Τη στιγμή που ο πόλεμος στη Μέση Ανατολή και η γενοκτονία των Παλαιστινίων δεν φαίνεται να πλησιάζουν στο τέλος, οι δηλώσεις του Ουκρανού προέδρου Ζελεσίνκι στην εφημερίδα Le parisienne στις 18 Δεκεμβρίου φαίνεται αντίθετα να ανοίγουν μια πιθανότητα ειρήνης για το επόμενο έτος στον πόλεμο μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας. “Η Ουκρανία δεν έχει τη δύναμη να ανακτήσει την Κριμαία και το Ντονμπάς”, αναγνώρισε ο Ζελένσκι, “Ντε φάκτο, τα εδάφη αυτά ελέγχονται πλέον από τους Ρώσους. Μπορούμε να βασιστούμε μόνο στη διπλωματική πίεση της διεθνούς κοινότητας για να αναγκάσουμε τον Πούτιν να καθίσει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων”.

Το τραπέζι των διαπραγματεύσεων ως η μόνη δυνατότητα για μια ορθολογική και οριστική επίλυση της μακροχρόνιας αδελφοκτόνου σύγκρουσης στην Ευρώπη είναι, ακριβώς, αυτό που πάντα πρότειναν τα ειρηνιστικά και μηβίαια κινήματα, τα οποία κατηγορούνται για φιλοπουτινισμό από εκείνους που αντίθετα, παράλογα, υποκινούν τις κυβερνήσεις να πατήσουν το γκάζι της αποστολής όλο και πιο καταστροφικών όπλων στην κυβέρνηση του Κιέβου – με δαπανηρά στρατιωτικά πακέτα που συνεχίζονται ακόμη, τόσο από τις κυβερνήσεις των ΗΠΑ όσο και της ΕΕ – προκειμένου να επιτευχθεί όχι η ειρήνη, αλλά μια αδύνατη «νίκη». Σε μια παράλογη κλιμάκωση που, αν δεν σταματήσει, θα οδηγήσει στην αναπόφευκτη πυρηνική αντιπαράθεση μεταξύ Ρωσίας και ΝΑΤΟ, αλλά και που στο μεταξύ έχει προκαλέσει εκατοντάδες χιλιάδες θύματα στην καρδιά της Ευρώπης: υπολογίζεται ότι ένα εκατομμύριο Ουκρανοί και Ρώσοι είναι νεκροί και τραυματίες. Νέες ζωές που χάνονται, ακόμα, στα χαρακώματα εκατόν δέκα χρόνια μετά από εκείνες του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου.

Πώς αυτή η κατάσταση μετέτρεψε τις δημοκρατικές κυβερνήσεις και τα φιλελεύθερα μέσα ενημέρωσης σε σημαιοφόρους και προπαγανδιστές της πιο παρωχημένης πολεμικής ιδεολογίας, αντί για την αναζήτηση πιθανών και βιώσιμων διαμεσολαβήσεων; Σίγουρα δεν πρόκειται για νέο φαινόμενο, μάλιστα – χωρίς να ασχοληθούμε με τα πολεμικά ψεύδη που απαρίθμησε μετά τον Μεγάλο Πόλεμο ο λόρδος Άρθουρ Πόνσονμπι – είχε εκδηλωθεί προηγουμένως στις πολεμικές φανφάρες που συνόδευσαν τις εξίσου παράλογες και αποτυχημένες επιθέσεις των ΗΠΑ και των «πρόθυμων» συμμάχων τους στο Αφγανιστάν και στο Ιράκ τις δύο πρώτες δεκαετίες του αιώνα μας. Ο φιλόσοφος Ουμπέρτο Κούρι τις υπενθυμίζει επίσης στον πρόσφατο τόμο του Πατέρας και βασιλιάς. Φιλοσοφία του πολέμου (εκδ. Castelvecchi, 2024), εντοπίζοντας την πολεμική προπαγάνδα σε τρεις λέξεις-κλειδιά: καιροσκοπισμός, ρητορική, επιπολαιότητα.

Από αυτές τις λέξεις, είναι χρήσιμο να παραθέσουμε την περιγραφή του Curi για τη ρητορική του πολέμου που αναπτύσσεται από τα ΜΜΕ, στην οποία εξακολουθούμε να βυθιζόμαστε: «Είναι η ρητορική που συνεχίζει να κυριαρχεί για μεγάλο χρονικό διάστημα, ιδίως στις τηλεοπτικές ειδήσεις και στα προγράμματα αναλύσεων, απευθυνόμενη στα συναισθήματα, αντί να ευνοεί μια ορθολογική προσέγγιση, περισσότερο αγκυλωμένη σε αντικειμενικές αξιολογήσεις και στην ανάλυση πραγματικών δεδομένων. Εξαιρώντας μερικές εκπομπές, αυτό που ξεχωρίζει είναι ένας ανταγωνισμός, μεταξύ των ραδιοτηλεοπτικών φορέων, που καθοδηγείται από τον εντυπωσιασμό και την εμμονική αναζήτηση κάποιας πιασάρικης είδησης, παρά από την προσπάθεια να συμβάλει στην επαρκή κατανόηση της κατάστασης. Αντίθετα, συσκοζίτουν και κατηγορούν για «αδελφοποίηση με τον εχθρό» – όπως τους στρατιώτες στα χαρακώματα του Δυτικού Μετώπου την παραμονή των Χριστουγέννων του 1914 – τις κριτικές φωνές που δεν συμμετέχουν στις κραυγές υπέρ του πολέμου.

Αυτή η διασπαστική πολεμική προπαγάνδα δικαιολογεί τη μεταφορά τεράστιων δημόσιων πόρων στα ταμεία των πολεμικών βιομηχανιών και νομιμοποιεί την παραγωγή θανάτου και καταστροφής. Αντίθετα θα μπορούσε να προωθεί εναλλακτικά μέσα αντί του πολέμου για την επίλυση διεθνών συγκρούσεων, όπως προβλέπεται από τον Καταστατικό Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών (οι πόροι του οποίου για ειρηνευτικές δραστηριότητες είναι μόλις το 0,3% αυτών που δαπανώνται παγκοσμίως για εξοπλισμούς!) και όπως επίσης προβλέπεται και από το ιταλικό Σύνταγμα. Γιατί; Διότι, μετά τη σύντομη παρένθεση της μείωσης των πολέμων και των στρατιωτικών δαπανών μεταξύ 1991 και 2001, το νέο κυρίαρχο διεθνές παράδειγμα είναι εκείνο του πολέμου και της προετοιμασίας του – όχι ως εξαίρεση αλλά ως μόνιμη κατάσταση: όχι ως συνέχεια της πολιτικής με άλλα μέσα αλλά ως υποκατάσταση της πολιτικής (με την εγγύηση του σταθερού θετικού προσήμου μπροστά από τα πολεμικά κέρδη).

Το καθήκον των ειρηνιστικών και μηβίαιων κινημάτων για το 2025 είναι επομένως να συνεχίσουν να οικοδομούν – υπομονετικά, αλλά επίμονα – εναλλακτικές λύσεις στην άνοδο της «πολεμικής νοοτροπίας» (ρήση του Μαρκ Ρούτε, Γραμματέα του ΝΑΤΟ) ταυτόχρονα σε όλα τα επίπεδα: στον πολιτισμό, μέσα από αντίστοιχη εκπαίδευση στην κουλτούρα της ειρήνης – δομικά, με εκστρατείες αφοπλισμού και την οικοδόμηση εναλλακτικών μέσων του πολέμου για την αντιμετώπιση των συγκρούσεων, στη δημιουργία σωμάτων πολιτών που ασχολούνται με την ειρήνη μέχρι να φτάσουμε προοδευτικά σε μια άοπλη και μηβίαιη Πολιτική Άμυνα, άμεσα, με την υποστήριξη των αντιρρησιών συνείδησης και των λιποτακτών όλων των συνεχιζόμενων πολέμων. Το καθήκον για το επόμενο έτος – την 80ή επέτειο της Χιροσίμα και του Ναγκασάκι και το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου – είναι να δεσμευτούμε να πραγματοποιήσουμε το κάλεσμα των λαών των Ηνωμένων Εθνών, που επίσης ιδρύθηκε πριν από ογδόντα χρόνια με στόχο να απελευθερώσουμε την ανθρωπότητα από τη «μάστιγα του πολέμου». Σε αντίθεση με τη σημερινή τρελή κούρσα, που τον καθιστά μια κανονικότητα και αυξάνει τις πολεμικές εστίες με κάθε ευκαιρία.