Το Δεκέμβριο του 2020, κυκλοφόρησε ένα βιβλίο του Νόαμ Τσόμσκι στα γερμανικά με τίτλο: «Περί αναρχισμού. Σαράντα χρόνια συνεισφοράς. Επιλεγμένα κείμενα, μετάφραση και σχόλια του Rainer Barbey»*.
To παρόν κείμενο δημοσιεύτηκε αρχικά σαν εισαγωγή στη δίτομη έκδοση του Rudolf Rizman με τίτλο «Antologija anarhizma» (Ανθολογία του αναρχισμού). O αναρχο-συνδικαλιστής στοχαστής Rudolf Rocker περιέγραψε τον σύγχρονο αναρχισμό σαν τη συνάντηση «δύο ρευμάτων, του σοσιαλισμού και του φιλελευθερισμού, που βρήκαν τεράστια απήχηση πριν και μετά τη Γαλλική Επανάσταση στην πνευματική ζωή της Ευρώπης». Σε αυτήν την κατεύθυνση, τα πιο εποικοδομητικά στοιχεία του σύγχρονου αναρχισμού, τόσο σε θεωρητικό όσο και σε πρακτικό επίπεδο παράγονται από μία κριτική του φιλελεύθερου καπιταλισμού καθώς και άλλες τάσεις που αυτοαποκαλούνται σοσιαλιστικές. Στην εκκολαπτόμενη καπιταλιστική τάξη, τα φιλελεύθερα ιδεώδη του Διαφωτισμού δεν μπορούσαν να εφαρμοστούν καθολικά παρά μερικώς και περιορισμένα: «Η δημοκρατία, με το σύνθημα περί ισότητας όλων των πολιτών μπροστά στο νόμο και ο φιλελευθερισμός με τα ατομικά δικαιώματα απέτυχαν στις πραγματικότητες της καπιταλιστικής οικονομίας», όπως επακριβώς διαπίστωσε ο Rudolf Rocker. Kάτι που σημαίνει ότι, εκείνοι που αναγκάζονται να πουλήσουν τον εαυτό τους στους κατόχους του κεφαλαίου για να επιβιώσουν, θα στερηθούν ένα από τα σημαντικότερα θεμελιώδη δικαιώματά τους: το δικαίωμα στην παραγωγική, δημιουργική και ικανοποιητική εργασία, ανεξάρτητοι και αλληλέγγυοι με τους υπόλοιπους. Και κάτω από τους ιδεολογικούς περιορισμούς της καπιταλιστικής δημοκρατίας είναι πρωταρχικό να ικανοποιήσεις τις ανάγκες εκείνων που είναι σε θέση να πάρουν επενδυτικές αποφάσεις: εάν οι απαιτήσεις τους δεν καλυφθούν, δεν θα υπάρξει ούτε παραγωγή, ούτε εργασία, πόσο μάλλον κοινωνικές παροχές και μέσα διαβίωσης.
Θέλοντας και μη, όλοι βάζουν στην άκρη τους ίδιους και τις ανάγκες τους προς όφελος της επιτακτικής ανάγκης της εξυπηρέτησης των συμφερόντων των ιδιοκτητών και των στελεχών που κατευθύνουν την κοινωνία που, επιπλέον, λόγω των οικονομικών τους δυνατοτήτων είναι στο χέρι τους να σφυρηλατήσουν το ιδεολογικό σύστημα (ΜΜΕ, σχολεία, πανεπιστήμια κ.λπ.) σύμφωνα με τα συμφέροντά τους, να καθορίσουν τους όρους της πολιτικής ζωής, τις παραμέτρους και τα βασικά της προγράμματά, καθώς και, αν είναι αναγκαίο, να διαθέσουν τα μέσα της κρατικής εξουσίας με σκοπό να καταστείλουν κάθε επίθεση ενάντια στις κατεστημένες εξουσίες.
Στην αρχή των φιλελεύθερων δημοκρατικών επαναστάσεων, ο πρόεδρος του Κογκρέσου και πρώτος Ανώτατος Δικαστής των Ηνωμένων Πολιτειών, Τζον Τζέι, αυτό το είχε συνοψίσει, δηλώνοντας ότι: «Ο λαός που του ανήκει η γη πρέπει και να την κυβερνά». Και φυσικά το κάνουν και αυτό, ανεξάρτητα ποια πολιτικής φατρία βρίσκεται στην εξουσία. Δύσκολα θα μπορούσε να γίνει κάτι διαφορετικό στο μέτρο που η οικονομική εξουσία είναι συγκεντρωμένη σε μια πολύ μικρή περιοχή και που οι ουσιώδεις αποφάσεις σε ότι αφορά την ποιότητα ζωής και τις σημαντικότερες επενδυτικές αποφάσεις βρίσκονται, ουσιαστικά, πέρα του δημοκρατικού ελέγχου.
Παρομοίως, στις καπιταλιστικές δημοκρατίες η αρχή της ισότητας μπροστά στο νόμο δεν μπορεί παρά εν μέρει να υλοποιηθεί. Το κράτος δικαίου υπάρχει σε διάφορες βαθμίδες, αλλά, στην πραγματική λειτουργία, όπως και σε πλήθος άλλων πραγμάτων σε μία καπιταλιστική κοινωνία, η ελευθερία γίνεται ένα είδος εμπορεύματος: παίρνεις μόνο ό,τι μπορείς να πληρώσεις. Σε μία εύφορη κοινωνία, μία μεγάλη μερίδα του λαού διαθέτει διόλου αμελητέα μέσα για να έχει πρόσβαση στην ελευθερία, ωστόσο για όσους δεν διαθέτουν την οικονομική άνεση για να τα αποκτήσουν, οι τυπικές νομικές εγγυήσεις έχουν μικρή σημασία.
Γενικότερα, όταν υλοποιούνται τα ιδεώδη του Διαφωτισμού δεν είναι παρά, μια χλωμή εικόνα των αξιών τους για τον άνθρωπο. Η έννοια της καπιταλιστικής δημοκρατίας είναι στην πραγματικότητα μία εσωτερική αντίφαση, όταν με τον όρο «δημοκρατία» εννοούμε ένα σύστημα στο οποίο οι απλοί πολίτες έχουν τα μέσα για να συμμετέχουν αποτελεσματικά στις αποφάσεις που καθορίζουν τις ζωές τους και οι οποίες αφορούν τις κοινωνίες τους.
[…]
Ήταν μία από τις μεγαλύτερες κατακτήσεις του 18ου αιώνα η σύλληψη της ιδέας και, εν μέρει, ακόμα και οι βασικές μορφές της πολιτικής δημοκρατίας, να συμπεριληφθεί η προστασία των δικαιωμάτων του ατόμου ενάντια στα αυταρχικά καθεστώτα. Μένει όμως ένας στόχος που δεν έχει ακόμα επιτευχθεί: να επεκταθεί η δημοκρατία πέρα από τον στενά οριοθετημένο τομέα μέσα στον οποίο σχεδόν λειτουργεί σε όλους τους τομείς της κοινωνικής και οικονομικής ζωής με αποτελεσματικό έλεγχο των παραγωγών στην παραγωγή και τις επενδύσεις καθώς και με την κατάργηση των ιεραρχιών και των δομών εξουσίας στους κόλπους του Κράτους, του ιδιωτικού τομέα αλλά και σε άλλες σφαίρες της κοινωνικής ζωής.
Στις περισσότερες χώρες του κόσμου, οι επαναστατικές ιδέες του 18ου αιώνα απέχουν αρκετά από την πραγματοποίησή τους, πόσο μάλλον η εξάλειψη της δυσχέρειας, της πείνας και της υποδούλωσης από εξωτερικές και εσωτερικές δυνάμεις. Οι εποικοδομητικές προσπάθειες να ξεπεραστούν η δυστυχία και η καταπίεση, φυσικά, εμποδίζονται από εκείνους που επωφελούνται από τη διαιώνισή τους και αυτό αποτελεί την τραγωδία δίχως τέλος του νεωτερισμού.
Οι αρχές του αληθινού σοσιαλισμού παραμένουν ένα όραμα και ο κύριος στόχος για τους μελλοντικούς αγώνες. Για να αντιμετωπίσουμε, ή έστω να κατανοήσουμε τα προβλήματα που πρόκειται να προσεγγίσουμε, πρέπει να μπορέσουν να απαλλαγούμε από μία σειρά ψεμάτων και παρωδιών, όπου η χρήση του όρου «σοσιαλισμός» χρησιμοποιείται για να ορίσουμε ένα σύστημα που απορρίπτει ενεργά τις θεμελιώδεις αρχές του, αντιπροσωπεύει μόνο ένα σημαντικό δομικό στοιχείο.
Η παράδοση των αναρχικών ιδεών και, επιπλέον, εκείνη των εμπνευσμένων αγώνων των λαών που προσπάθησαν να απελευθερωθούν από την υποδούλωση και την καταπίεση, θα πρέπει να διατηρηθεί και να συντηρηθεί, όχι το πάγωμα σκέψεων και ιδεών κάτω σε μία νέα μορφή, αλλά ως μία βάση κατανόησης της κοινωνικής πραγματικότητας και της δέσμευσης να την αλλάξουμε. Δεν υπάρχει λόγος να κάνουμε υποθέσεις ότι η ιστορία έχει φτάσει στο τέλος της και ότι οι αυταρχικές δομές του παρόντος είναι αμετακίνητες. Θα ήταν, επίσης, λάθος να υποτιμήσουμε την ισχύ των κοινωνικών δυνάμεων που θα παλέψουν για να διατηρήσουν τη δύναμη και τα κεκτημένα τους.
Η επιστήμη, σήμερα, απέχει πολύ από το να αποδείξει αυτά τα γεγονότα, ωστόσο δεν μπορούμε παρά να ελπίζουμε ότι αυτό το «ένστικτο για ελευθερία» για το οποίο μίλησε κάποτε ο Μπακούνιν είναι πράγματι ένα κεντρικό στοιχείο της ανθρώπινης φύσης, το οποίο δεν μπορεί να μείνει για καιρό με το κεφάλι στον πυθμένα, από αυταρχικά δόγματα πίστης και την απελπισία που προκαλούν, τις σχέσεις ισχύος και την καταστροφή που προκαλούν.
Νόαμ Τσόμσκι
* Noam Chomsky: „Über Anarchismus. Beiträge aus vier Jahrzehnten.“ Ausgewählt, übersetzt und kommentiert von Rainer Barbey. Verlag Graswurzelrevolution 2020. 270 Seiten. ca. 24.00 SFr. ISBN 978-3-939045-42-7.
Μετάφραση από τα γαλλικά για την ελληνική Pressenza: Ανδρέας Παπαγγελόπουλος