“Η Κίνα είναι η υπ’ αριθμόν ένα απειλή για τις Ηνωμένες Πολιτείες”. Έτσι δήλωσε ο Νίκολας Μπερνς σε σχετικά πρόσφατη ακρόαση στη Γερουσία λίγο πριν την επιβεβαίωσή του ως πρεσβευτή των ΗΠΑ στην Κίνα. Ο Μπερνς είναι διπλωμάτης καριέρας με εμπειρία πολλών δεκαετιών, οπότε η δήλωσή του θα ικανοποίησε τους Ρεπουμπλικάνους γερουσιαστές που θα μπορούσαν να προσπαθήσουν να τορπιλίσουν την επιβεβαίωσή του. Ούτε θα δυσαρεστήσει τους Δημοκρατικούς γερουσιαστές, των οποίων οι απόψεις για την Κίνα δεν είναι τόσο διαφορετικές. Και για τις δύο πλευρές, η Κίνα αποτελεί σημαντική πρόκληση και ανταγωνιστή όχι μόνο από οικονομική αλλά και από γεωπολιτική και στρατιωτική άποψη.

Με τις οικονομικές μεταρρυθμίσεις που εφάρμοσε τη δεκαετία του 1970 ο Ντενγκ Σιαοπίνγκ, διάδοχος του Μάο Τσετούνγκ, η Κίνα σημείωσε μεγάλη πρόοδο και έγινε παγκόσμια οικονομική δύναμη. Μια ματιά στην οικονομική κατάσταση του μέσου Κινέζου το επιβεβαιώνει αυτό. Ενώ το μέσο εισόδημα κατά τη διάρκεια της ηγεσίας του Μάο ήταν λίγο πάνω από εκατό δολάρια το χρόνο, το σημερινό κατά κεφαλήν εισόδημα έχει φτάσει τα δέκα χιλιάδες δολάρια, καθιστώντας την Κίνα χώρα μεσαίου εισοδήματος. Η ετήσια ανάπτυξη της κινεζικής οικονομίας ήταν στρατοσφαιρική και το 2021 δημιούργησε περισσότερους από 750 δισεκατομμυριούχους, αριθμός μεγαλύτερος από το σύνολο των δισεκατομμυριούχων που δημιούργησαν η Ινδία, η Ρωσία και η Γερμανία και ελαφρώς μικρότερος από αυτόν που δημιούργησαν οι Ηνωμένες Πολιτείες (830), σύμφωνα με τα στοιχεία του Bloomberg Billionaire Index. Ωστόσο, τα οφέλη δεν έχουν φθάσει σε όλους τους Κινέζους, όπως επιβεβαιώνει το χάσμα μεταξύ αγροτικών και αστικών περιοχών.

Η οικονομική πρόοδος της Κίνας ώθησε την εξωτερική της πολιτική να επεκτείνει τις σχέσεις της με πολλές άλλες χώρες, ιδίως με εκείνες του αναπτυσσόμενου κόσμου, που αναζητούν νέες αγορές. Αλλά ακόμη και με τα βιομηχανικά μπλοκ της Ευρώπης και των ΗΠΑ, η Κίνα κατάφερε να συνάψει οικονομικές συμφωνίες που ωφέλησαν τους δυτικούς καταναλωτές και, σε μικρότερο βαθμό, τους Κινέζους καταναλωτές. Στις διμερείς οικονομικές σχέσεις της με τις ΗΠΑ, η Κίνα εξάγει προϊόντα που αντιστοιχούν σε 434 δισεκατομμύρια δολάρια ετησίως και εισάγει αγαθά και υπηρεσίες αξίας 124 δισεκατομμυρίων δολαρίων, ένα σημαντικό χάσμα για την Αμερική.

Η οικονομική άνοδος της Κίνας και το χάσμα εισαγωγών-εξαγωγών δεν έχουν περάσει απαρατήρητα. Υπενθυμίζεται ότι ο Ντόναλντ Τραμπ επέβαλε δασμούς στα κινεζικά προϊόντα, τους οποίους η σημερινή κυβέρνηση του Τζο Μπάιντεν εξακολουθεί να διατηρεί. Οι οικονομικές βελτιώσεις ώθησαν επίσης την Κίνα να εκσυγχρονίσει τους εξοπλισμούς της με τεράστιες επενδύσεις. Οι δραστηριότητες αυτές ενθάρρυναν την Κίνα να επιδιώξει να επιβάλει τις φιλοδοξίες της προκαλώντας ανησυχία όχι μόνο στις ΗΠΑ αλλά και στις συμμαχικές χώρες της Ασίας. Η Αυστραλία είναι μια εντυπωσιακή περίπτωση που ήρθε πρόσφατα στο φως της δημοσιότητας. Μετά την ανακοίνωση της Μαρίζ Πέιν, υπουργού Εξωτερικών της Αυστραλίας, ότι έπρεπε να διερευνηθεί η προέλευση της Covid-19, η Κίνα απάντησε με την επιβολή δασμών σε διάφορα αυστραλιανά προϊόντα. Το κλίμα έντασης μεταξύ των δύο χωρών οδήγησε στη δημιουργία του Aukus, της συμμαχίας μεταξύ ΗΠΑ, Βρετανίας και Αυστραλίας, η οποία με τη σειρά της οδήγησε την Αυστραλία στην αγορά αμερικανικών υποβρυχίων ικανών να εξοπλιστούν με πυρηνικά όπλα.

Αυτό έχει προφανώς προκαλέσει ανησυχία στην Κίνα. Για να μην ξεχνάμε τις ένοπλες δυνάμεις των ΗΠΑ που είναι ήδη παρούσες στην Ιαπωνία, τη Νότια Κορέα και άλλες χώρες που κατά κάποιο τρόπο φαίνεται να περικυκλώνουν την Κίνα. Φανταστείτε ποια θα ήταν η αντίδραση των ΗΠΑ αν υπήρχαν κινεζικές βάσεις κοντά σε αμερικανικό έδαφος. Οι εντάσεις αυτές εμφανίστηκαν επίσης αμέσως μετά τις προεδρικές εκλογές του 2020, όταν ο Τραμπ απορροφήθηκε πλήρως στην προσπάθεια να ανατρέψει το εκλογικό αποτέλεσμα. Μετά τις επιθέσεις στην Ουάσιγκτον στις 6 Ιανουαρίου, οι Κινέζοι φοβήθηκαν πιθανή εχθρική ενέργεια που θα εξαπέλυε ο Τραμπ για να αποσπάσει την προσοχή από τα γεγονότα στην Αμερική, δημιουργώντας μια κρίση που θα τον κρατούσε στην εξουσία και θα στερούσε από τον Μπάιντεν την προεδρική νίκη. Ο στρατηγός Μαρκ Μίλεϋ, αρχηγός του Γενικού Επιτελείου των Ενόπλων Δυνάμεων, τηλεφώνησε στους Κινέζους αντιπροσώπους του και τους διαβεβαίωσε ότι δεν επίκειται επίθεση και ότι πρόκειται για μια τυπική κατάσταση που αφορά τις αμερικανικές εκλογές.

Ένα ακανθώδες ζήτημα, ωστόσο, παραμένει η Ταϊβάν, το νησιωτικό έθνος που απέχει 120 μίλια από την Κίνα. Ο πρόεδρος Σι Τζίπινγκ έχει πει σε αρκετές περιπτώσεις ότι η Ταϊβάν αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα της Κίνας και ότι πρέπει να δημιουργηθεί ένα έθνος αντί για δύο. Για να επιβεβαιωθεί αυτή η ιδέα, κινεζικά αεροπλάνα ακολουθούν εναέριες πτήσεις απειλώντας τον εναέριο χώρο της Ταϊβάν. Τι θα έκαναν οι ΗΠΑ εάν η Κίνα αποφάσιζε να εισβάλει στην Ταϊβάν; Θα διακινδύνευαν αμερικανικές ζωές για να κρατήσουν την Ταϊβάν χωριστά από την Κίνα; Αυτό φαίνεται απίθανο, όπως απίθανος φαίνεται και ένας στρατιωτικός ελιγμός της Κίνας. Υπάρχουν άλλες προτεραιότητες αυτή τη στιγμή. Η οικονομία της Κίνας συνεχίζει να πηγαίνει καλά, αλλά η ανάπτυξη έχει επιβραδυνθεί για πολλούς λόγους. Ένας από αυτούς είναι το γεγονός ότι κατά τις προηγούμενες δεκαετίες ο πληθυσμός της Κίνας ήταν πολύ νέος, ενώ ο πληθυσμός των ηλικιωμένων ήταν πολύ χαμηλός, με 10 ενήλικες σε ηλικία εργασίας να συντηρούν 1 άνω των 65 ετών. Υπήρχε λοιπόν μεγάλη παραγωγή και ήταν αρκετά εύκολο να στηρίξουν τους ηλικιωμένους. Τον τελευταίο καιρό ωστόσο, ο αριθμός αυτός έχει μειωθεί, αν και όχι τόσο σοβαρά όσο σε άλλες βιομηχανικές χώρες, όπου ο αριθμός αυτός ήταν 5 εργαζόμενοι για έναν άνω των 65 ετών. Οι δημογραφικές αλλαγές δεν είναι πλέον τόσο ελπιδοφόρες στην Κίνα, λόγω του χαμηλού αριθμού γεννήσεων.

Επομένως, η Κίνα έχει τις δικές της προκλήσεις που συνδέονται με όσα συνέβησαν και συνεχίζουν να συμβαίνουν στο εξωτερικό, όπως επιβεβαιώνει η πρόσφατη πανδημία. Παρ’ όλα αυτά, οι υποψίες για επιθετική πολιτική συνεχίζουν να οργιάζουν και οι φόβοι διαμορφώνουν την πολιτική. Η πρόσφατη δοκιμή ενός κινεζικού υπερηχητικού πυραύλου προκάλεσε αναστάτωση. Κάποιοι δήλωσαν ότι είναι πολύ κοντά σε μια “στιγμή Σπούτνικ”, υπενθυμίζοντας τον δορυφόρο που εκτόξευσαν οι Ρώσοι το 1957 και ο οποίος σήμανε συναγερμό στον αγώνα για την κατάκτηση του διαστήματος. Στην πραγματικότητα, όχι μόνο ο κινεζικός πύραυλος απέτυχε να χτυπήσει τον στόχο του, αλλά η ταχύτητά του είναι πολύ χαμηλότερη από τους πυραύλους που χρησιμοποιούν ήδη οι Αμερικανοί και οι Ρώσοι από το 1959, οι οποίοι φτάνουν είκοσι φορές την ταχύτητα του ήχου. Ωστόσο, ο φόβος είναι πολύ ισχυρός και στην Ουάσιγκτον. Παρά το τοξικό κλίμα μεταξύ Ρεπουμπλικανών και Δημοκρατικών, δεν υπάρχει διαφωνία σχετικά με την Κίνα και τη σημασία των αμυντικών δαπανών, οι οποίες εγκρίνονται με διακομματικό τρόπο.

Στην πραγματικότητα, πρέπει να αναγνωρίσουμε τη διασύνδεση μεταξύ των χωρών, ιδίως εκείνων που βρίσκονται στην πρώτη γραμμή λόγω της σημασίας τους. Η Κίνα αναγκάζεται να εισάγει τρόφιμα για να θρέψει τους πολίτες της, καθώς αδυνατεί να παράγει αρκετά, εν μέρει λόγω της κλιματικής αλλαγής, αλλά και λόγω της βιομηχανικής της πολιτικής. Ο πραγματικός φόβος πρέπει να είναι η κλιματική αλλαγή, η καταπολέμηση της οποίας απαιτεί όχι μόνο την αμερικανική ηγεσία ως μοναδική υπερδύναμη, αλλά και τους Κινέζους, οι οποίοι με 1,4 δισεκατομμύρια ανθρώπους θα μπορούσαν όχι μόνο να συμβάλλουν αλλά και να βοηθήσουν σημαντικά στη διάσωση του πλανήτη. Οι κινεζικές και κυρίως οι αμερικανικές στρατιωτικές δαπάνες μας καθιστούν όλο και λιγότερο ασφαλείς.

 

Μετάφραση από τα ιταλικά: Pressenza Athens.