Την Τετάρτη 27 Σεπτεμβρίου 2023, τα μέλη της οργάνωσης Contentativa σε συνεργασία με το Τμήμα Κοινωνικής Πολιτικής του Παντείου Πανεπιστημίου έδωσαν στη δημοσιότητα τα πρώτα ευρήματα μιας έρευνας που εκπόνησαν για τις κοινωνικές πολιτικές που σχεδιάζονται κεντρικά, την εφαρμογή τους από το Δήμο Χαλανδρίου, τις επιπλέον δημοτικές πολιτικές κοινωνικής προστασίας και το μέτρο του Καθολικού Βασικού Εισοδήματος.
Η Όλγα Πατεράκη, ιδρυτικό μέλος της Contentativa, άνοιξε τη συζήτηση εξηγώντας πως πρόκειται για τη δεύτερη έρευνα που εκπονεί το ερευνητικό σχήμα και αφορά την τοπική αυτοδιοίκηση και το βασικό εισόδημα. Η πρώτη είχε ολοκληρωθεί και ανακοινωθεί πέρσι και αφορούσε τις γνώσεις και στάσεις των Δημάρχων πανελλαδικά απέναντι στο Καθολικό Βασικό Εισόδημα. Το Καθολικό Βασικό Εισόδημα είναι η τακτική καταβολή συγκεκριμένου χρηματικού ποσού εξατομικευμένα – όχι ανά νοικοκυριό, καθολικό – αφορά δηλαδή κάθε κάτοικο στην περιφέρεια που εφαρμόζεται, δίνεται άνευ όρων – δεν χρειάζεται κανένα κριτήριο για την παροχή του και είναι επαρκές για μια αξιοπρεπή ζωή – άρα σίγουρα πάνω από το ορισμένο ως όριο της φτώχειας). Το Καθολικό Βασικό Εισόδημα είναι ένα ανθρώπινο δικαίωμα και συνοδεύει άλλα θεμελιώδη δικαιώματα, όπως το δικαίωμα στη δωρεάν, ποιοτική παιδεία και δωρεάν – ποιοτική υγεία. Η αυθεντική δικαιολόγησή του έγκειται στην ενδυνάμωση της κοινωνικής δικαιοσύνης και η κεντρική ιδέα που το κινεί, είναι απλή: ο συνολικά παραγόμενος πλούτος, αποτέλεσμα μόχθου και διανοητικής προσπάθειας της συντριπτικής πλειοψηφίας της κοινωνίας, οφείλει να επιτρέπει σε όλες, όλους και όλα να έχουν πρόσβαση στα βασικά αγαθά.
Στη συνέχεια η Έφη Παυλογεωργάτου, Δρ Νεότερης Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου και ιδρυτικό μέλος της Contentativa, παρουσίασε τα αρχικά αποτελέσματα της έρευνας. Ο ερευνητικός στόχος ήταν να διερευνηθούν οι δυνατότητες που έχει ο Δήμος Χαλανδρίου για να εφαρμόσει ένα πιλοτικό πρόγραμμα Βασικού Εισοδήματος. Μέσα από την παρουσίαση των δυνατών και των αδύναμων σημείων αναδείχθηκαν σημαντικές πτυχές της έρευνας που αφορούν αποκλειστικά το Δήμο Χαλανδρίου.
Στα δυνατά σημεία ο Δήμος Χαλανδρίου παρουσιάζει θετική προδιάθεση και προθυμία των τοπικών αρχών να υιοθετήσουν κοινωνικές καινοτομίες, διαπιστώνεται συνεργατικό κλίμα μεταξύ τοπικών υπηρεσιών και φορέων και αναδύεται ένα ισχυρό αίσθημα κοινωνικής δικαιοσύνης και κοινωνικής αλληλεγγύης. Όλοι οι φορείς και οι συλλογικότητες που ερωτήθηκαν κατέθεσαν κοινή άποψη ότι η υπάρχουσα επιδοματική πολιτική δεν είναι επαρκής και αποτελεσματική, κάνοντας ειδικές αναφορές στο πώς οι προϋποθέσεις για την παροχή του Ελάχιστου Εγγυημένου Εισοδήματος δεν επιτρέπουν σε πολλούς ανθρώπους που βρίσκονται κάτω από το κατώφλι της φτώχειας να το λαμβάνουν. Υπό αυτό το πρίσμα η παροχή βασικού εισοδήματος θα ήταν καλοδεχούμενη. Στα θετικά είναι και το γεγονός ότι πρόκειται για έναν οικονομικά εύρωστο Δήμο, που του επιτρέπεται σταθμισμένα να σχεδιάζει κοινωνικές πολιτικές.
Στον αντίποδα διαπιστώνεται σύγχυση μεταξύ του Ελάχιστου Εγγυημένου και του Βασικού Εισοδήματος, έλλειψη ανθρώπινου δυναμικού που οδηγεί σε εργασιακή εξουθένωση. Οι τοπικοί φορείς κατέθεσαν πως αισθάνονται απλοί διεκπεραιωτές κεντρικών πολιτικών και προγραμμάτων. Αναδείχθηκαν στερεότυπα και ιδεολογικές θέσεις υπέρ της εργασίας έναντι των επιδομάτων, συγχέοντας το Βασικό Εισόδημα με επιδοματική πολιτική και ορισμένοι εξέφρασαν το φόβο ότι μικρής διάρκειας και αποσπασματική πιλοτική εφαρμογή, θα δημιουργήσει προσδοκίες που μετά χάνονται. Διαπιστώθηκαν επίσης επιφυλάξεις για το ανεπαρκές του ποσού και την ανάγκη προσαρμογής του σε νέα δεδομένα ακρίβειας, την ανισότητα που μπορεί να προκύψει ανάμεσα σε δήμους που το εφαρμόζουν και άλλους που δεν το εφαρμόζουν ακόμα και μεταξύ των δικαιούχων και των μη δικαιούχων.
Στη συνέχεια η κα Παυλογεωργάτου παρουσίασε με βάση την έρευνα μια σειρά από ευκαιρίες που μπορούν να προκύψουν από την πιλοτική εφαρμογή όπως το ότι θα ενημερωθούν και θα επιμορφωθούν γύρω από το θέμα τα τοπικά στελέχη και τα τοπικά ΜΜΕ, θα αναδειχθούν ακόμα περισσότερο οι ανεπάρκειες των υφιστάμενων πολιτικών για την αντιμετώπιση των κοινωνικών προβλημάτων – όπως τα χρέη, η φτώχεια, η ενδοοικογενειακή βία, ο κοινωνικός αποκλεισμός, θα αναζητηθούν πηγές χρηματοδότησης – στην απορρόφηση των οποίων ο Δήμος φαίνεται να έχει καλή απόδοση και τέλος ότι θα συμβάλλει στην αλλαγή νοοτροπίας σε σχέση με τα στερεότυπα που ηθελημένα ή όχι δημιουργούνται γύρω από το ποιο άτομο είναι φτωχό και γιατί. Στους κινδύνους αναφέρθηκαν οι νέες προκλήσεις όπως αυτές διαμορφώνονται σε παγκόσμιο επίπεδο – ασθένειες, κλιματική και οικονομική κρίση, η άνοδος της ακροδεξιάς με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τα ανθρώπινα δικαιώματα και τον αυξανόμενο συντηρητισμό, η τυχόν απόσυρση τοπικών προοδευτικών στελεχών από τη δημόσια δράση εξαιτίας της κούρασης και η αποδυνάμωση των εθελοντικών οργανώσεων κοινωνικής αλληλεγγύης.
Το πάνελ έκλεισε ο Κώστας Δημουλάς, Καθηγητής του Τμήματος Κοινωνικής Πολιτικής του Παντείου Πανεπιστημίου και επιστημονικός υπεύθυνος της έρευνας, ο οποίος σχολίασε τα ευρήματα και έθεσε βασικά θέματα για τη συζήτηση που ακολούθησε. Ο κος Δημουλάς διασαφήνισε τις διαφορές μεταξύ Ελάχιστου Εγγυημένου και Βασικού Εισοδήματος, υπογραμμίζοντας πως πρέπει να αντιμετωπίζουμε το Βασικό Εισόδημα ως δικαίωμα στη ζωή και όχι ως χάρη του δημοσίου σε κάποιους ανθρώπους για να επιβιώσουν. Σχολιάζοντας το ελληνικό ΑΕΠ και το διεθνές ΑΕΠ και αφαιρώντας μερικές αναγκαίες δαπάνες υποστήριξε πως υπάρχει ο αναγκαίος παραγόμενος πλούτος για να εφαρμοστεί με ισότητα η κατανομή του εφόσον οι κοινωνίες επιλέξουν την αξιοπρεπή διαβίωση όλων έναντι της παροχής «επιδομάτων χάρης» από κάποιους που έχουν σε άλλους που δεν έχουν.
Προχωρώντας αναφέρθηκε σε ένα κεντρικό επιχείρημα όσων είναι επιφυλακτικοί με το βασικό εισόδημα, το ότι με την παροχή του θα σταματήσουν οι άνθρωποι να εργάζονται και άρα να παράγουν πλούτο. Ο κος Δημουλάς αναρωτήθηκε αν η εργασία τελικά καταλήγει να προσδιορίζεται με όρους χρηματικής αμοιβής και μόνο. Ανέφερε το παράδειγμα της εργασίας μιας οικιακής βοηθού που αμείβεται σε αντιπαράθεση με την εργασίας μιας νοικοκυράς που δεν αμείβεται. Και στις δύο περιπτώσεις το αποτέλεσμα της παραγόμενης εργασίας είναι το ίδιο. Υπογράμμισε κατά συνέπεια την ανάγκη να ξεφύγουμε από το μύθο του να μετράμε την ανθρώπινη παραγωγή με βάση το ΑΕΠ. Συνεχίζοντας στο ίδιο θέμα αναφέρθηκε σε ανθρώπους κατέχουν πολύ περισσότερα χρήματα και πλούτο από αυτά που τους είναι αναγκαία για να ζουν πλουσιοπάροχα και εξακολουθούν να εργάζονται. Συνεπώς τα χρήματα δεν αποτελούν το μοναδικό κίνητρο προς όσους εργάζονται και στην πραγματικότητα το βασικό εισόδημα δεν πρόκειται να οδηγήσει σε αποχή από την εργασία όπως εξάλλου φάνηκε και στις πιλοτικές εφαρμογές που έγιναν μέχρι τώρα σε διάφορες περιοχές του πλανήτη. Το κίνητρο για την εργασία δεν εξαντλείται κατά συνέπεια στο επίδομα ή στο εισόδημα, υπάρχουν πολλοί άλλοι λόγοι που οδηγούν τους ανθρώπους να παράγουν. Με το Βασικό Εισόδημα οι άνθρωποι θα συνεχίσουν να παράγουν χωρίς να έχουν τις ίδιες εξαρτήσεις, τον ίδιο πολιτικό και κοινωνικό έλεγχο και χωρίς να υπόκεινται στον ίδιο βαθμό εκμετάλλευσης, διεκδικώντας και καλύτερες συνθήκες εργασίας αλλά και καλύτερο μισθό.
Ακολούθησε συζήτηση που εμπλούτισε τα παραπάνω ζητήματα. Μεταξύ των παρευρισκομένων ήταν ο Κώστας Ευθυμίου, Αντιδήμαρχος περιβάλλοντος και κοινωνικής πολιτικής του Δήμου Χαλανδρίου, ο Δημήτρης Καρέλλας, πρώην Γ.Γ. Κοινωνικής Αλληλεγγύης, μέλη του σημερινού δημοτικού συμβουλίου, ακαδημαϊκοί και εργαζόμενοι/ες σε κοινωνικές υπηρεσίες του Δήμου. Στη συζήτηση τέθηκαν επιπλέον θέματα όπως η τιμαριθμική προσαρμογή ως αντίσταση στον πληθωρισμό, η καθολικότητα του βασικού εισοδήματος που πρέπει να το προσδιορίζει ως ανθρώπινο δικαίωμα, όπως συμβαίνει με το καθολικό δικαίωμα στην εκπαίδευση και στην υγεία, αλλά και για να μπορεί κατά συνέπεια να προκύπτει από αναλογική και προοδευτική φορολογική επιβάρυνση. Διασαφηνίστηκε πως είναι άλλο το καθολικό μέτρο που θα εφαρμοστεί σε εθνικό, ηπειρωτικό ή διεθνές επίπεδο και άλλο οι πιλοτικές εφαρμογές, οι οποίες θα πρέπει να γίνουν σε κάποιο πληθυσμιακό κομμάτι, όπως συμβαίνει σε άλλες πόλεις του εξωτερικού και να συνοδευθούν με μελέτη που θα παρακολουθήσει τις θετικές ή αρνητικές επιπτώσεις τους.
Η συζήτηση έκλεισε με την κοινή παραδοχή ότι είναι μεγάλη ανάγκη να συνεχιστεί αυτή η συζήτηση συμπεριλαμβάνοντας κυρίως τις απόψεις και την εμπειρία των εξυπηρετούμενων του Δήμου, ως επόμενο βήμα προς το σχεδιασμό πιλοτικής εφαρμογής.
Η εκδήλωση όπως και η έρευνα έγινε με την υποστήριξη του Γραφείου Θεσσαλονίκης του Ιδρύματος Heinrich Böll.