«Eάν ο Θεός δεν πέθανε, οι θρησκείες έχουν ευθύνες απέναντι στην ανθρωπότητα. Έχουν σήμερα το καθήκον να δημιουργήσουν μια καινούρια ψυχοκοινωνική ατμόσφαιρα, ν’ απευθύνονται στους πιστούς τους με μία παιδαγωγική στάση και να εξαλείψουν κάθε ίχνος φανατισμού και φονταμενταλισμού. Δεν μπορούν να μείνουν αδιάφορες όσον αφορά την πείνα, την άγνοια, την κακοπιστία και τη βία. Οφείλουν σταθερά να συνεισφέρουν στο να ενθαρρύνουν την ανεκτικότητα, και να προωθήσουν τον διάλογο με τις άλλες θρησκείες και μ’ όλους όσους αισθάνονται υπεύθυνοι για το πεπρωμένο της ανθρωπότητας. Θα πρέπει ν’ ανοιχτούν- και σας παρακαλώ να μην το εκλάβετε αυτό ως ασέβεια- στις εκδηλώσεις που αφορούν τον Θεό σε διαφορετικές κουλτούρες. Τους περιμένουμε να κάνουν αυτή τη συμβολή στον κοινό σκοπό σε μια πολύ δύσκολη εποχή».
«Αν, από την άλλη πλευρά, ο Θεός έχει πεθάνει στην καρδιά των θρησκειών, μπορούμε να είμαστε σίγουροι ότι θα αναβιώσει σε ένα νέο τόπο κατοικίας, όπως μας διδάσκει η ιστορία των απαρχών κάθε πολιτισμού, και αυτός ο νέος τόπος κατοικίας θα είναι στην καρδιά του ανθρώπου, μακριά από κάθε θεσμό και κάθε εξουσία».
Με αυτές τις δηλώσεις, ο Σίλο από τη Μεντόζα, ιδρυτής του ρεύματος του Νέου Ανθρωπισμού, έκλεισε την ομιλία του με θέμα «Το θέμα του Θεού», στο πλαίσιο της Συνάντησης για τον Φιλοσοφικό-Θρησκευτικό Διάλογο, η οποία πραγματοποιήθηκε πριν από ακριβώς είκοσι εννέα χρόνια, στις 28 και 29 Οκτωβρίου 1995, στο Sindicato de Luz y Fuerza στην πόλη του Μπουένος Άιρες.
Με τη φράση «Ο Θεός πέθανε», που διατύπωση ο Νίτσε στα έργα του «Τάδε έφη Ζαρατούστρα» και «Η χαρούμενη επιστήμη» ο Σίλο υπογραμμίζει πως ο συγγραφέας δεν τοποθετείται μέσα στους χώρους αντιπαράθεσης που θεϊστές και άθεοι, πνευματιστές και υλιστές, συνήθως θέτουν στις συζητήσεις τους, αλλά «υπαινίσσεται μια πολιτισμική διαδικασία, την εκτόπιση μιας πεποίθησης, αφήνοντας στην άκρη τον ακριβή προσδιορισμό της ύπαρξης ή μη του Θεού καθεαυτού».
Η μετατόπισης μιας τέτοιας πεποίθησης έχει τεράστιες συνέπειες διότι προκαλεί ένα ολόκληρο σύστημα αξιών, τουλάχιστον στη Δύση την εποχή που ο Νίτσε γράφει. Συνεπώς, «το μεγάλο κύμα του μηδενισμού» που ο συγγραφέας προβλέπει για τους καιρούς που έρχονται, έχει ως υπόβαθρο τον προαναγγελθέντα θάνατο του Θεού», προσθέτει ο Σίλο.
«Εάν με τον θάνατο του Θεού δεν βρίσκαμε κανένα υποκατάστατο που θέτει τα θεμέλια του κόσμου και την ανθρώπινη δραστηριότητα ή καλύτερα εάν επιβάλαμε βίαια ένα ορθολογικό σύστημα απ΄ το οποίο θ’ απουσίαζε το θεμελιώδες (δηλαδή η ζωή) τότε θα υπήρχε χάος και κατάρρευση αξιών σε κάθε πολιτισμό», επισημαίνει ο Σίλο.
Κι όπως γνωρίζουμε, αυτό συνέβη. Ο ανορθολογισμός και η «θέληση για εξουσία» τέθηκαν ως ύψιστη αξία, αποτελώντας το ιδεολογικό υπόβαθρο μιας από τις μεγαλύτερες τερατογενέσεις στη μνήμη της ιστορίας, εγκαινιάζοντας το στάδιο της τεχνολογικής βαρβαρότητας με την καταστολή εκατομμυρίων ανθρώπων, την ατομική τρομοκρατία, τις βιολογικές βόμβες, τη ρύπανση και την καταστροφή σε μεγάλη κλίμακα. «Αυτό είναι το κύμα του μηδενισμού που ανήγγειλε την καταστροφή όλων των αξιών και τον θάνατο του Θεού του Ζαρατούστρα», θα πει ο Σίλο.
Πριν κλείσει την ομιλία του, ο Silo περιγράφει την κατάσταση με ακρίβεια και μη αφελή αισιοδοξία, λέγοντας:
«Πιστεύω πως χάρη στις σκέψεις που μας δίνει η ιστορική εμπειρία της ανθρωπότητας, είμαστε σήμερα έτοιμοι να ξεκινήσουμε ένα νέο πολιτισμό, τον πρώτο πλανητικό πολιτισμό. Όμως οι συνθήκες για ένα τέτοιο άλμα είναι εξαιρετικά δύσκολες. Σκεφτείτε το διευρυνόμενο χάσμα μεταξύ των μεταβιομηχανικών κοινωνιών και των κοινωνιών της πληροφορίας και των κοινωνιών που λιμοκτονούν- την αυξανόμενη περιθωριοποίηση και τη φτώχεια μέσα στις εύπορες κοινωνίες- το χάσμα των γενεών που φαίνεται να καθυστερεί την πορεία της ιστορικής προόδου, η επικίνδυνη συγκέντρωση του διεθνούς χρηματιστικού κεφαλαίου, η μαζική τρομοκρατία, οι απότομες αποσχίσεις, οι εθνοπολιτισμικές συγκρούσεις, οι οικολογικές ανισορροπίες, η πληθυσμιακή έκρηξη και οι μεγαλουπόλεις στα πρόθυρα της κατάρρευσης… Σκεφτείτε όλα αυτά και, χωρίς να υπεισέλθετε στην αποκαλυπτική εκδοχή, θα πρέπει να συμφωνήσετε στις δυσκολίες που παρουσιάζει το σημερινό σενάριο».
Και συνεχίζει:
«Το πρόβλημα τοποθετείται κατά την άποψή μου σ’ αυτήν τη δύσκολη μετάβαση ανάμεσα στον κόσμο που γνωρίσαμε στο παρελθόν και στον κόσμο που έρχεται. Και, όπως στο τέλος κάθε πολιτισμού και στην αρχή ενός άλλου, θα πρέπει να αντιμετωπίσουμε μια πιθανή οικονομική κατάρρευση, μια πιθανή διοικητική αποσύνθεση, μια πιθανή αντικατάσταση των κρατών από παρακράτη και συμμορίες, την επικρατούσα αδικία, την αποθάρρυνση, την ανθρώπινη συρρίκνωση, τη διάλυση των δεσμών, τη μοναξιά, την αυξανόμενη βία και τον αναδυόμενο ανορθολογισμό, σε ένα ολοένα και πιο επιταχυνόμενο και ολοένα και πιο παγκόσμιο περιβάλλον. Πάνω απ’ όλα, θα πρέπει να εξεταστεί ποια νέα εικόνα του κόσμου θα πρέπει να προταθεί: τι είδους κοινωνία, τι είδους οικονομία, τι είδους αξίες, τι είδους διαπροσωπικές σχέσεις, τι είδους διάλογος μεταξύ κάθε ανθρώπου και του γείτονά του, μεταξύ κάθε ανθρώπου και της ψυχής του;»
Ερωτήματα, που χωρίς καμία αμφοβολία, σχεδόν τρεις δεκαετίες μετά από αυτόν τον Διάλογο και στο επίκεντρο αυτού που πολλοί θεωρούν σαν «το μεγάλο κύμα του μηδενισμού» συνεχίζουν να αντηχούν στο εσωτερικό των ανθρώπινων κοινοτήτων.
Θα μπορέσουμε, όπως σε κάθε σταυροδρόμι της ιστορίας, να βρούμε απαντήσεις; Αυτό για το οποίο μπορούμε να είμαστε σίγουροι είναι η ανάγκη και η ευθύνη να το κάνουμε.
Μετάφραση από τα γαλλικά: Χριστίνα Κηπουρού
Επιμέλεια: Pressenza Athens