O Δείκτης Ακεραιότητας στον τομέα της Άμυνας (Government Defence Index – ‘GDI’) είναι η μόνη παγκόσμια αξιολόγηση της διακυβέρνησης και των κινδύνων διαφθοράς στον αμυντικό τομέα. Ο Δείκτης επικαιροποιήθηκε για την έκδοση του 2020, με τη συμπερίληψη αλλαγών στη μεθοδολογία και τη βαθμολογία. Αυτό σημαίνει ότι οι βαθμολογίες των χωρών σε αυτή την έκδοση 2020 δεν μπορούν να συγκριθούν με ακρίβεια με τις βαθμολογίες των χωρών στις προηγούμενες εκδόσεις του Δείκτη.
Ο Δείκτης Ακεραιότητας στον τομέα της Άμυνας αξιολογεί την ποιότητα των θεσμικών ελέγχων για τη διαχείριση του κινδύνου διαφθοράς στους θεσμούς άμυνας και ασφάλειας. Η ομάδα εμπειρογνωμόνων της Διεθνούς Διαφάνειας συγκεντρώνει στοιχεία από ένα ευρύ φάσμα πηγών σε 77 τομείς, με στόχο να παράγει μια λεπτομερή αξιολόγηση της ακεραιότητας των εθνικών αμυντικών θεσμών. Ο Δείκτης θέτει ένα πρότυπο μοντέλο για μία συνηγορία βασισμένη σε δεδομένα, ενώ είναι η κορυφαία στον κόσμο αξιολόγηση των κινδύνων διαφθοράς σε θεσμούς άμυνας. Όλα τα δεδομένα δημοσιεύτηκαν μεταξύ Οκτωβρίου 2019 και Νοεμβρίου 2021.
Ο Δείκτης μετρά τα επίπεδα κινδύνου διαφθοράς στους εθνικούς αμυντικούς θεσμούς. Η έρευνα για κάθε χώρα διεξάγεται από έναν ειδικό αξιολογητή, χρησιμοποιώντας ένα τυπικό σύνολο ερωτήσεων και ένα εργαλείο βαθμολόγησης. Η αξιολόγηση στη συνέχεια επανεξετάζεται ανεξάρτητα από τουλάχιστον δύο εμπειρογνώμονες και, όπου είναι δυνατόν, από το κατά χώρα παράρτημα της Διεθνούς Διαφάνειας. Οι κυβερνήσεις καλούνται να πραγματοποιήσουν επανεξέταση της αξιολόγησης και να υποβάλουν πρόσθετες πληροφορίες. Η Διεθνής Διαφάνεια αναγνωρίζει ότι οι πληροφορίες για θέματα άμυνας είναι εξαιρετικά μυστικές. Πιστεύει ότι η έλλειψη διαφάνειας στις αμυντικές δομές αποτελεί εξίσου σημαντικό κίνδυνο διαφθοράς με την ίδια την έλλειψη δομής. Το επίπεδο των ανεξάρτητων επαληθεύσιμων πληροφοριών επηρέασε, επομένως, τη βαθμολογία σε κάθε ερώτηση. Τέλος, αξίζει να σημειωθεί ότι η μυστικότητα μπορεί να δυσκολέψει την εύρεση υποθέσεων μελέτης και παραδειγμάτων, ενώ μπορεί να σημαίνει ότι τούτα καθυστερούν να έρθουν στο φως από δημοσιογράφους, ερευνητές ή βάσει του νόμου. Για το λόγο αυτό, κάποιοι υποκείμενοι δείκτες ενδέχεται να μην λαμβάνουν βαθμολογία, λόγω έλλειψης αποδεικτικών στοιχείων. Κάθε χώρα αξιολογείται σε 77 ερωτήσεις, με 200+ υποκείμενους δείκτες που οριοθετούν το εύρος της έρευνας.
Το ερωτηματολόγιο βασίζεται στην τυπολογία της Διεθνούς Διαφάνειας για την διαφθορά στον τομέα άμυνας και ασφάλειας, η οποία ορίζει πέντε βασικούς τομείς κινδύνου: (α) πολιτικός κίνδυνος, (β) οικονομικός κίνδυνος (γ) κίνδυνος ανθρώπινου δυναμικού, (δ) επιχειρησιακός κίνδυνος, (ε) κίνδυνος στον τομέα προμηθειών.
Σημεία παγκόσμιου ενδιαφέροντος [1]
•62% των χωρών έλαβαν συνολική βαθμολογία 49/100 ή λιγότερη, γεγονός που υποδηλώνει τον κρίσιμο κίνδυνο διαφθοράς στον αμυντικό τομέα.
•Η Νέα Ζηλανδία κατακτά την κορυφή του Δείκτη Ακεραιότητας στον τομέα της άμυνας, με βαθμολογία 85/100.
•Το Σουδάν σημειώνει τη χείριστη βαθμολογία με μόλις 5/100.
•Η μέση βαθμολογία για τις χώρες της G20 είναι 49/100.
•Μέση βαθμολογία στον τομέα στρατιωτικών επιχειρήσεων είναι 16/100, καθώς πολλές χώρες δεν περιλαμβάνουν την πάταξη της διαφθοράς ως βασικό πυλώνα του σχεδιασμού της αποστολής τους.
•81 χώρες αντιμετωπίζουν αυξημένο κίνδυνο στις στρατιωτικές επιχειρήσεις, γεγονός ανησυχητικό για τις κυβερνήσεις που εμπλέκονται σε διεθνείς παρεμβάσεις μέσω περιφερειακών και διεθνών οργανισμών.
Σημεία ευρωπαϊκού ενδιαφέροντος
Σύμφωνα με τον Δείκτη, για το έτος 2020, το 62 % των κρατών μελών της ΕΕ αντιμετωπίζουν αυξημένο κίνδυνο διαφθοράς στους τομείς άμυνας και ασφάλειας[2]
Κράτη μέλη που σημειώνουν χαμηλές βαθμολογίες έχουν πενιχρά εχέγγυα προστασίας για να αντιμετωπίσουν τη διαφθορά στους σχετικούς τομείς και παρουσιάζουν μεγαλύτερες πιθανότητες να αντιμετωπίσουν παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων[3].
Ο Δείκτης κατέταξε τις χώρες με ένα σύστημα αξιολόγησης από το Α (πολύ χαμηλός κίνδυνος διαφθοράς) έως το F (πολύ αυξημένος κίνδυνος διαφθοράς)[4].
Με μέσο όρο βαθμολογίας 59/100, 16 κράτη μέλη της ΕΕ που περιλαμβάνονται στον Δείκτη έχουν μεγαλύτερα εχέγγυα προστασίας έναντι των κινδύνων διαφθοράς σε σύγκριση με υπερδυνάμεις, όπως η Κίνα (28), η Ρωσία (36) και οι Ηνωμένες Πολιτείες (55).
Ωστόσο, όλες οι χώρες αναφοράς της ΕΕ παρουσιάζουν ανησυχητικές βαθμολογίες για τον κίνδυνο διαφθοράς σε στρατιωτικές επιχειρήσεις, καθώς οι παγκόσμιες στρατιωτικές δαπάνες έχουν αυξηθεί σε περίπου δύο τρισεκατομμύρια δολάρια ετησίως, τροφοδοτώντας την κλίμακα και την ευκαιρία για διαφθορά[5].
Σημεία ελληνικού ενδιαφέροντος[6]
Η Ελλάδα αντιμετωπίζει υψηλά επίπεδα κινδύνου διαφθοράς στους αμυντικούς θεσμούς της. Η οικονομική αδιαφάνεια, οι αδιαφανείς διαδικασίες προμηθειών και η ελλιπής εξωτερική εποπτεία είναι τα τρωτά σημεία της, ενώ τα εχέγγυα προστασίας από τη διαφθορά στις στρατιωτικές επιχειρήσεις είναι ιδιαίτερα αδύναμα.
Αναλυτικότερα, η Ελλάδα συγκεντρώνει την κάτωθι βαθμολογία στους πέντε νευραλγικούς τομείς κινδύνου στη διακυβέρνηση της άμυνας και ασφάλειας:
O κοινοβουλευτικός έλεγχος είναι περιορισμένος. Το Κοινοβούλιο έχει, σύμφωνα με τον νόμο, εξουσίες για τον έλεγχο της αμυντικής πολιτικής και της νομοθεσίας, καθώς και για την αναθεώρηση των προϋπολογισμών και των μεγάλων προμηθειών όπλων. Ωστόσο, δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να απορρίψει ή να ασκήσει βέτο στην αμυντική πολιτική, η διαμόρφωση της οποίας παραμένει προνόμιο της εκτελεστικής εξουσίας, με τον ρόλο του νομοθέτη να περιορίζεται απλώς σε προτάσεις.
Ο νομοθετικός έλεγχος υπονομεύεται επίσης συχνά από την εφαρμογή «επειγουσών διαδικασιών», γεγονός που περιορίζει τον χρόνο που έχουν οι βουλευτές για συζήτηση. Αυτή η διαδικασία εφαρμόσθηκε πρόσφατα σε σχέση με την απόκτηση 18 μαχητικών αεροσκαφών Rafale, με αποτέλεσμα οι βουλευτές να μην έχουν πλήρη πρόσβαση σε πληροφορίες για όλες τις πτυχές της σύμβασης.
Στην πράξη, δύο επιτροπές είναι υπεύθυνες για την αμυντική εποπτεία: η Διαρκής Επιτροπή Εθνικής Άμυνας και Εξωτερικών Υποθέσεων και η Επιτροπή Εξοπλιστικών Προγραμμάτων και Συμβάσεων, η οποία επικεντρώνεται αποκλειστικά στην αναθεώρηση μεγάλων προμηθειών όπλων. Η Διαρκής Επιτροπή Εθνικής Άμυνας και Εξωτερικών Υποθέσεων λειτουργεί περισσότερο ως forum συζήτησης για θέματα άμυνας παρά ως εποπτικό όργανο. Εκτός από την απαίτηση να εμφανίζονται οι Υπουργοί Άμυνας και Εξωτερικών ενώπιον της επιτροπής δύο φορές το χρόνο, υπάρχουν ελάχιστα στοιχεία που να καταδεικνύουν ότι η επιτροπή εξετάζει ενεργά την αμυντική πολιτική, τους προϋπολογισμούς ή τις δραστηριότητες ή ότι διεξάγει μακροχρόνιες έρευνες σε συγκεκριμένες πτυχές της άμυνας. Επιπλέον, ενώ η επιτροπή μπορεί να επανεξετάζει τους προϋπολογισμούς, δεν έχει την εξουσία να προτείνει αλλαγές και δεν υποβάλλει συστάσεις στους αρμόδιους θεσμούς.
Η οικονομική διαφάνεια και η πρόσβαση σε δεδομένα παραμένουν περιορισμένες. Ο δημοσιευμένος αμυντικός προϋπολογισμός περιέχει ορισμένες εκτενείς πληροφορίες για τις δαπάνες σε όλες τις λειτουργίες, συμπεριλαμβανομένων των μισθών, των προμηθειών και των κατασκευών. Ωστόσο, λείπει η περαιτέρω διάκριση σε κατηγορίες, υπονομεύοντας έτσι τη διαφάνεια σε βασικούς τομείς των αμυντικών δαπανών.
Ομοίως, οι εκθέσεις σχετικά με τις πραγματικές δαπάνες κατά τη διάρκεια του δημοσιονομικού έτους δεν δημοσιοποιούνται, για λόγους εθνικής ασφάλειας. Το Υπουργείο Οικονομικών ανά μη τακτά διαστήματα δημοσιεύει στοιχεία για τις αμυντικές δαπάνες, αλλά αυτό συμβαίνει μόνο κάθε δύο ή τρία χρόνια και οι πληροφορίες είναι εξαιρετικά συνοπτικές.
Όσον αφορά τις πηγές εσόδων, η δημοσίευση των εν λόγω χρηματορροών είναι αποσπασματική. Ως αποτέλεσμα, δεν είναι σαφής ο τρόπος με τον οποίο η αμυντική χρηματοδότηση από πηγές εκτός της κεντρικής κυβέρνησης λειτουργεί στην πράξη και για ποιους σκοπούς χρησιμοποιούνται αυτά τα κονδύλια. Η αξιοπιστία του προϋπολογισμού υπονομεύεται περαιτέρω από τη μη απαγόρευση στρατιωτικών δαπανών εκτός του προϋπολογισμού. Τέτοιες δαπάνες επιτρέπονται για «επείγοντα» είδη και έχουν χρησιμοποιηθεί στο παρελθόν για την απόκτηση στρατιωτικών ειδών.
Η διαφάνεια υπονομεύεται, επίσης, από τους περιορισμούς στην πρόσβαση σε πληροφορίες. Ως αποτέλεσμα, οι πολίτες δεν διαθέτουν σαφείς μηχανισμούς μέσω των οποίων να έχουν πρόσβαση σε αμυντικές πληροφορίες και η κουλτούρα του απορρήτου στην άμυνα περιορίζει την αποκάλυψη σημαντικού όγκου πληροφοριών.
Παρά τη σημαντική επένδυση στην άμυνα, τα εχέγγυα προστασίας από τη διαφθορά του ανθρώπινου δυναμικού εξακολουθούν να χρειάζονται ενίσχυση.
Για παράδειγμα, ενώ υπάρχει κώδικας δεοντολογίας τόσο για το πολιτικό όσο και για το στρατιωτικό προσωπικό, η έμφαση που δίνει στα ζητήματα διαφθοράς είναι αμελητέα. Ο σχετικός κώδικας κάνει μόνο μια αόριστη αναφορά στη διαφθορά και τις συγκρούσεις συμφερόντων, δεν κάνει αναφορά σε υποχρεώσεις μετά την αποχώρηση από την υπηρεσία και γενικά δεν παρέχει καμία καθοδήγηση σχετικά με το πώς πρέπει να ενεργεί το προσωπικό όταν αντιμετωπίζει τέτοιες καταστάσεις.
Ειδικότερα, όσον αφορά το στρατιωτικό προσωπικό, δεν δημοσιεύονται στοιχεία για παραβιάσεις του κώδικα δεοντολογίας ή για διώξεις για αδικήματα διαφθοράς, γεγονός που καθιστά δύσκολη την αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας του κώδικα. Η προσπάθεια καταπολέμησης της διαφθοράς αποδυναμώνεται περαιτέρω από την ελάχιστη εκπαίδευση σχετικά με τους κινδύνους διαφθοράς. Δεν υπάρχουν στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι τα προγράμματα κατάρτισης για την καταπολέμηση της διαφθοράς είναι υποχρεωτικά για το προσωπικό και η μόνη καταγραφή αυτής της εκπαίδευσης είναι όταν παρέχεται από ΜΚΟ.
Εμπόδιο στις προσπάθειες κατά της διαφθοράς στον τομέα της άμυνας είναι και η συνεχιζόμενη απουσία ενός γενικού νομικού πλαισίου που να παρέχει προστασία στους καταγγέλλοντες και ενός σαφούς συστήματος αναφοράς περιπτώσεων διαφθοράς (whistleblowing).
Οι δικλείδες ασφαλείας κατά της διαφθοράς στις στρατιωτικές επιχειρήσεις παραμένουν εξαιρετικά ανεπαρκείς, ενισχύοντας την απειλή που συνιστά η διαφθορά στους στόχους της αποστολής. Η Ελλάδα δεν θεωρεί επί του παρόντος τη διαφθορά στρατηγικό ζήτημα για την επιτυχία των στρατιωτικών επιχειρήσεων και δεν υπάρχουν στοιχεία ότι περιλαμβάνεται σε κάποια βασικά διαβαθμισμένα στρατηγικά έγγραφα. Ως αποτέλεσμα, αυτά τα ζητήματα δεν περιλαμβάνονται, επίσης, στη διαδικασία σχεδιασμού των μελλοντικών στρατιωτικών επιχειρήσεων και δεν υπάρχουν ενδείξεις ότι οι στρατηγικές καταπολέμησης της διαφθοράς εφαρμόζονται στο πεδίο. Ομοίως, σε επίπεδο εκπαίδευσης, η εκπαίδευση κατά της διαφθοράς πριν από την στρατιωτική επιχείρηση δεν παρέχεται με συνέπεια.
Αναμένεται αύξηση των αμυντικών προμηθειών της χώρας, με προμήθειες υλικού ύψους 1,5 δισεκατομμυρίων ευρώ να προορίζονται για τον σκοπό αυτό το επόμενο οικονομικό έτος ως μέρος της στρατηγικής της ελληνικής αμυντικής διπλωματίας. Το ύψος των προμηθειών δεν αποκαλύπτεται σε ολόκληρο το εύρος του, καθώς η πολιτική εθνικής άμυνας είναι εμπιστευτική. Το ίδιο ισχύει και για τη διαδικασία προσδιορισμού των αναγκών, και, ως εκ τούτου, υπάρχει έλλειψη σαφήνειας ως προς το εάν οι μεμονωμένες αγορές συνδέονται με στρατηγικούς στόχους. Αυτή η έλλειψη διαφάνειας είναι σύμπτωμα του ευρύτερου ζητήματος της αδιαφάνειας στις αμυντικές προμήθειες.
Οι προγραμματισμένες αγορές δεν δημοσιοποιούνται και η ακύρωση των πενταετών Ενιαίων Μεσοπρόθεσμων Αναπτυξιακών Προγραμμάτων έχει περιορίσει σημαντικά τη δημόσια προβολή των σχεδίων προμηθειών. Έτι περαιτέρω, η εποπτεία των στρατιωτικών αγαθών χαρακτηρίζεται περιορισμένη. Η Ενιαία Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Συμβάσεων (ΕΑΑΔΗΣΥ) λειτουργεί ως ο ανεξάρτητος εποπτικός φορέας για τις δημόσιες προμήθειες. Ωστόσο, δεν έχει τη δυνατότητα να ελέγχει τις συμβάσεις στον τομέα της άμυνας που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του ν. 3978/2011, ο οποίος καλύπτει την απόκτηση στρατιωτικών αγαθών και υπηρεσιών. Η ΕΑΑΔΗΣΥ μπορεί να ελέγχει μόνο μη στρατιωτικές προμήθειες που εμπίπτουν στη ρύθμιση του γενικού νόμου περί δημοσίων συμβάσεων (ν. 4412/2016). Ενώ το Ελεγκτικό Συνέδριο και η Επιτροπή Εξοπλιστικών Προγραμμάτων και Συμβάσεων μπορούν να ελέγχουν εξονυχιστικά τις αμυντικές προμήθειες, οι πεπερασμένοι πόροι τους καταδεικνύουν τα όριά τους.
Εν κατακλείδι, σκιαγραφείται ένας υπαρκτός και ολοένα πιο απειλητικός κίνδυνος διαφθοράς και έλλειψης μηχανισμών διαφάνειας και εποπτείας στον αμυντικό τομέα, με αιχμή του δόρατος τις στρατιωτικές επιχειρήσεις. Τα ευρήματα της Διεθνούς Διαφάνειας είναι αποκαλυπτικά και ενδεικτικά της αδήριτης και επιτακτικής πλέον ανάγκης για άρση του πέπλου αδιαφάνειας και μυστικότητας σε ό,τι αφορά τον τομέα της άμυνας.
Πηγή άρθρου: https://www.transparency.gr