Δημοσιεύουμε εδώ το κείμενο της ομιλίας που έδωσε στις 30 Οκτωβρίου ο ανθρωπιστής συγγραφέας Ντάριο Έργας στα μέλη της εβραϊκής κοινότητας Ruaj Ami, στο Σαντιάγο της Χιλής:
«Δυο γιους είχε ο Αβραάμ, τον Ισμαήλ και τον Ισαάκ. Τον Ισμαήλ με την Αγάρ, την αιγύπτια γυναίκα που δούλευε στο σπίτι του Αβραάμ, και τον άλλο, τον Ισαάκ, με τη σύζυγό του, τη Σάρα. Αυτά τα αδέλφια από τον ίδιο πατέρα, δεν είχαν προφανώς την ίδια μητέρα. Μια και ο Αβραάμ έκανε τον Ισμαήλ με την Αγάρ και τον Ισαάκ με τη Σάρα. Η ερώτηση είναι, ποιος από τους δυο είναι ο νόμιμος κληρονόμος του Αβραάμ.
Ποιος από τους δυο αδελφούς θα συνεχίσει πραγματικά την παράδοση του πατέρα, και ποιος από τους δυο είναι ο κληρονόμος της διαθήκης που συνέστησε ο Αβραάμ με το Θεό. Επειδή η Σάρα είναι η νόμιμη σύζυγος του Αβραάμ και η Αγάρ μονάχα η ερωμένη του, ή η υπάλληλός του, ή η σκλάβα του. Πιστεύω ότι το θέμα του δικαιώματος και της νομιμότητας είναι ο πυρήνας της βιβλικής ιστορίας της Αγάρ και του Ισμαήλ. Ποιος απ’ τους αδελφούς είναι αυτός που πραγματικά ερμηνεύει τη βούληση και την παράδοση του Αβραάμ: αυτός που γεννήθηκε από τη σύζυγο ή αυτός που γεννήθηκε από την ερωμένη. Ή, και οι δυο έχουν το ίδιο δικαίωμα όσον αφορά στην προέλευση και στην ίση αγάπη του Αβραάμ και του Θεού.
Για να ενισχύσουν τη θέση πως νόμιμος κληρονόμος είναι ο Ισαάκ ή ο Ισμαήλ, ανάλογα με την περίπτωση, κάποιοι κατηγορούν την Αγάρ ως ξιπασμένη, ότι θέλησε να οικειοποιηθεί την καρδιά του Αβραάμ με τα θέλγητρά της˙ ή κατηγορούν τη Σάρα για τη ζήλια της˙ ή επισημαίνουν το φθόνο και τη μνησικακία του Ισμαήλ λέγοντας πως ο Αβραάμ προτιμούσε τον Ισαάκ. Όλες αυτές οι ιστορίες σκοπό έχουν να δικαιολογήσουν την εκδίωξη της Αγάρ και του Ισμαήλ από το σπίτι του Αβραάμ.
Όταν ξέσπασε η κρίση στην οικογένεια του Αβραάμ, η Αγάρ και ο Ισμαήλ εκδιώχτηκαν και βρέθηκαν να περιπλανιούνται στην έρημο της Βέερ-Σεβά. Ξεκινούν τον ξεριζωμό τους και την εξορία τους στην έρημο χωρίς φαγητό και νερό προς ένα βέβαιο θάνατο. Ήξερε άραγε ο Αβραάμ πως ο Θεός, ο Θεός του, θα τους έσωζε και θα τους προμήθευε το νερό και την τροφή της Ζωής; Ή απλά ο Αβραάμ τους αφήνει να φύγουν, αν και με την καρδιά ραγισμένη, προς ένα βέβαιο θάνατο;
Καιρό μετά ο Θεός έρχεται ξανά να δοκιμάσει τον Αβραάμ. Αυτή τη φορά ζητώντας του να θυσιάσει σε ολοκαύτωμα τον άλλο του γιο, τον Ισαάκ. Το δεύτερο γιο του αυτόν που είχε συλλάβει με τη Σάρα. Τρεις μέρες περπάτησε ο Αβραάμ στο όρος Μοριά, όπου θα λάμβανε χώρα η θυσία, ή από άλλο σημείο οπτικής, η δολοφονία του Ισαάκ. Τρεις μέρες κατά τη διάρκεια των οποίων η καρδιά του ραγίζει και πάλι όπως μερικά χρόνια πριν, όταν έστειλε στην έρημο και το θάνατο τον άλλο του γιο, τον Ισμαήλ. Ήξερε άραγε ο Αβραάμ πως ο Θεός θα έσωζε τον Ισαάκ έτσι όπως έσωσε τον Ισμαήλ, την τελευταία στιγμή όταν ήταν έτοιμος να πεθάνει μαζί με τη μητέρα του την Αγάρ στη μέση της ερήμου;
Παρατηρώ σ’ αυτές τις ιστορίες ότι τα συμβάντα, τα ίδια τα συμβάντα μπορεί κανείς να τα διηγηθεί με πολλούς τρόπους, και χωρίς ν’ αλλάζει τα γεγονότα που συνέβησαν, ν’ αλλάζει, ωστόσο, τη σημασία τους. Σε πολλές περιπτώσεις διηγούμαστε τα γεγονότα για να δικαιολογήσουμε κάποιο ενδιαφέρον ή κάποια συμπεριφορά που μας προκαλεί αντίφαση. Με άλλα λόγια ένα κομμάτι μας δεν είναι σύμφωνο μ’ αυτό το ενδιαφέρον ή αυτό τον τρόπο δράσης˙ αυτό που κάνουμε μας προκαλεί μια εσωτερική αντίφαση που έχουμε ανάγκη να δικαιολογήσουμε.
Γενικά οι δικαιολογήσεις που δίνουμε στην αντιφατική μας δράση, μια δράση, δηλαδή, σε ασυμφωνία με τον εαυτό μας, συσσωρεύουν μνησικακία. Η μνησικακία σφετερίζεται το νόημα της ζωής και κάθε πράξη που πραγματοποιούμε στο εξής, μετατρέπεται σε μια πράξη που σκοπό έχει να δικαιολογήσει την αντιφατική δράση. Και αυτό με τη σειρά του αυξάνει τη μνησικακία. Η μνησικακία δεν παράγεται στη συνείδηση εξαιτίας αυτού που κάνουν οι εχθροί μου. Είναι δυνατό να επαληθεύσουμε στην προσωπική μας εμπειρία πως η μνησικακία στη ζωή μας έχει τη ρίζα της στην παραποίηση της μνήμης. Η μνήμη παραποιείται για να δικαιολογήσει τις αντιφατικές μου πράξεις που έχουν επώδυνες συνέπειες. Η παραποίηση της μνήμης δεν παράγεται μέσω της άρνησης ή της αλλαγής των συγκεκριμένων γεγονότων όπως θα μπορούσαμε να υποθέσουμε. Η μνήμη παραποιείται μέσω της απλοποίησης αυτού που έχει συμβεί. Οι αναμνήσεις διαστρεβλώνονται για να δώσουν έμφαση μόνο στις όψεις της κατάστασης που δικαιολογούν τη μνησικακία, το μίσος και την εκδίκηση. Η μνήμη παραποιείται όταν υπερβάλλω κάποιες σκηνές και ξεχνώ ή μειώνω τη σημασία άλλων. Η συμφιλίωση είναι δυνατή όταν ένα από τα μέρη, προσπαθήσει να αποκαταστήσει την καλή μνήμη, την πραγματική μνήμη, όπου τίποτα δεν κρύβεται, τίποτα δεν ξεχνιέται, και παρέχονται τα γεγονότα απαλύνοντας τις υπερβολές και φρεσκάρεται η μνήμη με όσα ξέχασε ή απέκρυψε. Ρίχνοντας φως πάνω στα γεγονότα, όλα τα γεγονότα και όχι μόνο κάποια από αυτά, ξεκινάμε το δρόμο προς τη συμφιλίωση και προς την εσωτερική ειρήνη.
Αν μπω για μια στιγμή στη θέση του Αβραάμ, πόση ευγνωμοσύνη θα είχε στην καρδιά, πόσες φορές θα είπε ευχαριστώ με τα μάτια θολωμένα από τα δάκρυα, ευχαριστώ, ευχαριστώ, όταν συνειδητοποίησε πως οι δυο του γιοι, ο Ισμαήλ και ο Ισαάκ, επέζησαν από έναν επικείμενο θάνατο για τον οποίο, εκτός των άλλων, είχε κι εκείνος άμεση ευθύνη; Δε δείχνει άραγε αυτή η ιστορία πως η αγάπη του Θεού είναι αγάπη για τη ζωή, και πως η ζωή των δυο γιων τόσο της Σάρας όσο και της Αγάρ, είναι πάνω από κάθε άλλο δικαίωμα και κάθε άλλη θεώρηση; Αυτή η αγάπη του Θεού στη ζωή και στην ιερότητα των γιων όλων των ανθρώπινων φυλών, είναι που θα δώσει νομιμότητα και θα καθαγιάσει τη διαθήκη των λαών με αυτό το βαθύ νόημα της ψυχής, που ονομάζουμε Θεό.
Η αδελφοσύνη είναι ένας δεσμός που ενώνει όλους εκείνους που αναγνωρίζουν ότι έχουν μια κοινή καταγωγή˙ μια καταγωγή με χαρακτήρα αναντικατάστατο όπως είναι αυτή ανάμεσα σε πατέρες και γιους. Ωστόσο, είναι σύνηθες μεταξύ αδελφών να δημιουργείται απόσταση και, συχνά, φιλονικίες. Μερικές φορές θεωρούμε πως ο άλλος δεν τιμά με την ίδια ειλικρίνεια, ή δεν αποδίδει την ίδια σημασία σ’ αυτή την ιερή καταγωγή. Όταν κατηγορούμε τον άλλο ότι ατιμάζει την κοινή καταγωγή, η αδελφοσύνη σπάει. Όταν σπάει η αδελφοσύνη αδυνατίζει όχι μόνο ο δεσμός ανάμεσα στους δυο, αδυνατίζει, επίσης, ο δεσμός κάθε αδελφού με την καταγωγή του και μεγαλώνει μέσα στον καθένα ένα αίσθημα ορφάνιας.
Για τους απογόνους του Ισμαήλ και του Ισαάκ, η προέλευση της αδελφοσύνης δεν είναι μόνο ο Αβραάμ, πατέρας της πίστης, αλλά η βαθιά Αγάπη, που έσωσε τον καθένα από ένα βέβαιο θάνατο οφειλόμενο στην οικογενειακή σύγχυση. Όταν σπάει η κοινωνία αδελφών ή αδελφών λαών, αδυνατίζει και αρρωσταίνει και η πίστη˙ και όταν κατηγορώ τον άλλο, αυξάνεται η βία, και χάνω τον ιερό δεσμό που μας ενώνει˙ και όταν αρνούμαι το δικαίωμα στη ζωή, στη γη, στην ιδιαιτερότητα του άλλου, χάνω, επίσης, το νόημα της δικής μου ύπαρξης.
Κλείνω τα μάτια μου και νιώθω το φόβο και τον τρόμο του Ισαάκ πάνω από το βωμό όπου ετοιμάζεται να θυσιαστεί σε ολοκαύτωμα από τον πατέρα του˙ κλείνω τα μάτια μου και νιώθω τη δίψα στο λαιμό μου και τo ψυχορράγημα στο σώμα του Ισμαήλ στην έρημο. Από μακριά ο ήχος του shofar, μια, δυο, τρεις φορές. Από μακριά η ηχώ του γέλιου και της χαράς του Θεού που σώζει τους γιους του από τα λάθη του Αβραάμ, της Σάρας και της Αγάρ. Στρέφω ορθάνοιχτο το βλέμμα μέσα σε μένα τον ίδιο, αντιλαμβάνομαι ένα ήχο εκεί εσωτερικά στο βάθος, ένα ψίθυρο, σιωπής, ειρήνης˙ ζητώ για να εμπνεύσει το μέλλον μας».