Η στεγαστική κρίση απορρέει από συνειδητές επιλογές και παραλείψεις των κυβερνήσεων της τελευταίας δεκαπενταετίας.
Γράφει ο Νίκος Κουραχάνης, Επίκουρος Καθηγητής Κοινωνικής Πολιτικής και Στέγασης στο Πάντειο Πανεπιστήμιο. Αναδημοσίευση από τα Οικονομικά Χρονικά #185, Ιούλιος – Αύγουστος – Σεπτέμβριος 2024 [τριμηνιαία επιστημονική έκδοση του Οικονομικού Επιμελητηρίου της Ελλάδας].
Οι κρίσεις αυτής της χρονικής περιόδου εργαλειοποιήθηκαν συστηματικά για την προώθηση αντικοινωνικών μεταρρυθμίσεων, με γνώμονα την εκπλήρωση μιας διαδικασίας ανεστραμμένης αναδιανομής πόρων. Η χάραξη της στεγαστικής πολιτικής καθοδηγήθηκε από παρόμοια φιλοσοφία. Αυτό γίνεται αντιληπτό σε τουλάχιστον τέσσερις νευραλγικές πτυχές της: α) την ένταση εμπορευματοποίησης της κατοικίας με την αρρύθμιστη εξάπλωση των βραχυχρόνιων μισθώσεων (τύπου Airbnb), β) την αποδυνάμωση και τελική κατάργηση της προστασίας κύριας κατοικίας υπερχρεωμένων νοικοκυριών από πλειστηριασμούς, γ) την ιδιωτικοποίηση της αγοράς ενέργειας και διαμόρφωση ολιγοπωλιακού χρηματιστηρίου και δ) τη συστηματοποίηση απάνθρωπων συνθηκών στέγασης για άστεγους και πρόσφυγες.
Είναι αξιοσημείωτο ότι οι παραπάνω κατευθύνσεις υπηρετήθηκαν με προσήλωση και συμπληρωματικότητα από το σύνολο των μνημονιακών κυβερνήσεων και τους διαδόχους τους.
Αναλυτικότερα, η διάδοση των βραχυχρόνιων μισθώσεων, παρά την προσωρινή ενίσχυση των εισοδημάτων μικρομεσαίων νοικοκυριών, ταυτίστηκε κυρίως με το μοντέλο του υπερτουρισμού. Υπερεθνικοί όμιλοι και επενδυτές, εκμεταλλευόμενοι το χαμηλό κόστος της Golden Visa, είναι οι μεγάλοι ωφελημένοι, καθώς η πλήρης απουσία ρυθμιστικού πλαισίου επέτρεψε την αχαλίνωτη κερδοσκοπία και την εκτίναξη των ενοικίων. Η θεσμοθέτηση του «Νόμου Κατσέλη» λειτούργησε ως προσωρινός φραγμός στους αθρόους πλειστηριασμούς. Ωστόσο, κυρίως εξυπηρέτησε τις τράπεζες μέσω της αποσυμφόρησης «κόκκινων δανείων».
Η άνοδος της αξίας των ακινήτων από τα μέσα του 2010 συνοδεύθηκε από την αποδυνάμωση και, εν τέλει, κατάργηση του. Ενδιάμεσα ορόσημα αποτέλεσαν η είσοδος των funds, η θεσμοθέτηση ηλεκτρονικών πλειστηριασμών και η μεταφορά «κόκκινων δανείων» στο εξωτερικό με το Σχέδιο «Ηρακλής». Μάλιστα, η πλήρης απελευθέρωση των πλειστηριασμών λαϊκών κατοικιών συντελέστηκε με τον «Πτωχευτικό Νόμο», εν μέσω covid-19 και στεγαστικού εγκλεισμού.
Τα φαινόμενα ενεργειακής φτώχειας εμφανίστηκαν εντονότερα στην ελληνική κοινωνία στα χρόνια της βαθιάς κρίσης, ενώ, επεκτάθηκαν μέσα από τις διαδικασίες ιδιωτικοποίησης της αγοράς ενέργειας. Η θεσμοθέτηση των αγορών και του χρηματιστηρίου ενέργειας ευνόησαν τη διαμόρφωση ενός κερδοσκοπικού ολιγοπωλίου εις βάρος των καταναλωτών. Η θέσπιση της ρήτρας αναπροσαρμογής και η ιδιωτικοποίηση της ΔΕΗ ολοκλήρωσαν την εμπορευματοποίηση του ενεργειακού αγαθού. Η κυνική διαχείριση της κρίσης στέγασης εμπλουτίστηκε από τη διαμόρφωση τοπίων ανθρωπιστικής κρίσης. Εν προκειμένω, δεσπόζει η προώθηση στεγαστικών υπηρεσιών έκτακτης ανάγκης (όπως τα υπνωτήρια αστέγων ή τα στρατόπεδα συγκέντρωσης προσφύγων), αντί δομών κοινωνικής κατοικίας. Αυτή η κουλτούρα στεγαστικής διακυβέρνησης δεν αποσκοπεί ούτε στην πρόληψη, ούτε στην αντιμετώπιση της αστεγίας. Αντιθέτως, αρκείται στην αποτροπή μαζικών θανάτων και στην οριακή διαχείριση μιας μη αξιοβίωτης επιβίωσης.
Από το σύνολο των παραπάνω διαστάσεων υποδηλώνεται ότι η διαμόρφωση της στεγαστικής κρίσης πηγάζει από την κυβερνητική ανάγνωση της κατοικίας ως επενδυτικό προϊόν και όχι ως κοινωνικό αγαθό.
Η ανατροπή αυτής της κατάστασης προϋποθέτει πολιτική βούληση για τρεις στρατηγικές παρεμβάσεις: α) τη θεμελίωση ερευνητικών υποδομών για την απόκτηση γνώσης γύρω από τις στεγαστικές ανισότητες, β) τη συγκρότηση αποθέματος κοινωνικής κατοικίας και γ) την απαγόρευση βραχυχρόνιων μισθώσεων από νομικά πρόσωπα και καθορισμό ανώτατων ορίων ανά γεωγραφική ζώνη, την κατάργηση του «Πτωχευτικού Νόμου» και του Χρηματιστηρίου Ενέργειας και την επανακρατικοποίηση της ΔΕΗ.