κείμενο και φωτογραφίες του Θοδωρή Νικολάου
Δύο ιστορίες διαφορετικής χρονικής συγκυρίας, φαινομενικά άσχετες μεταξύ τους, υποδεικνύουν τη διαχρονικότητα του ριζωμένου φόβου για κάθε τι διαφορετικό που γεννά αποδιοπομπαίους τράγους και αναδεικνύει τα χειρότερα αντανακλαστικά που έχουν να επιδείξουν οι άνθρωποι.
Φεβρουάριος 1991. Ο 62χρονος Θανάσης, ο 53χρονος Κωστής και δυο ακόμα συντοπίτες τους Ευβοιώτες, όλοι τους πρώην έγκλειστοι σε αυτό που ονομάστηκε «εθνική ντροπή», στο Κρατικό Θεραπευτηρίου Λέρου – παλαιότερα Αποικία Ψυχοπαθών Λέρου – φτάνουν στην Αυλίδα, μια κωμόπολη λίγα χιλιόμετρα από την Χαλκίδα. Εκεί, στον τόπο θυσίας της Ιφιγένειας, εγκαινιάζεται ένα νέο ψυχοκοινωνικό και κοινοτικό μοντέλο. Ένας ξενώνας αποκατάστασης χρόνιων ψυχιατρικά ασθενών, κατά την εφαρμογή του προγράμματος επανένταξης – αποκατάστασης, που είχε ξεκινήσει λίγα χρόνια πριν με τη συμβολή της τότε Ευρωπαϊκής Κοινότητας. Της περίφημης «αποασυλοποίησης».
Ιανουάριος 2020. Εκατοντάδες πρόσφυγες και μετανάστες, στο πλαίσιο της επιχείρησης αποσυμφόρησης των Δομών Φιλοξενίας των νησιών του Αιγαίου, προωθούνται στο hot spot της Ριτσώνας. Χίλιοι οκτακόσιοι ακόμη βρίσκονται εκεί από τον Μάρτιο του 2016, σε μια βιομηχανική περιοχή που απέχει δέκα χιλιόμετρα από την κοντινότερη πόλη, τη Χαλκίδα, και μόλις πέντε χιλιόμετρα από την Αυλίδα. Τον τόπο που τριάντα χρόνια πριν ο Κωστής είχε φανταστεί πως θα είναι η γη της δικής του ελευθερίας.
Τι κοινό μπορεί να έχει η ιστορία του 82χρονου σήμερα Κωστή -ο Θανάσης δεν βρίσκεται στη ζωή- με αυτή των προσφύγων και μεταναστών στη Ριτσώνα, δυο γεγονότα που απέχουν μεταξύ τους σχεδόν τρεις δεκαετίες; Πώς συνδέεται το Κρατικό Θεραπευτήριο Λέρου και ο Ξενώνας Επανένταξης της ΕΠΑΨΥ στην Αυλίδα με το hot spot της Μόριας στη Μυτιλήνη και το Κέντρο Φιλοξενίας της Ριτσώνας;
Υπάρχει ένας κοινός τόπος ανάμεσα στη βία της κυρίαρχης ψυχιατρικής, όπως αυτή εκφράστηκε στο νησί του νοτιανατολικού Αιγαίου, τον αγώνα για χειραφέτηση των ανθρώπων με ψυχιατρική εμπειρία και την προσφυγική κρίση;
H έρευνα του ιστορικού πλαισίου, τα έγγραφα, οι φωτογραφίες, τα δημοσιεύματα και οι μαρτυρίες που φέρνουμε στο φως αναδεικνύουν και αναλύουν αυτό που πιθανότατα όλοι μας γνωρίζουμε: Το κοινωνικό στίγμα.
Παράλληλες αφηγήσεις
Λίγες ημέρες πριν τα Χριστούγεννα του 2019, φορείς και κάτοικοι της Κοινότητας Αυλίδας διοργανώνουν στην υψηλή γέφυρα της Χαλκίδας συγκέντρωση διαμαρτυρίας ενάντια στην εγκατάσταση ακόμη 1.200 προσφύγων στο Κέντρο φιλοξενίας της Ριτσώνας.
Οι διοργανωτές υποστηρίζουν με σθένος ότι δεν υποβόσκει ρατσιστικό κίνητρο πίσω από την κινητοποίηση τους. Το παρόν δίνουν η δήμαρχος και δημοτικοί σύμβουλοι της Χαλκίδας, λίγες δεκάδες πολιτών, αλλά και στελέχη της Χρυσής Αυγής, όπως αναφέρεται στην επίσημη ιστοσελίδα του ακροδεξιού – ναζιστικού μορφώματος όπου γίνεται λόγος για «εγκατάσταση λαθρομεταναστών και επιχείρηση αντικατάστασης του ντόπιου πληθυσμού από ισλαμιστές αλλογενείς».
Ωστόσο, και η Ευβοϊκή Γνώμη, η εφημερίδα με τη μεγαλύτερη κυκλοφορία στην Εύβοια, θα πρέπει να ελεγχθεί για ρατσιστικό και ξενοφοβικό λόγο, καθότι σε ρεπορτάζ της 10ης Ιανουαρίου χρησιμοποιεί τη φράση «γιορτινή απόβαση» για τη μεταφορά των προσφύγων.
Το κυνήγι των σύγχρονων μαγισσών στην περιοχή έχει ξεκινήσει μήνες νωρίτερα. Τότε, που ο αντιδήμαρχος της Δημοτικής Ενότητας Αυλίδας, σε συνεδρίαση του δημοτικού συμβουλίου του Δήμου Χαλκιδέων με αφορμή το προσφυγικό, απαιτεί «κατάλληλη σε ύψος και αντοχή περίφραξη με περιφερειακό δρόμο, ο οποίος θα ηλεκτροφωτιστεί και θα παρακολουθείται επί 24ωρου βάσεως, είτε από security είτε από την αστυνομία». Είναι η στιγμή που ένας δημοτικός σύμβουλος φανερά ενοχλημένος, απευθύνεται ειρωνικά στον αντιδήμαρχο λέγοντας: «Και φούρνους να βάλετε, όπως είχε το Άουσβιτς».
Πηγαίνοντας 30 χρόνια πίσω, με έναν παρόμοιο μηχανισμό αντίδρασης έρχεται αντιμέτωπος ο Κωστής, ο Θανάσης και οι υπόλοιποι ένοικοι του ξενώνα. Εξοργισμένοι κάτοικοι της κοινότητας με τη στήριξη δύο μελών του διοικητικού συμβουλίου, οργανώνουν κινητοποιήσεις και συλλαλητήρια, κάνοντας λόγο για «εγκατάσταση τη νύχτα» και «χωρίς να χαρακτηριστούμε ρατσιστές, η περιοχή είναι ακατάλληλη για την εγκατάστασή τους».
Ο τότε πρόεδρος της ΕΠΑΨΥ, ψυχίατρος κ. Στυλιανίδης, με παρέμβασή του είχε κάνει λόγο για «εκδηλώσεις κοινωνικού ρατσισμού και αποκλεισμού των συνανθρώπων, που στιγματίζει την περιοχή και τους κατοίκους, η πλειοψηφία των οποίων αντιμετωπίζει με ευνοϊκό και ανθρώπινο τρόπο την προσπάθεια».
Χαρακτηριστικό του κλίματος της εποχής είναι δημοσίευμα της «Ελευθεροτυπίας» στις 16 Απριλίου 1991 με τίτλο «Να σωθούν, αλλά σε άλλο τόπο» καθώς και το πρωτοσέλιδο της εφημερίδας «Πανευβοικό Βήμα», σύμφωνα με το οποίο εγείρεται φόβος για επεισόδια ανάμεσα σε δύο αντίπαλες παρατάξεις. Αυτούς που «βλέπουν με ανθρώπινο μάτι το πρόβλημα των ψυχικά ασθενών» και όσους πιστεύουν «πως το όμορφο χωριό τους με λαμπρές προοπτικές τουριστικής αναπτύξεως πιθανότατα θα υποβαθμιστεί στο μέλλον».
Και αν για τη λαμπρή τουριστική ανάπτυξη, η οποία δεν ήρθε ποτέ, κύριοι υπαίτιοι θεωρούνταν από τους τότε αντιδρώντες κατοίκους οι ένοικοι του ξενώνα, σύμφωνα με τα λεγόμενα των κατοίκων που συμμετείχαν στις πρόσφατες κινητοποιήσεις, οι πρόσφυγες και μετανάστες που διαμένουν στη Ριτσώνα σήμερα ευθύνονται για τις κλοπές στα χωράφια και τις στάνες, το πρόβλημα με τη διακομιδή των απορριμμάτων, την υποτιθέμενη αύξηση της εγκληματικότητας αλλά και τη συνολικότερη υποβάθμιση της περιοχής.
Η ιστορία του ξενώνα το 1991
Στο πλαίσιο της προετοιμασίας της λειτουργίας του ξενώνα στην Παραλία Αυλίδας το 1991, είχε συσταθεί μια ομάδα επαγγελματιών ψυχικής υγείας που εργαζόταν στη Λέρο. Μια άλλη ομάδα, συνεπικουρούμενη από το λιγοστό προσωπικό του, υπό σύσταση, Κέντρου Ψυχικής Υγείας του Γενικού Νοσοκομείου Χαλκίδας, ασχολούνταν με την εξεύρεση του κατάλληλου κτιρίου, τον εξοπλισμό του, την ενημέρωση της κοινότητας.
Μέλος της πρώτης ομάδας ήταν ο κλινικός ψυχολόγος Νίκος Γκιωνάκης, επιστημονικά υπεύθυνος σήμερα του Κέντρου Ημέρας «ΒΑΒΕΛ» – μονάδα ψυχικής υγείας για πρόσφυγες και μετανάστες. Ο ίδιος εξιστορεί: «Στις 19 Φεβρουαρίου του 1991 αναχωρήσαμε από τη Λέρο συνοδεύοντας τέσσερις ανθρώπους ευβοϊκής καταγωγής, που ήταν έγκλειστοι επί μακρόν στο Κρατικό Θεραπευτήριο Λέρου. Τους συνοδεύαμε σε ένα νέο χώρο ζωής, έναν ξενώνα. Η συνολική δυναμικότητά του δεν μπορούσε να υπερβεί τον αριθμό των δέκα φιλοξενούμενων. Βέβαια, τα πράγματα ποτέ δεν πάνε όπως τα σχεδιάζεις. Αυτό συνέβη και στη δική μας περίπτωση. Έτσι, φτάσαμε στο σημείο η ομάδα που εργαζόταν στο νησί να μπορεί να συνοδεύσει τους πρώτους ανθρώπους που θα φιλοξενούνταν στον ξενώνα, όμως κτίριο δεν είχε βρεθεί ακόμη. Είχαν αναζητηθεί σπίτια και προσεγγιστεί ιδιοκτήτες, αλλά μόλις μάθαιναν για τη χρήση του, αρνούνταν την παραχώρηση, παρά το γεγονός ότι τα μισθώματα ήταν αρκετά υψηλά για τα δεδομένα των περιοχών».
Όπως αναφέρει ο κ. Γκιωνάκης τελικά, και με διαμεσολάβηση μέλους της ομάδας προετοιμασίας που εργαζόταν στην Χαλκίδα, προσεγγίστηκε ένας εργολάβος που ήταν διατεθειμένος να εκμισθώσει δύο οικήματα που είχε στην κατοχή του στην Παραλία Αυλίδας. Το σπουδαίο ήταν ότι αδιαφορούσε για τις αντιδράσεις και απ’ ό,τι φάνηκε, αυτό που τον ενδιέφερε, ήταν να πληρώνεται το νοίκι στην ώρα του. «Φθάσαμε στον ξενώνα με τους πρώτους τέσσερις ανθρώπους, όλοι άνδρες, με μέσο όρο ηλικίας τα 65 περίπου χρόνια. Αφού εγκατασταθήκαμε, ενημερώθηκε ο πρόεδρος της κοινότητας. Για κακή μας τύχη, ακριβώς δίπλα μας είχε το εξοχικό της μια οικογένεια, που αντιδρούσε σε ο,τιδήποτε συνέβαινε. Αυτοί λοιπόν ξεσήκωσαν όλη την περιοχή. Το τι ακολούθησε θέλει ώρες γραψίματος για να περιγραφεί. Έχει πάντως πολλαπλό ενδιαφέρον, μπορεί να προσεγγιστεί από πολλές διαφορετικές σκοπιές: πολιτική, κοινωνική, ψυχολογική, ανθρωπολογική».
Οι ομοιότητες με το σήμερα
Στις ομοιότητες που υπάρχουν ανάμεσα στις δύο ιστορίες αναφέρεται ο Παναγιώτης Χονδρός, πρόεδρος του Δ.Σ της ΕΠΑΨΥ και επιστημονικά υπεύθυνος του Ξενώνα στον οποίο φιλοξενείται σήμερα ο Κωστής, ελεύθερος ψυχωτικών συμπτωμάτων, μαζί με δέκα ακόμη ενοίκους. «Θυμίζω ότι στο χώρο του παλαιού ψυχιατρικού νοσοκομείου της Λέρου, σήμερα φιλοξενούνται πρόσφυγες σε σκηνές και για άλλη μια φορά γίνεται χώρος «φιλοξενίας» καραβιών αποκλεισμένων. Πάλι, το ξένο από εμάς, που μπορεί να μη μας μοιάζει τόσο πολύ, μας τρομάζει».
Ο ίδιος σχολιάζει πως σε παρεμβάσεις που πραγματοποιούνται κατά διαστήματα στην Τοπική Αυτοδιοίκηση και τις Υγειονομικές Περιφέρειες, ουκ ολίγες φορές έχει έρθει αντιμέτωπος με έναν τρομακτικό λόγο που χρησιμοποιεί ως αφήγημα φράσεις και μύθους προσεκτικά κατασκευασμένους όπως: «Εμείς θέλουμε να τους φροντίζουμε όλους, ασχέτως χρώματος, αλλά μέσα σε αυτούς υπάρχουν τζιχαντιστές και πρέπει να προστατέψουμε τα παιδιά μας. Είναι εκατομμύρια, τρώνε τους πόρους της χώρας, δεν έχουν ανάγκες, είναι επιλογή τους κλπ».
Σκοπός τους είναι, να μετατρέψουν ένα κατά βάση πολιτικό θέμα σε κάτι άλλο, καταλήγει ο κ. Χονδρός. Αυτό που προξενεί εντύπωση, όπως αναφέρει ο κ. Γκιωνάκης είναι το γεγονός πως οι πιο προκατειλημμένοι είναι οι ειδικοί, οι επαΐοντες. «Πόσοι γιατροί δεν παρέλασαν, πόσοι νοσηλευτές, ψυχολόγοι, άνθρωποι του σιναφιού μας δεν ωρύονταν ενάντια στους τρελούς γιατί «εμείς ξέρουμε, με αυτούς δουλεύουμε».
Η ιστορία της ψυχοαποικίας της Λέρου
Το 1965, η Ψυχοαποικία της Λέρου, σύμβολο της ιδρυματικής ψυχιατρικής, που λειτούργησε για πρώτη φορά το 1958 με δύναμη 650 κλινών, μετονομάζεται σε Ψυχιατρικό Νοσοκομείο Λέρου και η δύναμή της αυξάνεται στις 2.650 κλίνες.
Βασικό κριτήριο για την επιλογή των ψυχικά νοσούντων που θα μεταφερθούν στη Λέρο, τίθεται η ύπαρξη ή όχι σχέσεων με το οικογενειακό περιβάλλον. Κανένας δεν ρωτάται αν θέλει να φύγει ή όχι. Όσοι τον τελευταίο χρόνο δεν έχουν κανένα επισκεπτήριο, χαρακτηρίζονται ως «οι αζήτητοι» και είναι οι πρώτοι υποψήφιοι για μεταφορά.
«Οι πιο πολλοί ακολουθούν παθητικά αυτό το ταξίδι προς το άγνωστο. Τους φορτώνουν σε στρατιωτικά αυτοκίνητα, και από τον Σκαραμαγκά (από μια ερημική δηλαδή τοποθεσία) τους επιβιβάζουν σε οχηματαγωγά για τη Λέρο», αναφέρει ο Θεόδωρος Μεγαλοοικονόμου στο βιβλίο του Λέρος, μια ζωντανή αμφισβήτηση της κλασικής ψυχιατρική. Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού τους, οι αριθμοί τους χάνονται και όταν φτάνουν στην Λέρο, πολλοί από αυτούς είναι πλέον άνθρωποι χωρίς κανένα στοιχείο, δίχως παρελθόν και με ένα μέλλον προδιαγεγραμμένο.
Εκεί, η κοινωνική απομόνωση και η χρονιότητα οδηγεί στον ιδρυματισμό, την πλήρη αδρανοποίηση των κοινωνικών δεξιοτήτων, στην εκμηδένιση του εαυτού και των αναγκών. Πλέον, οι ψυχικά ασθενείς ανυπεράσπιστοι, αδύναμοι και χωρίς καμία αντίσταση περιφέρονται ακόμη και γυμνοί κάτω από άθλιες συνθήκες διαβίωσης, έγκλειστοι, περιμένοντας τον φυσικό, μετά τον κοινωνικό θάνατο που τους επιφυλάσσει το κράτος και η κοινωνία.
Κάτοικοι της Λέρου σε ρόλο νοσηλευτικού και βοηθητικού προσωπικού κάνουν μπάνιο με μάνικες τους έγκλειστους, οι οποίοι χωρίς την ύπαρξη θεραπευτικού πλαισίου που να ανταποκρίνεται στις ανάγκες τους, χαρακτηρίζονται ως περιστατικά με κατάσταση «μη επιδεκτική βελτίωσης».
Σε αυτό το περιβάλλον επιβιώνει από το 1965 έως το 1991 ο Κωστής, έως ότου βρίσκει «καταφύγιο» στον ξενώνα της ΕΠΑΨΥ στην Αυλίδα. Στην αρχή, όπως αναφέρουν οι έγγραφες αναφορές των εργαζομένων στον ξενώνα, η προσαρμογή είναι δύσκολη. Σήμερα ο Κωστής μπορεί και κυκλοφορεί στη Χαλκίδα, πηγαίνει στο καφενείο, έχει κοινωνική ζωή και παρακολουθεί διάφορες ομάδες εκτός ξενώνα.
Πρέπει να φτάσουμε στις αρχές της δεκαετίας του 80, όταν η βαρβαρότητα διαπερνά τον φράχτη του ασύλου και καταγγέλλεται σε Ελλάδα και εξωτερικό. «Οι καταγγελίες αυτές οδηγούν στην απαγόρευση το 1982 των διακομιδών στην Λέρο και στα μέσα της δεκαετίας του 80 στον εξαναγκασμό, από την ευρωπαϊκή κοινότητα και τον χρηματοδοτικό κανονισμό 815/84 για βελτίωση των συνθηκών περίθαλψης και στην αλλαγή του συστήματος ψυχιατρικής περίθαλψης».
«Αξίζει να επισημανθεί πως ήδη από το 1988, τουλάχιστον, είχε αρχίσει συστηματικός καταγγελτικός λόγος για τις συνθήκες που επικρατούσαν στην Λέρο με αποκορύφωμα το δημοσίευμα στον Observer το 1989» θυμάται ο κ. Γκιωνάκης.
Η ιστορία του καμπ της Ριτσώνας
Είναι νύχτα της 14ης Μαρτίου του 2016, όταν σε μια εγκαταλελειμμένη στρατιωτική βάση της Αεροπορίας στην βιομηχανική περιοχή της Ριτσώνας, μεταφέρονται περίπου 500 πρόσφυγες από το λιμάνι του Πειραιά.
Σε πλήρη απομόνωση από την κοινότητα, στήνεται αυτό που κάποιοι ονομάζουν κέντρο φιλοξενίας. Το προηγούμενο απόγευμα, εκσκαφείς είχαν αποψιλώσει τον χώρο από τα πεύκα και είχαν ισιώσει με προχειρότητα και βιασύνη το έδαφος για να «φυτευτούν» οι σκηνές που θα φιλοξενήσουν τους πρόσφυγες. Τις επόμενες ημέρες και καθώς όλο και περισσότεροι πρόσφυγες καταφθάνουν στο καμπ, στο οποίο δεν υπάρχει δίκτυο αποχέτευσης και ύδρευσης, εκτυλίσσονται σκηνές χάους. Εκατοντάδες άνθρωποι – κυρίως οικογένειες από το Ιράκ και τη Συρία – συνωστίζονται μπροστά από ένα κοντέινερ, που χρησιμοποιείται ως αποθήκη για να πάρουν τα αναγκαία: Πάνες για τα μωρά, σκάφες για πλύσιμο, φρυγανιές και μπισκότα, είδη προσωπικής υγιεινής. Ένα παλιό κτίσμα της αεροπορίας μετατρέπεται πρόχειρα σε αποθήκη με ρούχα, ένα άλλο σε τζαμί, ενώ εθελοντές από τη Χαλκίδα και τις γύρω περιοχές, το μόνο ερέθισμα από τον έξω κόσμο, προσπαθούν να στήσουν μια πόλη από το μηδέν.
Ο χειμώνας ακόμη δεν έχει υποχωρήσει. Η βροχή που πέφτει συνεχώς εκείνες τις ημέρες μετατρέπει τον χώρο σε έναν απέραντο λασπότοπο. Οι πρόσφυγες ζεσταίνονται με ξύλα που καίνε μέσα σε βαρέλια και πυκνή αιθαλομίχλη σκεπάζει την περιοχή.
Λίγους μήνες αργότερα, τον Νοέμβριο, τη θέση των σκηνών παίρνουν λυόμενα σπίτια με μπάνιο και κουζίνα που κάνουν απλώς τις συνθήκες υποφερτές. «Τα κέντρα φιλοξενίας σαν αυτό έδωσαν τη δυνατότητα στη χώρα μας να εξασφαλίσει τη δική της εθνική αξιοπρέπεια και να προσφέρει στους πρόσφυγες και μετανάστες τη δική τους αξιοπρέπεια στο βαθμό που μπορούσε, αν πάρει κανείς υπόψη του και τη βαθύτατη οικονομική κρίση που περνάμε» δήλωνε τότε ο υπουργός Μεταναστευτικής Πολιτικής, Γιάννης Μουζάλας.
Αντί επιλόγου
Σε μια χώρα όπως η Ελλάδα, όπου o νομοθέτης αντιμετωπίζει τη μετανάστευση σαν ιστορικό ατύχημα ή σαν έγκλημα, όπως υπογραμμίζει από το 2000 η Ελληνική Ένωση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, ολοένα και περισσότερες είναι οι φωνές που απαιτούν ακόμη και τη βύθιση των βαρκών που φτάνουν στα νησιά της Ελλάδας από τα παράλια της Τουρκίας.
Όσοι έμειναν εγκλωβισμένοι στη χώρα μας, αποτέλεσμα των πολιτικών που εφαρμόζει η Ευρώπη – φρούριο δεν είναι υποχρεωμένοι μόνο να ζουν κάτω από συνθήκες που καταπατούν την ανθρώπινη αξιοπρέπεια, αλλά και να βιώνουν τον κοινωνικό αποκλεισμό και το στίγμα. Τον ίδιο αποκλεισμό όπως τον βίωσαν οι ψυχικά νοσούντες το 1991.
Ζητάμε από κ. Γκιωνάκη να σχολιάσει την σύνδεση που ίσως υπάρχει ανάμεσα σε αυτές τις δύο ιστορίες. «Ανάμεσα στο 1991 και το 2019 είχαμε πολλές εμπειρίες αντιδράσεων πολιτών ενάντια σε ο,τιδήποτε. Είναι χαρακτηριστικά δύο πράγματα: Πρώτον, όταν το 1996 αποφασίσαμε να μετακομίσει ο ξενώνας και οι ένοικοί του στην Χαλκίδα, επισκέφθηκα τον τότε δήμαρχο να τον ενημερώσω σχετικά. Στην πόλη λειτουργούσε ήδη από το 1992 το Κέντρο Ψυχικής Υγείας με πλήρες δυναμικό. Είχαμε φτιάξει ένα προστατευμένο διαμέρισμα, μια μονάδα εργασιακής ένταξης και γενικά κάναμε πολλά πράγματα και ήμασταν γνωστοί και σχετικά αποδεκτοί. Οι αντιδράσεις ενάντια στον ξενώνα στην Παραλία Αυλίδας είχαν κοπάσει προ πολλού. Όταν ενημέρωσα τον δήμαρχο για την πρόθεσή μας μου λέει: πάτε καλά, θα γίνει χαμός! Εδώ μια μπασκέτα πάω να βάλω σε ένα οικόπεδο για να παίζουν τα παιδιά και αντιδρούν! Δεύτερον, ήταν εκείνα τα χρόνια που ένα σωματείο το οποίο φρόντιζε παιδιά με νεοπλασματικές ασθένειες αποφάσισε να φτιάξει έναν ξενώνα για παιδιά με καρκίνο που έρχονταν στην Αθήνα από την επαρχία για τις θεραπείες τους και το κόστος διαμονής των ίδιων και των οικογενειών τους ήταν (είναι) δυσβάσταχτο. Είχαν βρει ένα κτίριο κάπου στου Γκύζη ή στο Γουδί, δεν θυμάμαι τώρα, και η γειτονιά ξεσηκώθηκε για να μην γίνει. Είχαν ενδιαφέρον τα επιχειρήματα που χρησιμοποιούσαν: Θα βλέπουμε τα κακόμοιρα τα παιδάκια και θα πάθουμε κατάθλιψη που είναι καραφλά, θα έρχονται με τα αυτοκίνητά τους και θα καταλαμβάνουν τις λίγες θέσεις στάθμευσης που είναι διαθέσιμες, θα χρησιμοποιούν πολύ τα κλιματιστικά και θα αλλάξει το μικροκλίμα της περιοχής και άλλα τέτοια ευφάνταστα. Η σύνδεση λοιπόν με το σήμερα βρίσκεται σ’ ένα δομικό χαρακτηριστικό των ανθρώπων που αντιδρούν συλλογικά και χωρίς στοχασμό, αυτόματα. Ο φόβος της αλλαγής, ακόμη κι αν αυτή είναι για καλό, η έλλειψη εμπιστοσύνης στους θεσμούς και τους ειδικούς, η άρνηση να μετακινηθούν έστω και ένα βήμα για να δουν διαφορετικά αυτό που έχουν καρφωμένο στο κεφάλι τους, η ασυνέπεια και ασυνέχεια όσων προωθούν αυτές τις πολιτικές και στέλνουν διπλά μηνύματα τα οποία τρελαίνουν τον κόσμο. Δεν είναι η άγνοια, γιατί όποιος θέλει να μάθει, μπορεί, ειδικά στη σημερινή εποχή που έχεις μύριες όσες διαφορετικές πηγές ενημέρωσης. Αυτή τη στιγμή αναπαράγεται το ίδιο αφήγημα όπως πάντα, αλλάζουν μονάχα οι πρωταγωνιστές: άλλες φορές είναι οι γύφτοι, άλλες φορές οι τρελοί, άλλες τα πρεζάκια, άλλες οι λαθρομετανάστες, οι αλβανοί, οι ολυμπιακοί, οι ψαροντουφεκάδες, οι οικολόγοι (που πετάνε φίδια και λύκους στα βουνά), κλπ».
Για το τέλος ρωτάμε τον κ. Γκιωνάκη πώς διαμορφώνεται αυτό το αφήγημα. «Βγαίνει ο Μητσοτάκης και λέει, εδώ δεν έχουμε να κάνουμε με πρόσφυγες (=καλοί γιατί τραυματισμένοι, ευάλωτοι, θύματα), έχουμε να κάνουμε με μετανάστες (=κακοί γιατί μας παίρνουν τις δουλειές). Βγαίνει ο Γεωργιάδης και διατυμπανίζει πως κινδυνεύει με αλλοίωση η ταυτότητά μας (μα πόσο εύθραυστη ταυτότητα έχουμε πια εμείς οι Έλληνες με την υπερτρισχιλιετή ιστορία!). Ο Βορίδης λέει πως υφιστάμεθα λαθροεισβολή. Μετά οι ίδιοι έρχονται και λένε να βάλουμε πλάτη να αποσυμφορήσουμε τα νησιά, γιατί αυτοί που είναι εκεί δημιουργούν προβλήματα και όχι επειδή η συμφόρηση καταπατά στοιχειώδη ανθρώπινα δικαιώματα. Ας τους μοιράσουμε σε διάφορες περιοχές ανά την Ελλάδα. Τι μήνυμα δηλαδή περνάνε; Να πολλαπλασιάσουμε το πρόβλημα, όχι να το λύσουμε. Ποιος θέλει ένα πρόβλημα στο σπίτι του; Το 1991 έλεγαν ότι από τους τέσσερις τρελούς κινδυνεύει η σωματική τους ακεραιότητα, κινδυνεύουν να κολλήσουν διάφορες ασθένειες, θα έρχονται τοξικοεξαρτημένοι και θα εισβάλλουν στον ξενώνα για να κλέψουν τα φάρμακα που με τις χούφτες θα τους δίνουμε, θα χάσει την αξία της η γη και οι περιουσίες τους θα μειωθούν, τα παιδιά τους θα τρελαθούν, κλπ κλπ. Νομίζω ότι τα ίδια έλεγαν και τώρα. Ο γάλλος ψυχίατρος – κλινικός ηθολόγος Boris Cyrulnik στο βιβλίο του Η αυτοβιογραφία ενός σκιάχτρου γράφει πως μετά από μια κρίση, ο πιο εύκολος τρόπος για να αποκτήσει ένας άνθρωπος, μια ομάδα, μια κοινωνία την (απωλεσθείσα) αίσθηση ακεραιότητας είναι να επινοήσει έναν αποδιοπομπαίο τράγο στον οποίο θα προβάλει τις αιτίες όλων των δεινών».
«Έτσι λειτουργούσαμε τότε (1991), έτσι λειτουργούμε τώρα (2020), έτσι λειτουργούμε πάντα».