Παρουσίαση του βιβλίου «Το παιδί και η γνώση – Από πού έρχεται η επιθυμία για μάθηση;»
Το βιβλίο της Martine Menès «Το παιδί και η γνώση»[1], παρουσιάστηκε το Σάββατο 22 Φεβρουαρίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Η παρουσίαση[2] διοργανώθηκε από το Φόρουµ Ψυχανάλυσης του Λακανικού Πεδίου Αθήνας σε συνεργασία µε το Εργαστήριο Κλινικής Έρευνας «Υποκειμενικότητα και Κοινωνικός Δεσμός» του Τμήματος Ψυχολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών.
«Με αυτό το βιβλίο, η Μαρτίν Μενές, μας παίρνει μαζί της σε μια ανθρωπιστική περιπέτεια στα θεμέλια της μετάδοσης της γνώσης. Σε μια εποχή όπου η ανάγκη για άμεσα αποτελέσματα μας κάνει να συρρικνώνουμε το άτομο στις δυσκολίες που αντιμετωπίζει, ευχόμαστε να εισακουστεί. Όταν δούμε το υποκείμενο στην ολότητά του, θα μπορέσουμε να του δείξουμε πως η γνώση υπάρχει για να την κατακτά»[3].
Η Λίσσυ Κανελλοπούλου, Αναπληρώτρια Καθηγήτρια ΕΚΠΑ, ψυχαναλύτρια, στο χαιρετισμό της, επισήμανε:
«Ο χώρος του Πανεπιστημίου, όπου υποτίθεται ότι γεννιέται και κυκλοφορεί η γνώση, μπορεί να είναι ο ιδανικός τόπος για να ακούσουμε κάτι γύρω από την επιθυμία για γνώση. Λέω υποτίθεται, γιατί το αίτημα προς το Πανεπιστήμιο στην εποχή μας είναι να συνοδεύσει τους φοιτητές κυρίως σε μία επαγγελματική πορεία. Ενώ ταυτόχρονα η διαδικασία επιλογής και διάκρισης όλο και αυξάνεται. Η εικόνα ενός Πανεπιστημίου που παράγει γνώση υπάρχει βέβαια ακόμη, αλλά φαίνεται ότι σιγά σιγά αποδυναμώνεται. Η εμπειρία μου πολλών χρόνων στο πανεπιστήμιο, μου έχει δείξει το εξής: πολλοί λίγοι νέοι, αν τους ακούσουμε σε αυτό που έχουν να πουν, βλέπουν στη γνώση μία χρησιμότητα επαγγελματική, κοινωνική ή οικονομική. Περισσότερο την βλέπουν ως μέσον να κατανοήσουν τον εαυτό τους, τον κόσμο, να βρουν μία θέση μέσα στον κόσμο και να μοιραστούν με τον άλλον. [..] το σχολικό σύστημα προσπαθεί να εμφυσήσει πάση θυσία στα παιδιά ένα πρόγραμμα που απευθύνεται σε όλους (και όχι σε καθέναν χωριστά), έτσι ώστε ούτε τα παιδιά, αλλά ούτε και οι εκπαιδευτικοί να μπορούν να βρουν άκρη».
Η Κατερίνα Μαλίχιν, Διδάκτωρ Κλινικής Ψυχολογίας και Έρευνας στην Ψυχανάλυση και Ψυχοπαθολογία, ΕΚΠΑ & Paris Diderot – Paris 7, κλινική ψυχολόγος, ψυχαναλύτρια, μίλησε για την προσταγή της καπιταλιστικής αγοράς: «Απόλαυσε» -«Κατανάλωσε» – «Μάθε» και τις επιπτώσεις της.
«Η σχέση μας με τη γνώση είναι μάλλον ποσοτική παρά ποιοτική και σήμερα μια τέτοιου είδους σχέση αρθρώνεται από την παιδική ηλικία με τις αναμενόμενες συνέπειες. Το παιδί πρέπει να μάθει πολλά, γρήγορα, αποτελεσματικά. Η οικογένεια, το σχολείο, η κοινότητα το απαιτούν. Πλειάδα υποτιθέμενων διαταραχών παρουσιάζονται στην αγορά της κλινικής, επιτρέψτε μου να το πω έτσι, εκεί όπου δεν υπάρχουν εντοπισμένα οργανικά αίτια, ως αιτίες αυτής της ανικανότητας, που βρίσκονται κάτω από την ομπρέλα των λεγόμενων μαθησιακών δυσκολιών. Διάφορες υποτιθέμενες θεραπείες για κάθε μια από αυτές τις διαταραχές έως και φαρμακευτικές αγωγές (δεν είναι της παρούσης να μιλήσουμε για τον ρόλο της φαρμακευτικής βιομηχανίας) αντιμετωπίζουν τα σημερινά παιδιά σαν χαλασμένα λογισμικά προγράμματα υπολογιστών και όχι ως υποκείμενα, όχι ως ανθρώπινα πλάσματα που η υποκειμενοποίησή τους έχει παρεμποδιστεί».
Η Μαρία Κουκουµάκη, ψυχολόγος, ψυχαναλύτρια, ΑΜΕ της Σχολής Ψυχανάλυσης των Φόρουµ του Λακανικού Πεδίου, μίλησε μεταξύ άλλων για την επιθυμία γνώσης που εμφύσησε τη μεταφραστική εργασία για την έκδοση του βιβλίου στα ελληνικά και έπιασε το μίτο της επιθυμίας για γνώση από τις καταβολές του στην αρχαία ελληνική γραμματεία:
«Πρόκειται για μια εκδοτική δουλειά που κατάφερε να ενεργοποιήσει και να φέρει κοντά ανθρώπους που εργάστηκαν γι’ αυτήν κινητοποιούμενοι από μια μεταβίβαση, δηλαδή μια επιθυμία γνώσης. [..] Η συγγραφέας καταφέρνει με εξαιρετικό ταλέντο να ξετυλίξει ένα περίπλοκο ζήτημα με τρόπο καθαρό και χωρίς να χάνεται η ακρίβεια που απαιτεί το θέμα. Αποτελεί, λοιπόν, μια καλή αφετηρία αλλά και σημείο αναφοράς για όποιον θελήσει να μάθει κάτι απ’ αυτό που λέει η ψυχανάλυση για την επιθυμία γνώσης. Στην πρακτική μου συναντώ παιδιά που παρουσιάζουν δυσκολίες στο σχολείο, κατ’ επέκταση συναντώ και ανθρώπους που συνοδεύουν αυτά τα παιδιά, είτε πρόκειται για την οικογένεια είτε για κάποιον θεσμό, όπως του σχολείου. Λόγω αυτού, διαπιστώνω σχεδόν καθημερινά την επικράτηση ενός συγκεκριμένου λόγου, για την ακρίβεια την επικράτηση ενός συγκερασμού δύο λόγων, αυτού της επιστήμης και του καπιταλιστικού. Επίπτωση αυτού είναι η αντικειμενοποίηση του παιδιού, και το πρόταγμα μιας απόλυτης γνώσης που ουσιαστικά εκτοπίζει το υποκείμενο. Κατοικούμε σε έναν τόπο όπου η σύνδεση της γνώσης με την επιθυμία είναι γνωστή τουλάχιστον για 2500 χρόνια, όμως αυτό μοιάζει να έχει ξεχαστεί να έχει παραγκωνιστεί. Στην Αθήνα του 5ου αιώνα -που ο Ισοκράτης την ανήγαγε στην πόλη που «έγινε ο δάσκαλος όλων εκείνων που είναι ικανοί να μιλούν ή να διδάσκουν», υπογραμμίζονταν η αξία της ελευθερίας ώστε να μπορέσει να υπάρξει μάθηση. Η επιθυμία έπρεπε να ήταν ελεύθερη. Στην πολιτεία του Πλάτωνα διαβάζουμε πως η γνώση δεν μπορεί να συνδεθεί με «τίποτα που να μοιάζει με καταναγκαστική μάθηση… δεν πρέπει ο ελεύθερος να μαθαίνει τίποτα διά της βίας σαν δούλος».
Η συγγραφέας Martine Menès, ψυχολόγος, ψυχαναλύτρια ΑΜΣ της Σχολής Ψυχανάλυσης των Φόρουµ του Λακανικού Πεδίου και ψυχοθεραπεύτρια σε Ιατρο-ψυχοπαιδαγωγικό κέντρο στο Παρίσι, σχολίασε ότι η ουσία του βιβλίου έγκειται «στη διαφορά μεταξύ της γνώσης ως πληροφορίας, της γνώσης ως διαδικασίας και της ασυνείδητης γνώσης». Στην εισήγησή της διέτρεξε τον τρόπο που εμφανίζεται και διατηρείται η επιθυμία κάποιου να μάθει, λέγοντας μεταξύ άλλων:
«Η σχέση με τη γνώση συνοδεύει την προοδευτική δόμηση του παιδιού, από τη γέννησή του, και (αυτή η σχέση) διαμορφώνεται στα κύρια στάδια της ψυχικής του ανάπτυξης. Η επιθυμία για μάθηση είναι αρχικά – τις περισσότερες φορές – αυθόρμητη και αναπτύσσεται σύμφωνα με τα βιώματα και τις εμπειρίες του μικρού υποκειμένου.
Αυτά είναι τα θεμέλια της σχέσης με τη γνώση που συζητούνται σε αυτό το βιβλίο, για να υποστηρίξουμε την υπόθεση ότι δεν υπάρχει επιθυμία για γνώση χωρίς επιθυμία υπό την ευρεία έννοια του όρου[…] Οι μαθησιακές δυσκολίες είναι μια ασθένεια της επιθυμίας. Επομένως, είναι από τα θεμέλια les fondements που μπορούμε να προσεγγίσουμε την αποτυχία της σκέψης, υπό την προϋπόθεση να αποδεχθούμε ότι το υποκείμενο δεν είναι μόνο μια μηχανική κατασκευή προς επισκευή, ότι όποιες και εάν είναι οι πιθανές του αναπηρίες, είναι επίσης φτιαγμένο από ένα ασυνείδητο».
Το βιβλίο “Το παιδί και η γνώση”, ανοίγει σε γονείς, εκπαιδευτικούς, ειδικούς ψυχικής υγείας, μια άλλη δυνατότητα ακρόασης των λεγόμενων διαταραχών μάθησης, μια ακρόαση που βάζει στο επίκεντρο το κάθε ένα παιδί ξεχωριστά και την ιδιαίτερη σχέση του με την γνώση. Όπως γράφει η Μ. Menès «Οι δυσκολίες που σχετίζονται με τις σχολικές αποτυχίες χαρακτηρίζονται ως «δυσλειτουργίες» που συνδέονται με «διαταραχές» που προορίζονται να εξηγήσουν κάθε πρόσκομμα στο μονοπάτι της μάθησης. Καθεμία από αυτές και μια ειδική θεραπεία. Αυτό σημαίνει ότι παίρνουμε το πρόβλημα από την ανάποδη: αυτές οι διαταραχές είναι οι συνέπειες μιας ψυχολογικής κατάστασης και όχι οι αιτίες. Το να τις θεωρούμε αιτίες των δυσκολιών μάθησης και να τις αντιμετωπίζουμε μεμονωμένα σημαίνει ότι ανάγουμε το υποκείμενο σε έναν ζωντανό οργανισμό διαμορφωμένο σύμφωνα με τις επιβληθείσες νόρμες».
[1] Κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη. Μετάφραση: Μαρία Κουκουμάκη, Ιωάννα Βισβίκη, Καλλιόπη Κουκουλάκη, Γιώργος Κωνσταντίνου, Μάρα Τσιώλη, Γεωργία Χριστέλη.
[2] Τον συντονισµό έκανε η Γεωργία Χριστέλη, ψυχολόγος ψυχαναλύτρια, Μέλος του Φόρουμ Ψυχανάλυσης του Λακανικού Πεδίου Αθήνας ενώ χαιρετισμό εκ μέρους του, απεύθυνε η Ιωάννα Βισβίκη, ψυχαναλύτρια , μέλος του Φόρουμ.
[3] Σερζ Μπουαμάρ, Ψυχοπαιδαγωγός, από τον πρόλογο του βιβλίου «Το παιδί και η γνώση».