Ο πρόεδρος της Χιλής Γκαμπριέλ Μπόριτς, κατά τη διάρκεια της προεκλογικής του εκστρατείας, υποσχέθηκε να μεταρρυθμίσει την ένστολη αστυνομία της χώρας. Η υπόσχεση αυτή έτυχε θετικής υποδοχής από το κοινό, ως απάντηση στην απαξίωση του θεσμού, όχι μόνο ιστορικά, λόγω του ρόλου του κατά τη διάρκεια της στρατιωτικής δικτατορίας, αλλά και πρόσφατα, λόγω των πολλαπλών υποθέσεων διαφθοράς και υπεξαίρεσης στις οποίες ενεπλάκη, καθώς και των επιδόσεών του κατά τη διάρκεια της κοινωνικής έκρηξης του 2019 που άφησε πίσω της νεκρούς, ακρωτηριασμένους και σοβαρά τραυματίες. Οι επιδόσεις των αστυνομικών της Χιλής, συνεχίζουν να αποτελούν θέματα καταγγελίας για παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων, από το 2019 μέχρι σήμερα. Οι καταγγελίες αφορούν και τα διεθνή πρωτόκολλα για τις ομάδες που παρέχουν ιατρική βοήθεια σε ανθρώπους που βρίσκονται σε δυσμενείς καταστάσεις. Κατά τη διάρκεια των διαδηλώσεων που εξακολουθούν να πραγματοποιούνται, διώκονται τόσο οι διαδηλωτές, συμπεριλαμβανομένων των ανηλίκων, όσο και οι εθελοντές υγείας που βοηθούν τα θύματα της αστυνομικής καταστολής κατά τη διάρκεια των ημερών διαμαρτυρίας.
Το απόγευμα της Παρασκευής 12 Αυγούστου, δώδεκα ταξιαρχίες υγείας που εργάζονται εθελοντικά στο “σημείο μηδέν” του Σαντιάγο και των περιχώρων του συγκεντρώθηκαν για να παραχωρήσουν συνέντευξη Τύπου με σκοπό να καταγγείλουν τις αστυνομικές διώξεις των οποίων πέφτουν θύματα σε εβδομαδιαία βάση. Οι brigadistas [Ταξιαρχίες Υγείας] κατήγγειλαν ότι οι αστυνομικές δυνάμεις τους ρίχνουν συνεχώς σπρέι πιπεριού και δακρυγόνα, τους περιλούζουν με νερό από τις αύρες, μερικές φορές με χημικά, τους χτυπούν, τους καταδιώκουν και τους συλλαμβάνουν, μόνο και μόνο για το γεγονός ότι παρέχουν υγειονομική περίθαλψη. Οι δηλώσεις ξεκίνησαν με τα εξής λόγια: “Εμείς, οι Ταξιαρχίες Υγείας που παρευρισκόμαστε εδώ, συγκεντρωθήκαμε για να καταγγείλουμε και να αποκηρύξουμε τις πράξεις βίας και διώξεων των οποίων υπήρξαμε και συνεχίζουμε να είμαστε θύματα από τις κατασταλτικές δυνάμεις του χιλιανού κράτους. Από την αρχή του ξεσπάσματος και λόγω των σοβαρών παραβιάσεων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων που άρχισαν να γίνονται εμφανείς, συγκεντρωθήκαμε εθελοντικά και με επισφαλείς πόρους αρχίσαμε να εξυπηρετούμε διαδηλωτές και περαστικούς που δέχθηκαν επιθέσεις και τραυματίστηκαν με διάφορους τρόπους”.
Η Ταξιαρχία Αξιοπρέπειας, μία από τις ταξιαρχίες που ήταν παρούσες, ανέφερε: “Κατά τη διάρκεια αυτών των σχεδόν τριών ετών έχουμε βοηθήσει διαδηλωτές/τριες που υπέφεραν από εγκαύματα από τα χημικά του υδροφόρου οχήματος μέχρι τις σωματικές και ψυχολογικές καταστροφές από τραύματα στα μάτια. Συμμετείχαμε στη διάσωση του Antony, ενός νεαρού άνδρα που πετάχτηκε στον ποταμό Mapocho από αστυνομικού, και στη φροντίδα της Denisse Cortez, η οποία για μεγάλο χρονικό διάστημα παρεμποδίστηκε από την αστυνομία, καθώς και της Francisca Sandoval, της δολοφονημένης δημοσιογράφου, πριν από τη μεταφορά της στο νοσοκομείο”. Οι εμβληματικές περιπτώσεις που αναφέρει αυτή η ταξιαρχία, περιπτώσεις ζωής ή θανάτου, καθώς και περιπτώσεις που δυστυχώς είναι καθημερινά φαινόμενα, αποδεικνύουν ότι οι ομάδες υγείας είναι φορείς προστασίας για τους ανθρώπους που χρησιμοποιούν το νόμιμο δικαίωμά τους να διαμαρτύρονται, μετριάζοντας γι’ αυτούς τις καταστροφές που αφήνει η βάναυση καταστολή που ασκεί η χιλιανή αστυνομία.
Η Ταξιαρχία Αξιοπρέπειας, η οποία είναι η μόνη που διαθέτει μόνιμο σημείο παροχής υπηρεσιών υγείας, έχει καταγγείλει στο παρελθόν την εισβολή στον χώρο περίθαλψής τους, την άφιξη της αστυνομίας γύρω από τον χώρο και ακόμη και μια εμπρηστική επίθεση τον Μάρτιο του 2020, όταν κατά την παροχή φροντίδας σε τρεις ασθενείς, η αστυνομία έριξε βόμβες δακρυγόνων απευθείας στη σκηνή που τους φιλοξενούσε, με αποτέλεσμα να ξεκινήσει και να εξαπλωθεί η πυρκαγιά. Η Ταξιαρχία Αντίστασης αναφέρθηκε στη Συνθήκη της Γενεύης, η οποία ορίζει ότι οι ιατρικές εγκαταστάσεις προστατεύονται από βολές οποιουδήποτε τύπου όπλων, συμπεριλαμβανομένων ενδεικτικά χημικών ή εκρηκτικών, ούτε πρέπει να υποστούν καταστροφή της περιουσίας τους και ότι η πρόσβαση στην υγειονομική περίθαλψη δεν μπορεί να περιορίζεται.
Η Ταξιαρχία Διάσωσης Β κατήγγειλε: “Σήμερα, για άλλη μια φορά, η ωμή καταστολή είναι παρούσα – σήμερα τιμωρούμαστε επειδή κρατάμε ένα κράνος με σταυρό και ασπίδα”, (σ.τ.μ: η στολή που φορούν, η οποία με τον κόκκινο σταυρό δείχνει ότι παρέχουν επείγουσα ιατρική περίθαλψη}. Παρά το προαναφερθέν διεθνές πρωτόκολλο που εγγυάται την προστασία όσων παρέχουν βοήθεια σε θύματα βίας, ο προβληματισμός της ταξιαρχίας αυτής είναι ακριβής. Θα μπορούσε κανείς να αναρωτηθεί, τι επιδιώκει η αστυνομία όταν καταδιώκει τις ταξιαρχίες υγείας; Κυνηγούν εκείνους που εγγυώνται, στο πλαίσιο των δυνατοτήτων τους, την ακεραιότητα των διαδηλωτών, παρεμβάλλοντας τους εαυτούς τους μεταξύ της βίας που το κράτος διαιωνίζει μέσω των θεσμών του και του στόχου αυτής της βίας, δηλαδή όσων διαδηλώνουν.
Μετά την αλλαγή της κυβέρνησης, η καταστολή αυξήθηκε και πάλι, το μέγεθος των τραυματισμών των διαδηλωτών και των επιθέσεων σε ομάδες υγείας αυξάνεται εβδομάδα με την εβδομάδα, και η ταξιαρχία των ιθαγενών Newen Mapuche συμφωνεί: “οι παρενοχλήσεις και οι επιθέσεις που υφιστάμεθα αυξάνονται”. Κατά τη διάρκεια της κυβέρνησης του Sebastián Piñera, αρκετοί εκπρόσωποι της σημερινής κυβέρνησης Μπόριτς, συμπεριλαμβανομένων μελών του σημερινού υπουργικού συμβουλίου, εξέφρασαν δημόσια την αλληλεγγύη τους προς τις Ταξιαρχίες Υγείας, ενώ βρίσκονταν στην αντιπολίτευση. Σήμερα, στις νέες τους θέσεις, έχουν υποστηρίξει τις αστυνομικές δυνάμεις και δεν έχουν κάνει καμία αναφορά στις παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων που συνεχίζουν να γίνονται στην πλατεία Ανεξαρτησίας και αλλού.
Η υποστήριξη που παρείχαν ο Μπόριτς και το υπουργικό του συμβούλιο στην αστυνομία νομιμοποίησε τις ενέργειές της και επέτρεψε στο θεσμό να συνεχίσει τις συνήθεις διαδικασίες του. Χωρίς να επεκταθούμε περαιτέρω, στις 12 Αυγούστου, μετά το τέλος της συνέντευξης Τύπου των brigadistas, η αστυνομία εθεάθη να τους ρίχνει νερό και αέριο, να τους σπρώχνει και να τους χτυπάει, για το οποίο αρκετοί από αυτούς χρειάστηκε να περιθάλπονται από άλλους εθελοντές υγείας. Αναφέρθηκε μεγάλος αριθμός τραυμάτων που προκλήθηκαν από τα χτυπήματα των αστυνομικών. Σύμφωνα με την προαναφερθείσα Συνθήκη της Γενεύης, οι κυβερνήσεις έχουν την υποχρέωση να διώκουν όσους παραβιάζουν τις διεθνείς συνθήκες.
Οι ταξιαρχίες κατέληξαν ζητώντας να δοθεί πραγματική προσοχή σε όλα αυτά τα ζητήματα από τα διάφορα αρμόδια όργανα, να γίνει σεβαστό το δικαίωμα στην κοινωνική διαμαρτυρία, τη ζωή και την ακεραιότητα των διαδηλωτών και των εθελοντών/τριών, επισημαίνοντας επίσης: “Όσο υπάρχει κάποιος που αγωνίζεται στους δρόμους, εμείς θα συνεχίσουμε ως ταξιαρχίες υγείας να προσφέρουμε με αφοσίωση και φροντίδα την υποστήριξή μας”.
Μετάφραση από ισπανικά: Pressenza Athens.