Γράφει ο Νάσος Θεοδωρίδης*, πρώτη δημοσίευση στην Εφημερίδα των Συντακτών, [24.07.2020]

Στον αντίποδα των δεκαετιών του ’60 και του ’70, όταν μια βαθιά ελευθεριακή αντίληψη διαπότιζε τη σκέψη και τη δράση πρωτοπόρων κινημάτων της ευρύτερης Αριστεράς αλλά και της οικολογίας εκείνης της περιόδου, προτάσσοντας ορθά έναν τρόπο ζωής απαλλαγμένο από καταναγκασμούς και απαγορεύσεις, σήμερα παρατηρείται ότι ένα κύμα «ηθικισμού» και νεοπουριτανισμού, που έχει ενδυθεί τον μανδύα του φεμινισμού, καπηλευόμενο όμως τις χειραφετητικές αξίες του τελευταίου, έχει κατακλύσει τον πολιτικό λόγο αρκετών ριζοσπαστικών κοινωνικοπολιτικών ομάδων ακτιβισμού (ευτυχώς όχι όλων) και τον έχει καταστήσει σε επιμέρους θέματα εξόχως συντηρητικό, ειδικά από τη δεκαετία του ’90 και μετά. Το φαινόμενο αυτό αποτελεί μια πτυχή της συνολικότερης θεώρησης που πηγάζει από την ιδεολογία της πολιτικής ορθότητας, για την οποία έχουν γραφτεί και ειπωθεί πάρα πολλά. Στην Ελλάδα, ευτυχώς, οι φωνές αυτές είναι μειοψηφικές, αλλά είναι σκόπιμο να αντικρούονται από ελευθεριακή αριστερή σκοπιά, καθώς δεν έχουν καμία σχέση με απελευθερωτικά αξιακά προτάγματα, εφόσον την ισότητα δεν τη νοούν «εν τη ελευθερία», ως θα όφειλαν, αλλά ως ξεκρέμαστη και μετέωρη έννοια.

Με βάση το Σύνταγμα, η ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας αποτελεί το κύριο περιεχόμενο της αξιοπρέπειας του ανθρώπου και σημαίνει προπάντων πλήρη και απόλυτη αυτοδιάθεση, δηλαδή το δικαίωμα και συνάμα την ελευθερία κάθε ανθρώπου να διαμορφώνει τη ζωή του σύμφωνα με τις κλίσεις, τις ικανότητες, τα ενδιαφέροντα και τις κοσμοθεωρητικές αντιλήψεις του, χωρίς να είναι επιτρεπτή οποιαδήποτε επέμβαση των οργάνων του κράτους που να οδηγεί στη δημιουργία ενός ενιαίου τύπου προσωπικότητας και κατ’ επέκταση στην «αποπροσωποποίηση» του ανθρώπου ή στην επιβολή ενός ηθικού αρχέτυπου που θα πρέπει να προσδιορίζει τις πράξεις του.

Έτσι, κατά πρώτον, είναι προφανές ότι οι υπέρμαχοι της απαγόρευσης της σεξουαλικής εργασίας, προσκολλημένοι/ες στο στερεότυπο των φτωχικών «κόκκινων φαναριών» του 1950, δεν έχουν στοιχειωδώς συνομιλήσει με πλήθος από νέες κοπέλες (αλλά πλέον και νεαρούς άνδρες) της διπλανής πόρτας (μορφωμένες/ους και ακομπλεξάριστες/ους), που συνειδητά έχουν επιλέξει τον συγκεκριμένο θεμιτό επιπρόσθετο τρόπο εισοδηματικής ενίσχυσης (χωρίς να αποτελεί απόρροια αφόρητης φτώχειας, πείνας και δυστυχίας – όχι φυσικά ότι δεν υπάρχουν και αυτές οι περιπτώσεις, αλλά αυτό ισχύει και σε εκείνους/ες που ασκούν άλλες δραστηριότητες). Και βέβαια, εφαρμόζοντας εσφαλμένες πρακτικές ακραίας «υποκατάστασης», οι επικριτές δεν επιδιώκουν κανένα γόνιμο διάλογο με τα οργανωμένα σωματεία και φορείς του συγκεκριμένου χώρου, προκειμένου να μην αμφισβητηθεί η δογματική τους προσέγγιση.

Υποστηρίζω ότι η κατ’ επάγγελμα διάθεση του σώματος στο σεξ (ασχέτως φύλου) δεν είναι πιο επώδυνη ή πιο αθέμιτη από τη διάθεση του σώματος ενός εργάτη στα ανθρακωρυχεία. Σε όλες τις περιπτώσεις, το μόνο διακύβευμα είναι το κατά πόσον υφίσταται πραγματική απουσία καταναγκασμού. Διότι όντως το νεφρό σου μόνο λόγω φτώχειας νοείται να το πουλήσεις (άρα εδώ έχουμε καταναγκασμό), ενώ το σώμα σου μπορείς να το διαθέσεις επί πληρωμή, στο πλαίσιο μιας γενικότερης (ακόμη και δικής σου) απόλαυσης. Συνήθως οι ίδιοι οι σεξεργάτες σού απαντούν με τη σωστή φράση: «το τερπνόν μετά του ωφελίμου». Εκτός βέβαια αν όλο αυτό εσύ το θεωρείς εξορισμού «ανήθικο» (επειδή η πληρωμένη απόλαυση είναι «κακό πράγμα»).

Όμως τότε δεν μπορείς ταυτόχρονα να είσαι και προοδευτικός – παρά μόνο ηθικιστής και συνάμα άφρων ουτοπιστής (αφού με τη λογική σου αυτή δεν θα μπορέσεις ποτέ να εξασφαλίσεις ισότιμη πρόσβαση σε μια «μη πληρωμένη» απόλαυση, αναφορικά π.χ. με τον/την κάθε διαφορετικό συμπολίτη μας, δηλαδή τον/την άσχημο/η, ντροπαλό/ή, δειλό/ή, φοβικό/ή, έχοντα/ουσα κάποια δυσπλασία ή άλλου είδους πρόβλημα, τον/την ηλικιωμένο/η, κ.λπ.)· και αυτός άλλωστε είναι ο λόγος που η σεξουαλική εργασία δεν θα εκλείψει –και δεν πρέπει να εκλείψει– ούτε κι όταν κατορθώσουμε να θεσπίσουμε επιτέλους στη Γη τον σοσιαλισμό των ονείρων μας!).

Κατά δεύτερον, όσοι/ες ταυτίζουν την προαιρετική σεξουαλική εργασία με το κατακριτέο τράφικινγκ, παίζουν άθελά τους το παιχνίδι των εμπόρων σάρκας που μέσω της καταστολής και της παρανομίας βγαίνουν πάντα κερδισμένοι οικονομικά, και δεν βοηθούν καθόλου στην επίλυση ενός πραγματικού προβλήματος παραβίασης δικαιωμάτων γυναικών όπως είναι το τράφικινγκ (βία, εξαναγκασμός, εκμετάλλευση).

Τέλος, η ποινικοποίηση των πελατών/ισσών της σεξουαλικής εργασίας καθιστά τους/τις σεξουαλικά εργαζόμενους/ες πιο ανυπεράσπιστους/ες απέναντι στη βία, τις προσβολές της προσωπικότητάς τους, τους εκβιασμούς από πελάτες και την αστυνομία και την εκμετάλλευσή τους από τρίτους. Άλλωστε πραγματικά ριζοσπαστικός φεμινισμός θα ήταν μόνο εκείνος που θα διεκδικούσε ισότητα των φύλων σε όλους εκείνους τους τομείς στους οποίους κάποτε ήταν αδιανόητη η πρόσβαση της γυναίκας. Όμως απελευθερωμένη είναι η γυναίκα που διεκδικεί το δικαίωμά της να είναι ισότιμη πελάτισσα ως προς τη χρήση σεξουαλικών υπηρεσιών, ακριβώς όπως και ο άνδρας, χωρίς να κινδυνεύει να στιγματιστεί ή να υποστεί υβριστικούς χαρακτηρισμούς από την πατριαρχική κοινωνία.

*Δικηγόρος και μέλος του Τομέα Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Μεταναστευτικής Πολιτικής του ΜέΡΑ25


Κείμενα με παρόμοιο περιεχόμενο:

Εργασία στο σεξ, δικαιώματα και λύσεις

17 Δεκεμβρίου: διεθνής ημέρα για τον τερματισμό της βίας που αντιμετωπίζουν τα πρόσωπα που ασκούν σεξουαλική εργασία

Εργασία στο σεξ και πρόσφυγες στην Τουρκία

Daniel Raventós: “ένα άτομο που ζει σε συνθήκες φτώχειας δεν είναι ούτε μπορεί να είναι ελεύθερο”