Από τη φετινή έκθεση του Δικτύου Καταγραφής Περιστατικών Ρατσιστικής Βίας, που δόθηκε χτες στη δημοσιότητα σε διαδικτυακή συνέντευξη τύπου, διαβάζουμε αρχικά τα εξής συμπεράσματα:

1. Το Δίκτυο συνεχίζει να καταγράφει επιθέσεις που παρουσιάζουν στοιχεία οργάνωσης ή τελούνται από οργανωμένες ομάδες και διαπιστώνει αυξητική τάση σε ό,τι αφορά τα περιστατικά με δράστες μεμονωμένα άτομα (γείτονες, ιδιοκτήτες ακινήτων στις οικίες που διαμένουν πρόσφυγες, υπάλληλοι ΜΜΜ κλπ.)

2. Το Δίκτυο κατέγραψε περιστατικά εις βάρος Ελλήνων πολιτών λόγω της εθνοτικής τους καταγωγής αλλά και βίαιες επιθέσεις σε μνημεία ή λατρευτικούς χώρους Ελλήνων πολιτών διαφορετικής θρησκευτικής ταυτότητας. Μάλιστα, στο εν λόγω πλαίσιο, ενώ φαίνεται να μειώθηκαν οι αντισημιτικές επιθέσεις σε σχέση με το 2018 (2 περιστατικά για το 2019, 9 περιστατικά για το 2018), μέσα από περιστατικό που καταγράφθηκε σε μουσουλμανικό νεκροταφείο αναδεικνύεται το αντι-ισλαμικό κίνητρο της συγκεκριμένης επίθεσης.

3. Οι καταγραφές επιθέσεων κατά ατόμων ΛΟΑΤΚΙ παρουσιάζουν αύξηση σε σχέση με το 2018, γεγονός που ενισχύει τον προβληματισμό του Δικτύου για το ότι η ομοφοβία και η τρανσοφοβία παραμένουν ευρέως διαδεδομένες.

4. Σταθερά υψηλά είναι τα καταγεγραμμένα περιστατικά με την εμπλοκή ένστολων και δημόσιων λειτουργών. Τα εν λόγω περιστατικά ενισχύουν τον θεσμικό ρατσισμό, αποκλείουν ή καθυστερούν τα θύματα από την πρόσβαση σε αγαθά και υπηρεσίες που δικαιούνται, ενώ στην χείριστη έκφανσή τους συμβάλλουν στη δημιουργία κλίματος ανασφάλειας και εκφοβισμού.

5. Ανησυχητικές παραμένουν οι επιθέσεις σε βάρος των υπερασπιστών των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Η απουσία πλαισίου προστασίας τους εντείνει την ανησυχία του Δικτύου.

 

Στιγμιότυπο από τη διαδικτυακή συνέντευξη τύπου του Δικτύου – 2020.

Σε τι πλαίσιο εντάσσει το Δίκτυο τη σημερινή κατάσταση;

Το 2019 ήταν μια χρονιά που σηματοδοτήθηκε σε μεγάλο βαθμό στη δημόσια σφαίρα από τις εθνικές και αυτοδιοικητικές εκλογές στο εσωτερικό της χώρας και από τις εκλογές για την ανάδειξη νέου Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Η παρουσία και η εμπρηστική ρητορική ακροδεξιών πολιτικών δυνάμεων στην Ευρώπη συνεχίζει να εδραιώνεται, ενώ παράλληλα, εν όψει των εκλογών σε ευρωπαϊκό και εθνικό επίπεδο, ενισχύεται ο μισαλλόδοξος λόγος – με έμφαση στον εθνικιστικό και ρατσιστικό λόγο – προτάσσονται απλουστευτικές προσεγγίσεις σε πολύπλοκα ταυτοτικά και μεταναστευτικά ζητήματα και υιοθετείται ευρέως μια πολιτική ατζέντα που στρέφεται μονοσήμαντα στα ζητήματα μετανάστευσης, νόμου και τάξης.

Η διεθνής και ευρωπαϊκή πόλωση και οι – πολλές φορές – αδιέξοδες πολιτικές στο ζήτημα των προσφύγων και μεταναστών/ριών, σε συνδυασμό με εθνικούς και τοπικούς παράγοντες διαμόρφωσης της κατάστασης στην Ελλάδα, επηρεάζουν πολιτικές κατευθύνσεις και ισορροπίες στα νέα κοινοβούλια της χώρας και της Ευρώπης. Υπό αυτές τις συνθήκες, η ρατσιστική ρητορική εδραιώνεται, νομιμοποιώντας αντίστοιχες θεσμικές επιλογές και συμβάλλοντας στις αυξανόμενες βίαιες ξενοφοβικές και ρατσιστικές επιθέσεις που παρατηρούνται ήδη από τις αρχές του 2020.

Επίσης, το 2019 σηματοδοτεί το τέλος της κοινοβουλευτικής πορείας του κόμματος της Χρυσής Αυγής, η οποία ξεκίνησε από τα μέσα του 2012. Η επιρροή της Χρυσής Αυγής στο εκλογικό σώμα της χώρας συρρικνώθηκε δραστικά κατά την τελευταία εκλογική διαδικασία, χωρίς αυτό να σημαίνει απαραίτητα τον περιορισμό της ακροδεξιάς ρητορικής στη δημόσια σφαίρα. Το μεγαλύτερο μέρος των ψηφοφόρων της Χρυσής Αυγής μοιάζει να την εγκαταλείπει και να κατευθύνεται προς άλλα κόμματα που υιοθετούν μισαλλόδοξο λόγο. Ωστόσο, ο κατά συνέπεια αποκλεισμός της Χρυσής Αυγής από το Ελληνικό Κοινοβούλιο σηματοδοτεί την εφεξής απομόνωσή της από το πολιτικό προσκήνιο. Η εξέλιξη αυτή σε ένα μεγάλο βαθμό δρομολογείται ως αποτέλεσμα της ποινικής διαδικασίας και της διάλυσης που φαίνεται να προκαλεί στο εσωτερικό του κόμματος, καθώς βέβαια και της κοινωνικής και πολιτικής πίεσης που ασκείται στη Χρυσή Αυγή τα τελευταία χρόνια από ένα ευρύ δημοκρατικό και αντιρατσιστικό κίνημα.

Μολονότι τα κρούσματα οργανωμένης βίας έχουν μειωθεί από την περίοδο προ και κατά το 2013, το Δίκτυο και το 2019 κατέγραψε σημαντικό αριθμό επιθέσεων που παρουσιάζουν στοιχεία οργάνωσης ή τελούνται από οργανωμένες ομάδες και στοχοποιούν πρόσφυγες και μετανάστες. Επιθέσεις από οργανωμένες ομάδες κατά αιτούντων άσυλο και προσφύγων λαμβάνουν χώρα, κατά το 2019, όχι μόνο στα μεγάλα αστικά κέντρα αλλά και στην περιφέρεια, ειδικά σε περιοχές που υπάρχουν δομές φιλοξενίας αιτούντων άσυλο ή ασυνόδευτων ανηλίκων. Επιπλέον, επιθέσεις από ακροδεξιές ομάδες φαίνεται να δέχονται και λατρευτικοί χώροι ή μνημεία που συνδέονται με θρησκευτικές κοινότητες Ελλήνων πολιτών, οι οποίοι ωστόσο δεν ανήκουν στην κυρίαρχη θρησκευτική ταυτότητα της χώρας (μουσουλμανικό νεκροταφείο, μνημεία Ολοκαυτώματος). Οι εν λόγω επιθέσεις αναδεικνύουν για μία ακόμη φορά την ύπαρξη οργανωμένων ή ημιάτυπων αντισημιτικών και αντι-ισλαμικών τάσεων εντός της ελληνικής κοινωνίας. Το Δίκτυο έχει επίγνωση των όψεων του αντισημιτισμού και του αντι-ισλαμισμού στην Ελλάδα και για το λόγο αυτό, επαγρυπνά γνωρίζοντας την ανάγκη ανάπτυξης περαιτέρω συμμαχιών με τις αντίστοιχες κοινότητες.

Πέραν των επιθέσεων από οργανωμένες ομάδες που εμφορούνται από ακροδεξιές πεποιθήσεις το Δίκτυο διαπιστώνει για το 2019 την αυξητική τάση στα περιστατικά καθημερινής ρατσιστικής βίας. Με τον όρο «καθημερινή» επιχειρούμε να περιγράψουμε την έκφραση ρατσιστικών συμπεριφορών ή και ρατσιστικής βίας, συνήθως χαμηλής έντασης, η οποία εκφράζεται από μεμονωμένα άτομα, κατά τη διάρκεια της διαχείρισης της καθημερινότητας: στα μέσα μαζικής μεταφοράς (ΜΜΜ), στο σχολείο, στην εργασία, στις δημόσιες υπηρεσίες. Στο ίδιο πλαίσιο, το Δίκτυο, κατά το 2019, κατέγραψε επίσης περιστατικά εις βάρος ατόμων, τα οποία έχουν την ελληνική ιθαγένεια και δεν στοχοποιούνται ως μετανάστες ή πρόσφυγες, αλλά ως «λιγότερο» Έλληνες-ίδες λόγω της εθνοτικής προέλευσής τους. Οι εν λόγω καταγραφές σε συνδυασμό με την αυξητική τάση περιστατικών κατά προσφύγων και μεταναστών αναδεικνύει την αποστροφή μέρους της ελληνικής κοινωνίας προς τη διαφορετικότητα, η οποία συνδέεται σε μεγάλο βαθμό με τη σοβαρή έλλειψη αντίστοιχης παιδείας και πολιτικών ουσιαστικής ένταξης και αποδοχής της ετερότητας.

Καθοριστικό ρόλο, επίσης, στην ανάπτυξη τέτοιων συμπεριφορών παίζει η ρατσιστική ρητορική που αναπτύσσεται από μέρος του πολιτικού κόσμου, σε κεντρικό και τοπικό επίπεδο, και συμβάλλει καθοριστικά στην εδραίωση της ξενοφοβίας και της μισαλλοδοξίας. Στο συγκεκριμένο πλαίσιο, ένα ακόμη στοιχείο που διαφαίνεται στη συμπεριφορά των δραστών, όπως αυτή αναπαρίσταται από τις μαρτυρίες των θυμάτων (σ.σ. προβαίνουν στις επιθέσεις σε δημόσιους χώρους, με μάρτυρες άλλους πολίτες, σε κάποιες περιπτώσεις και αστυνομικούς) είναι η αδιαφορία των πρώτων σχετικά με τις συνέπειες που δύνανται να φέρουν οι πράξεις τους με βάση το θεσμικό πλαίσιο της χώρας. Παράλληλα, διαπιστώνεται ότι σε μεγάλο βαθμό τα θύματα σχετικών επιθέσεων έχουν αποδεχθεί τη στοχοποίησή τους ως ένα «σύνηθες» χαρακτηριστικό της καθημερινής τους ζωής. Εν ολίγοις, ο δράστης φαίνεται να επιτίθεται με την αντίληψη ότι η πράξη του θα μείνει ατιμώρητη, ενώ το θύμα μοιάζει να ενσωματώνει τη στοχευμένη επιθετι-κότητα ως αναπόσπαστο στοιχείο της καθημερινότητάς του.

Το εν λόγω ασφυκτικό πλαίσιο για τις κοινότητες που πλήττονται από τη ρατσιστική βία λόγω εθνικότητας, εθνοτικής καταγωγής, χρώματος ή/και θρησκείας επιδεινώνεται όταν σε αυτό επιδρά πλέον ο θεσμικός ρατσισμός, ο οποίος εκφράζεται είτε μέσα από πολιτικές που δυσχεραίνουν την πρόσβαση σε βασικά δικαιώματα, είτε μέσα από την αντιεπαγγελματική συμπεριφορά δημόσιων λειτουργών με αποτέλεσμα τον αποκλεισμό από υπηρεσίες και αγαθά των ατόμων από διαφορετικά εθνοτικά, πολιτισμικά, θρησκευτικά ή γλωσσικά περιβάλλοντα. Καθόλου τυχαία άλλωστε, οι αιτούντες άσυλο, πρόσφυγες και μετανάστες αποτελούν την πλειοψηφία των θυμάτων σε περιστατικά που εμπλέκονται ένστολοι ή δημόσιοι λειτουργοί.

Επίσης, οι παραπάνω παρατηρήσεις επιβεβαιώνονται και ως προς τις επιθέσεις κατά ΛΟΑΤΚΙ ατόμων. Το Δίκτυο διαπιστώνει για μία ακόμη φορά ότι τα ΛΟΑΤΚΙ άτομα γίνονται στόχος μιας ευρείας κατηγορίας δραστών, η οποία περιλαμβάνει οργανωμένες ομάδες, γείτονες, απλούς πολίτες, δημόσιους υπαλλήλους και ένστολους, ακόμα και μέλη της οικογένειάς τους. Μάλιστα, στις περιπτώσεις που η ρατσιστική συμπεριφορά εκφράζεται μέσα από την ενδοοικο-γενειακή βία το τραύμα στο θύμα εντείνεται από το γεγονός ότι πλήττεται ο κατ’ εξοχήν χώρος όπου το άτομο θα έπρεπε να απολαμβάνει ασφάλεια και αποδοχή. Ιδιαίτερα ανησυχητικές είναι ακόμα οι περιπτώσεις που τα θύματα είναι παιδιά και η βία εκφράζεται εντός του σχολείου (σχετικά περιστατικά κατέγραψε το Δίκτυο κατά το 2019). Υπενθυμίζεται ότι το σχολικό περιβάλλον, όντας ο προπομπός της ένταξης του ατόμου στο ευρύτερο κοινωνικό σύνολο, όταν είναι ο φορέας της επίθεσης ή δεν διασφαλίζει επαρκώς την πρόσβαση στην κοινωνική αποδοχή και την ελευθερία της έκφρασης της ταυτότητας ενός ΛΟΑΤΚΙ ατόμου, ουσιαστικά αναιρεί το ρόλο του όχι μόνο ως προς το άτομο αυτό αλλά και το ευρύτερο κοινωνικό σύνολο.

Τέλος, το Δίκτυο εκφράζει σοβαρή ανησυχία για το κλίμα έντασης που εκδηλώνεται το 2019 εις βάρος των υπερασπιστών των ανθρωπίνων δικαιωμάτων τόσο λόγω της σύνδεσής τους με πρόσφυγες και μετανάστες όσο και της σύνδεσής τους με την ΛΟΑΤΚΙ κοινότητα. Τα εν λόγω περιστατικά, αναδεικνύουν για το 2019 μία αυξανόμενη τάση στοχοποίησης των ανθρωπιστικών οργανώσεων και γενικά των φορέων της κοινωνίας των πολιτών, λόγω της σύνδεσής τους με την προάσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Η δε αυξανόμενη ρατσιστική ρητορική στη δημόσια σφαίρα, πολλές φορές, προσβλέπει στην απαξίωση του έργου και των υπηρεσιών που προσφέρουν οι εν λόγω φορείς, ενώ το έλλειμμα ειδικής προστασίας των υπερασπιστών των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, το οποίο το Δίκτυο ήδη έχει επισημάνει στις προηγούμενες ετήσιες εκθέσεις του, επιδεινώνει τις συνθήκες μέσα στις οποίες οι οργανώσεις καλούνται να λειτουργήσουν.