυτή τη βιαστική πρόσβαση στο μηχανισμό της μνήμης, που γίνεται γενικά χωρίς σκέψη, παίζουν αποφασιστικό ρόλο οι προκαθορισμένες απαντήσεις που είναι αποθηκευμένες στη βιογραφία του ατόμου, την κοινωνική βιογραφία, τη βιογραφία του πολιτισμού ή της κοινωνίας, που αποτελούν έτσι κι αλλιώς κομμάτι του ατόμου, και τέλος, σε ένα βαθύτερο επίπεδο, η συνολική αντίληψη που το άτομο έχει για τον κόσμο, τους άλλους ανθρώπους και τον εαυτό του. Αυτή είναι η κατάσταση: ο κόσμος μου βγήκε από την πορεία του, τίποτα δεν είναι όπως ήταν ή όπως θα έπρεπε να είναι.
Μιλάμε για το μηχανισμό της εκδίκησης. Τον αποδομούμε στα κομμάτια που τον συνιστούν.
Και έτσι: ο μηχανισμός μπαίνει σε κίνηση όταν μια πρόθεση, που τη θεωρώ ξένη, πληγώνει το «Εγώ» μου. Το «Εγώ» μου υπό την έννοια των πραγμάτων με τα οποία ταυτίζομαι: το σώμα μου, τα υπάρχοντά μου, τα αγαπημένα μου άτομα, την οικογένειά μου, την υγεία μου, το μέλλον μου, το παρελθόν μου, την προθετικότητά μου, την εικόνα μου, ή ακόμη τη χώρα μου, την ποδοσφαιρική μου ομάδα, κ.λπ. Πληγώνομαι, λοιπόν, από μια πρόθεση που η συνείδησή μου θεωρεί εξωτερική, ως την πρόθεση του άλλου. Η συνείδηση χάνει τον έλεγχό της, χάνει την κυριαρχία της πάνω στα σχέδιά της και δεν ορίζει αυτό που θεωρεί δικό της. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις η συνείδηση απαντά με μια σωματική αναταραχή και κινητοποίηση (διάθεση να δράσει άμεσα μέσω του σώματος). Αυτό συνδέεται με την εικόνα που λέει πως, δρώντας ενάντια στον υπεύθυνο αυτής της ανισορροπίας ή αυτής της απώλειας, θα μπορέσει να αποκατασταθεί η ισορροπία.
Ένας άλλος παράγοντας είναι το επίπεδο συνείδησης στο οποίο αρχίζει να πυροδοτείται αυτός ο μηχανισμός. Η επιτακτικότητα του ψυχικού ή φυσικού πόνου που βιώνουμε (το πλήγμα στην ακεραιότητα του «εγώ») κινητοποιεί το μηχανισμό της συνείδησης σε ένα επίπεδο όπου δίνονται γρήγορες και μη στοχαστικές απαντήσεις: ένα επίπεδο ενστικτώδες που δεν μπορεί να επιβραδυνθεί από διανοητικές δραστηριότητες. Αυτές οι απαντήσεις είναι μηχανικές, ενστικτώδεις και, καταρχήν, μη μελετημένες. Όταν, για παράδειγμα, κάποιος σκοντάφτει πάω σε ένα αντικείμενο και χτυπά, αμέσως φωνάζει νευριασμένος και βρίζει το αντικείμενο. Χωρίς αμφιβολία, αυτό είναι χρήσιμο ως κάθαρση και για να χαλαρώσουμε… Αλλά τίποτα παραπάνω.
Ως βάση αυτής της διαδικασίας αναγνωρίζουμε τη δομή ενός μηχανισμού που σκοπό έχει να απαντήσει στον κίνδυνο που απειλεί τη ζωή και από τον οποίο δεν μπορούμε να γλιτώσουμε (μέσω της φυγής), δεν μπορούμε να τον αποφύγουμε επειδή έχει ήδη συμβεί. Όλες οι ψυχοφυσικές δυνάμεις κινητοποιούνται και, μάλιστα, με μια τέτοια βίαιη και επιθετική δύναμη, με τέτοια ένταση που ακόμη και ο φόβος μου εξαφανίζεται και περνά σε δεύτερη μοίρα.
Ο μηχανισμός της εκδίκησης δεν είναι καταρχάς ένας μηχανισμός απάντησης σε κάποιο κίνδυνο, αλλά σε ένα τραύμα που έχει υποστεί το «Εγώ» μου.
Παρατηρώντας και μελετώντας αυτό τον ισχυρό μηχανισμό σε μένα και σε άλλους, είχα την υποψία ότι κάτι τόσο βαθιά ριζωμένο πρέπει να έχει μια μακρά ιστορία στην ανθρώπινη ύπαρξη. Και όχι μόνο: θα μπορούσαμε να σκεφτούμε πως ένας μηχανισμός τόσο βαθιά ριζωμένος στην ανθρώπινη ιστορία, ίσως είχε κάποιο «νόημα» σε μια δεδομένη στιγμή. Πήρα, λοιπόν, ένα πολύ μεγάλο τηλεσκόπιο και άρχισα να κοιτάζω την ανθρώπινη ιστορία. Πέρα από αυτά τα τελευταία 4000 χρόνια των οποίων υπάρχουν γραπτές μνήμες. Πιο πέρα κι από την ιστορία των πρώτων ανθρώπινων εγκαταστάσεων, πριν 10-12.000 χρόνια
Σ’ εκείνη την περίοδο της ανθρώπινης εξέλιξης, όπου αυτός ο πίθηκος που στεκόταν στα δυο του πόδια εξερευνά τη σαβάνα, σ’ εκείνες τις περιόδους της ανθρώπινης εξέλιξης όπου διαφορετικά είδη ανθρωποειδών εξελίσσονταν και συνυπήρχαν. Στο μακρινό παρελθόν που οι πρόγονοί μας (οι μητέρες και οι πατέρες όλων των ανθρώπων που ζουν σ’ αυτό τον πλανήτη) μετά βίας έφταναν τους 10.000 στην Αφρική. Το ένα τρίτο δηλαδή των φοιτητών που έχει σήμερα το Πανεπιστήμιο Roma Tre.
Με αυτή την οπτική του παρελθόντος, πήρα την πρωτοβουλία, χωρίς ν’ ασχοληθώ ιδιαίτερα με τα επιστημονικά δεδομένα, να συμπληρώσω αυτό που δεν μπόρεσα να βρω στα βιβλία, με τη φαντασία μου και κυρίως με τη διαίσθησή μου. Εφάρμοσα τις παρατηρήσεις μου πάνω στη λειτουργία του μηχανισμού της εκδίκησης σε ένα φαινομενικά αρκετά απλό τύπο ανθρώπου, που ασχολιόταν κατά κύριο λόγο με την επιβίωσή του και που ζούσε σε μικρές ομάδες και κοινότητες συγκομιδής και κυνηγιού.
Αν επικεντρωθούμε σ’ αυτό το βασικό μηχανισμό και, για μια στιγμή, βάλουμε στην άκρη το διάκοσμο της σύγχρονης ζωής (κτίρια, τεχνολογία, κ.λπ.) βλέπουμε τον προϊστορικό άνθρωπο που έχει μια ζωή με μέρες και νύχτες γεμάτες συνεχείς κινδύνους που καλείται να αντιμετωπίσει. Σε ορισμένες περιπτώσεις πρέπει να είναι έτοιμος να χρησιμοποιήσει, με αστραπιαία ταχύτητα, όλη του τη δύναμη, την αποφασιστικότητα και τη διάθεση να παλέψει για να προστατέψει τη ζωή του, την τροφή του, για να αμυνθεί και να επιβιώσει.
Στο μηχανισμό της εκδίκησης συναντά την ενστικτώδη κινητοποίηση όλων των μέσων που χρειάζεται για ν’ αγωνιστεί.
Μιλάμε για έναν άνθρωπο που ζει σε μικρές ή μεγαλύτερες ομάδες (φατριές, φυλές) για να δώσει σ’ αυτή τη γεμάτη κινδύνους ζωή μεγαλύτερη ασφάλεια και περισσότερες ευκαιρίες. Απ’ την άλλη πλευρά, στο ίδιο αυτό περιβάλλον καλείται να βιώσει και να αναπτύξει την ικανότητά του για ενσυναίσθηση και συμπόνια (επειδή αισθάνεται ότι αυτό το περιβάλλον και τα άτομα που το αποτελούν του ανήκουν).
Σ’ αυτό του το συναίσθημα δεν περιλαμβάνει αυτόματα όλο το ανθρώπινο είδος, επειδή δεν απειλείται μόνο από τα ζώα και τις δυνάμεις της φύσης αλλά και από τις άλλες ανθρώπινες ομάδες. Για να μην τον ενοχλούν αυτοί οι ανταγωνιστές ή επίσης και για να δείξει ότι είναι ανώτερος, πρέπει να εξασφαλίσει πως δε θα παραβιαστεί η ακεραιότητά του (ή η ακεραιότητα των άλλων μελών της φυλής ή της οικογένειας, που ταυτίζονται με το «Εγώ» του). Αν δεν είναι δυνατή μια άμεση επίθεση, τότε, χάρη στη μνήμη, χάρη στο χρονικό ορίζοντα, μπορεί να τιμωρήσει την παράβαση σε ένα δεύτερο χρόνο, για να μη δείξει αδυναμία στους άλλους (κάτι που θα μπορούσε να σημάνει νέες επιθέσεις, ή ακόμη και καταστροφή, αλλά και μια πιο ανίσχυρη θέση εντός της ομάδας του, της φατριάς ή της φυλής). Η «τιμωρία» χρησιμεύει, λοιπόν, για να κάνει επίδειξη της δύναμής του, να αποκαταστήσει τη φήμη του, το φόβο, το σεβασμό απέναντι στην άλλη δύναμη. Και μέχρι τη στιγμή που θα το κάνει είναι αναγκασμένος να διατηρεί αυτή τη μεγάλη επιθετικότητα και τη βίαιη διάθεση (την εχθρότητα). Αν τα παραπάνω σας φαίνονται εύλογα (όπως φαίνονται σε μένα), μπορείτε να εντοπίσετε εδώ τους βαθύτερους λόγους όλων των ατέρμονων συγκρούσεων, πολέμων, εχθροτήτων, ανταγωνισμών, συμπλοκών, κ.λπ. όπου το ζητούμενο είναι η αποκατάσταση της περηφάνειας, της τιμής, του σεβασμού.
Αυτή η τόσο παλιά έννοια της «τιμής» (που εξακολουθεί να είναι ισχυρή στις σύγχρονες κοινωνίες) χρονολογείται από τις εποχές όπου οι κανόνες του παιχνιδιού, οι νόμοι δεν παρέχονταν από ένα κράτος κι ούτε βρίσκονταν γραμμένοι πουθενά. Εκφραζόταν και συνεχίζει να εκφράζεται με τον πιο απλό τρόπο: «Εδώ είμ’ εγώ, η φυλή μου, τα υπάρχοντά μου, η περιοχή μου, η οικογένειά μου… Αν τα προσβάλλεις, θα μπει σε κίνηση η εκδίκησή μου και θα σε τιμωρήσω».
Οι εξαιρετικές ιδιότητες που έχει αυτή η κατάσταση της εκδίκησης (η τρομερή αύξηση των ψυχικών και σωματικών δυνάμεων) καλλιεργήθηκαν από τον άνθρωπο για να τις χρησιμοποιήσει, να τις εξελίξει και να δώσει ποικίλες απαντήσεις στις συγκρούσεις που καθημερινά υπομένει: από τους πρωτόγονους πολεμιστές που, με χορούς και άλλες τελετουργίες προετοιμάζονταν για τη μάχη, μέχρι τη διαμόρφωση και εκπαίδευση στρατών που σκοτώνουν κατ’ εντολή – μια κουλτούρα πολέμου και πολεμιστών.
Αφαιρώντας από τους άλλους την εξουσία και τη δύναμη ανακτώ τις δικές μου δυνάμεις. Ο άλλος αναίρεσε τις προθέσεις μου κάποια στιγμή˙ τώρα του τις επιβάλλω. Το καλύτερο θα ήταν να τον αναγκάσω να αναγνωρίσει την ανωτερότητά μου, να καταφέρω –γιατί όχι;- να με κοιτάξει τρομαγμένος. Σ’ αυτή την πράξη ενάντια στον «άλλο», το σημαντικό είναι ακριβώς αυτό: τον αντιλαμβάνομαι σαν κάποιον «που δεν έχει σχέση με μένα», αρνούμαι την ανθρώπινη ουσία του, τα ανθρώπινα χαρακτηριστικά του, τον «αντικειμενο-ποιώ», σα να ανήκε σε κάποιο ξένο και εχθρικό είδος που δεν έχει καμία σχέση με μένα. Αυτή η ακύρωση της συμπόνιας διευκολύνει, ή καλύτερα, επιτρέπει τη χωρίς έλεος επιθετικότητα, τη δολοφονία και την καταστροφή.
Παραπέμπω στα σχόλια του προηγούμενου ομιλητή: Κοιτώντας το παρελθόν, εντοπίζω στην εποχή του Βασιλιά Χαμουραμπί τα θεμέλια της βασικής συμπεριφοράς που ονομάζουμε δυτική κουλτούρα.
Αναγνωρίζουμε στις απαρχές της επιστήμης και της έρευνας, την αποθήκευση και τη συστηματική μετάδοση της γνώσης, τις μεγάλες επιστημονικές προόδους. Όλα αυτά έγιναν χάρη στην έξυπνη οργάνωση μιας μεγάλης αυτοκρατορίας στην οποία διάφοροι λαοί, θρησκείες, έθνη συνέκλιναν κάνοντας δυνατή αυτή τη συσσώρευση της προόδου. Σ’ αυτή την αφετηρία, στην οργάνωση της μεγάλης αυτοκρατορίας, μπορούμε ν’ αναγνωρίσουμε στην οργάνωση της δομής του σημερινού κράτους ένα σχεδιαστικό λάθος τεράστιου βεληνεκούς/επιπτώσεων. Είναι τόσο μεγάλο το βεληνεκές αυτού του λάθους που σήμερα αποτελεί ένα δυναμίτη στα θεμέλια αυτής της κατασκευής.
Για να μπει ένα τέλος στην επίλυση των προσωπικών συγκρούσεων που βασίζονταν σε αυθαίρετους μηχανισμούς εκδίκησης από άτομα ή μέσω αρχαίων εθίμων και, έτσι, να μπορέσει να κυβερνηθεί η αυτοκρατορία, μεταφέρθηκε η επίλυση των συγκρούσεων του ατόμου στο κράτος και τους ιερείς.
Εκείνη την εποχή μπαίνει σε κίνηση μια διαδικασία «αποξένωσης», μια νομοθεσία που δε θεωρεί πως η σύγκρουση ξεκινά στο εσωτερικό του ανθρώπου. Αλλά κανένας νόμος δεν μπορεί να γιατρέψει τις πληγές ενός ατόμου ή μιας ομάδας που δεν καταφέρνουν να ενσωματώσουν αυτές τις εμπειρίες που έχουν γραφτεί βαθιά στη μνήμη τους. Και αυτό είναι ακριβώς που μας λείπει σήμερα: ένας παγκόσμιος ανθρώπινος πολιτισμός που κατανοεί και εφαρμόζει την εσωτερική ενσωμάτωση και υπέρβαση των συγκρούσεων.
Η εκδίκηση μπορεί να συσσωρευθεί και να γίνει η κατεύθυνση της ζωής μας: διάφορες επώδυνες εμπειρίες συγχωνεύονται στη μνήμη μας χαράζοντας μια διαρκή τάση επανόρθωσης αυτών των αρνητικών εμπειριών (προφανώς εις βάρος άλλων). Ή μια μοναδική εμπειρία αυτού του είδους που δεν έχει ενσωματωθεί, που βρίσκεται απομονωμένη μέσα στη μνήμη, καθορίζει τη συμπεριφορά μας προς τους άλλους. Κι έτσι, όλη σου η ζωή μπορεί να γίνει μια προσπάθεια εκδίκησης ενάντια στους άλλους ή ενάντια σε ένα συγκεκριμένο τύπο ατόμων. Αυτή είναι η μνησικακία. Και από αυτή πηγάζουν κάθε είδους τέρατα.
Συνοψίζοντας όσα είπαμε: είδαμε πως ο μηχανισμός εκδίκησης της συνείδησης είχε τη δική του χρησιμότητα στο μακρινό παρελθόν, για να εξασφαλίσει την επιβίωση του ατόμου σε ένα επικίνδυνο περιβάλλον, με μια επιθετική σωματική απάντηση, μια αντίδραση γεμάτη οργή απέναντι στις διάφορες απειλές. Είδαμε επίσης την εφαρμογή της εκδίκησης σε δεύτερο χρόνο ως αποκατάσταση και ισχυροποίηση του πληγωμένου «εγώ» ή της φήμης και του εξωτερικού βλέμματος της δύναμής μας, της απειλής που αποτελούμε για τους άλλους.
Μια προσωρινή λύση στην επιθυμία της εκδίκησης που μπορεί να βοηθήσει να χαλαρώσουν οι εντάσεις μιας δεδομένης στιγμής, είναι η καθαρσιακή αποφόρτιση ενάντια σε κάτι ή σε κάποιον (πιο αδύναμα τρίτα άτομα ή ομάδες), ο μηχανισμός του «αποδιοπομπαίου τράγου», με τον οποίο γίνεται προσπάθεια αναπλήρωσης των αντιποίνων όταν ο πραγματικά υπεύθυνος είναι πολύ μεγάλος, δυνατός, ισχυρός, βρίσκεται πολύ μακριά, κ.λπ.
Αυτός ο μηχανισμός που συνεχίζει να είναι ενεργός στην εποχή μας, που είναι τόσο βαθιά ριζωμένος στην κουλτούρα μας και τη συνείδησή μας, αποτελεί σήμερα το μεγαλύτερο εμπόδιο και τη μεγαλύτερη απειλή της κοινής μας ζωής.
Αυτό που, βασικά, λείπει όσον αφορά στο μηχανισμό της εκδίκησης (όπου βρισκόμαστε στο ίδιο σημείο που βρισκόμασταν πριν 4000 χρόνια) είναι να αντιληφθούμε ότι η βία θέτει μπροστά μας δυο ερωτήματα (όχι ένα!) που χρειάζονται απάντηση:
- Πώς μπορώ να αποτρέψω κάποιον που έβλαψε εμένα ή άλλους από το να συνεχίσει να μου ασκεί βία, να συνεχίσει να με βλάπτει; Ή πιο απλά: πώς μπορώ να ξεπεράσω τη βία;
- Πώς μπορώ (ως θύμα της βίας) να αποκαταστήσω πλήρως τη χαμένη εσωτερική μου ισορροπία; Πώς μπορώ να βρω τη συμφιλίωση στην ταραχή και τη σύγχυση που υπάρχουν μέσα μου, να γιατρέψω τις εσωτερικές πληγές που συνεχίζουν να πονάνε, για να μπορέσω να κοιτάξω τον ορίζοντα του μέλλοντός μου με κάθε ειλικρίνεια και χαρά, με τα μάτια ενός γεμάτου περιέργεια παιδιού;
Έχοντας στο μυαλό μου αυτές τις δυο ερωτήσεις, αποφεύγω το λάθος που είναι βαθιά χαραγμένο μέσα μου και που με κάνει να πιστεύω ότι με τη «δολοφονία» των βίαιων, με το να προχωρήσω ενάντια στους συνεχιστές της βίας θα γιατρέψω τις πληγές μου, τον πόνο μου. Αντίθετα: με το μηχανισμό της εκδίκησης βάζω εμπόδια στο δρόμο που με οδηγεί σ’ αυτό που πραγματικά αναζητώ: την εσωτερική ειρήνη και την ισορροπία της συνείδησης για να κοιτάξω με δύναμη και χαρά προς το μέλλον. Επειδή εκδικούμενος αναγνωρίζω, ουσιαστικά, τη βία ως κομμάτι της συμπεριφοράς μου και των άλλων: στο σχεδιασμό του μέλλοντός μου εντάσσω τη βία και την άρνηση του ανθρώπου –ακριβώς αυτό που, επ’ ουδενί, δε θέλω για μένα.
Η δουλειά που έχουμε να κάνουμε είναι προφανής και, ίσως, η πιο επείγουσα και η σπουδαιότερη γι’ αυτή την ιστορική στιγμή: να χτίσουμε μια νέα κουλτούρα που θα ξεκινά από την εσωτερική κατανόηση, σε άμεση επαφή με τους ανθρώπους που μας περιβάλλουν, και να την εφαρμόσουμε σε όλη την κοινωνία. Μια καινούρια κουλτούρα επίλυσης των συγκρούσεών μας ξεκινώντας από εμάς τους ίδιους, μια καινούρια κατανόηση της εσωτερικής ειρήνης, της εσωτερικής ισορροπίας. Μια ειρήνη και μια ισορροπία που δε θα κλονίζονται διαρκώς από την εσφαλμένη τάση μας να αποκαταστήσουμε τον εσωτερικό μας πόνο μέσω της τιμωρίας και της καταστροφής όσων μας περιβάλλουν.
Μου φαίνεται πως το χτίσιμο μιας κουλτούρας που πηγάζει από το εσωτερικό μας, δεδομένης της ιλιγγιώδους επιδείνωσης των γεγονότων, δεν είναι μόνο ιστορικό καθήκον αλλά και μια θαυμαστή προοπτική: να αποδείξουμε σ’ εμάς τους ίδιους, σ’ αυτό το νεαρό ανθρώπινο είδος, ότι δεν είμαστε μόνο ικανοί να καταφέρουμε μεγάλες τεχνολογικές προόδους (για να κυνηγήσουμε στη συνέχεια την εξουσία και την καταστροφή) αλλά να ξεκινήσουμε μια καινούρια φάση ανθρώπινης συμβίωσης και ανθρώπινης εξέλιξης που θα μπορούσε να αποτελέσει μια τεράστια έκπληξη. Αυτή θα ήταν μια πραγματική πρόοδος, αυτό που περισσότερο έχουμε ανάγκη, αυτό που λαχταρά βαθιά η καρδιά του ανθρώπου.
Η προοπτική αυτή χρειάζεται χιλιάδες μυαλά και καρδιές που θα δεσμευτούν, θα πάρουν την απόφαση και θα εμπνευστούν από τις νεότερες γενιές.
Σας ευχαριστώ πολύ!