Οι Μαχητ(ρι)ές για την Ειρήνη είναι ένα διεθνικό κίνημα βάσης που ιδρύθηκε το 2006 από πρώην Παλαιστίνιες και Ισραηλινές μαχήτριες και μαχητές. Στόχος του είναι να τερματίσει τη βία και την κατοχή και να προωθήσει μια ειρηνική και δίκαιη λύση στη σύγκρουση που ταλαιπωρεί τον Παλαιστινιακό και Ισραηλιτικό λαό. Το κίνημα βασίζεται στις αρχές της μηβίας και βασίζεται στο διάλογο, την εκπαίδευση και την κοινή δράση για να χτίσει γέφυρες μεταξύ των κοινωνιών. Δείχνει ότι η συνεργασία είναι δυνατή ακόμη και σε ένα βαθιά διχασμένο περιβάλλον και προσφέρει ελπίδα για ένα καλύτερο μέλλον.

Η Ράνα Σαλμάν, συνδιευθύντρια της οργάνωσης, βρισκόταν στο Βερολίνο για ένα συνέδριο και βρήκε χρόνο να μιλήσει στο γερμανικό γραφείο του πρακτορείου Pressenza. Η συνέντευξη έγινε από τον Ρέτο Θούμιγκερ (συντάκτη του Γερμανικού γραφείου) και τον Βάσκο Εστεβέζ, (συντάκτη του Πορτογαλικού γραφείου).

Ρέτο Θούμιγκερ: Οι Μαχήτριες για την Ειρήνη είναι ένα κίνημα βάσης που ιδρύθηκε από πρώην Ισραηλινές/ούς και Παλαιστίνιες/ους μαχητές. Σε εκδηλώσεις, η οργάνωση παρουσιάζεται πάντα σε ζευγάρια, μία ή έναν Ισραηλινό και έναν ή μία Παλαιστίνια, μια ιδέα που βρίσκω πολύ ενδιαφέρουσα. Παρατήρησα ότι οι συνδιευθύντριες είναι δύο γυναίκες, κάτι που δεν περίμενα.

Ράνα Σαλμάν: Εγώ εντάχθηκα στο κίνημα πριν από τέσσερα χρόνια. Εκείνη την εποχή υπήρχαν πολύ λίγες γυναίκες και η ομάδα κυριαρχούνταν έντονα από άνδρες. Η αλλαγή έγινε αργά, ίσως ακούσια. Υπήρχε ένα άνοιγμα από την πλευρά των ακτιβιστών, της συντονιστικής επιτροπής και των συνιδρυτών μας να δώσουν στις γυναίκες περισσότερο χώρο και να τις εμπλέξουν περισσότερο.

Προέρχομαι από ένα πολύ διαφορετικό υπόβαθρο από τους ιδρυτές. Δεν υπήρξα ποτέ μαχήτρια, ούτε συμμετείχα ενεργά στον κύκλο της βίας, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν έχω θέση σε ένα κίνημα που είναι προσηλωμένο στις αρχές της μηβίας και της κοινής αίσθησης της ανθρωπιάς. Αντιθέτως, οι πόρτες έχουν ανοίξει σε ανθρώπους με διαφορετικό υπόβαθρο: όχι μόνο σε πρώην μαχητές, αλλά και σε μηβίαιους ακτιβιστές, γυναίκες, νέους/ες και Ισραηλινούς/ές αντιρρησίες συνείδησης. Αυτή η ποικιλομορφία έχει εμπλουτίσει το κίνημά μας.

Όταν εντάχθηκα στο κίνημα, πολλά πράγματα ήταν αυτοσχέδια: ένα μικρό δωμάτιο στο Τελ Αβίβ χρησίμευε ως χώρος εργασίας και στη Δυτική Όχθη οι ακτιβιστές συναντιόντουσαν επί τόπου για να σχεδιάσουν τις δράσεις τους. Παρά τους περιορισμένους πόρους, μας οδηγούσε η θέληση για βελτίωση.

Με την πάροδο του χρόνου, το κίνημα άρχισε να αναπτύσσεται και έγινε σαφές ότι χρειαζόταν περισσότερη δομή, όχι μόνο ως κίνημα, αλλά και από οργανωτική άποψη. Αυτό που κάναμε ήταν απίστευτα σημαντικό και όλο και περισσότεροι άνθρωποι πίστευαν στο έργο μας και ήθελαν να μας υποστηρίξουν. Εκείνη τη στιγμή κατέστη αναγκαίο να αναπτυχθούμε, να γίνουμε πιο επαγγελματίες και να προσλάβουμε εξειδικευμένο προσωπικό. Αυτός ήταν ο μόνος τρόπος για να μπορέσουμε να αναπτύξουμε τα προγράμματα, να προσεγγίσουμε ένα ευρύτερο κοινό και, ειδικότερα, να εμπλέξουμε περισσότερους νέους και νέες και από τις δύο κοινωνίες.

Τότε ήταν που εντάχθηκα στον οργανισμό. Ανοίξαμε ένα γραφείο στην Μπέιτ Τζάλα – ουσιαστικά ξεκινήσαμε από το μηδέν και αρχίσαμε να δημιουργούμε μια δομή που θα ανταποκρινόταν στο μέγεθος και τη σημασία του έργου μας.

Βάσκο Εστεβέζ: Πότε γεννήθηκε το κίνημα; Οι Μαχητ(ρι)ές για την Ειρήνη είδαν το κίνημα να αναπτύσσεται από την αρχή του πολέμου στη Γάζα;

Το κίνημα ιδρύθηκε το 2006. Ιδιαίτερα μετά την έναρξη του πολέμου, είδαμε ανάπτυξη και περισσότεροι άνθρωποι έχουν γίνει μέλη μας. Ένα παράδειγμα είναι το έργο μας στην κοιλάδα του Ιορδάνη, όπου παρέχουμε προστατευτική παρουσία στους βοσκούς. Οι ακτιβιστές/τριές μας, μαζί με έναν συνασπισμό οργανώσεων και προσώπων, συνοδεύουν τους βοσκούς για να τους προστατεύσουν από επιθέσεις. Στην πορεία συνειδητοποιήσαμε ότι όλο και περισσότεροι Ισραηλινοί/ές ενδιαφέρονται να μας γνωρίσουν, να μάθουν και να συμμετέχουν.

Στην παλαιστινιακή πλευρά, ωστόσο, η προσέλκυση νέων ανθρώπων στο κίνημα αποτελεί εδώ και καιρό πρόκληση. Ξεκινήσαμε ένα εκπαιδευτικό πρόγραμμα για νέους Παλαιστίνιους/ες ηλικίας 18 έως 28 ετών – ένα πρόγραμμα έξι μηνών που σχεδιάστηκε για να φιλοξενεί 15-20 συμμετέχοντες/ουσες ετησίως. Όταν ξεκινήσαμε το πρόγραμμα πριν από τρία χρόνια, ήταν εξαιρετικά δύσκολο να βρούμε επαρκή αριθμό νέων. Υπάρχει ακόμη μεγάλη αντίσταση στην παλαιστινιακή κοινωνία στις κοινές πρωτοβουλίες και στη συνεργασία με ανθρώπους από το Ισραήλ. Πολλοί άνθρωποι είναι καχύποπτοι ή αισθάνονται άβολα σε κοινούς χώρους.

“Η ελπίδα είναι μια πράξη, όχι μια αφηρημένη έννοια.”

Μετά τις 7 Οκτωβρίου 2023, αναγκαστήκαμε να αναστείλουμε το πρόγραμμα για μερικούς μήνες για λόγους ασφαλείας, λόγω των οδοφραγμάτων, των κυκλοφοριακών περιορισμών και του κινδύνου βίας από την πλευρά των εποίκων. Οι συμμετέχοντες μας προέρχονται από διάφορα μέρη της Δυτικής Όχθης και δεν θέλαμε να τους εκθέσουμε σε περιττούς κινδύνους, ειδικά τους νεαρούς άνδρες που συχνά γίνονται στόχοι στρατιωτικής βίας.

Όταν αρχίσαμε να διαφημίζουμε μια νέα ομάδα τον Μάρτιο, συγκλονιστήκαμε από την ανταπόκριση: 93 νέοι Παλαιστίνιοι άνδρες από όλη τη Δυτική Όχθη έκαναν αίτηση. Ήταν ένα σημάδι ελπίδας. Αυτή τη φορά δεν ήμασταν εμείς που τους αναζητήσαμε, αλλά εκείνοι που μας βρήκαν. Είναι περίεργοι, θέλουν να γνωρίσουν την άλλη πλευρά, να μοιραστούν τις ιστορίες τους και να πουν την αλήθεια τους. Ίσως βλέπουν αυτόν τον χώρο ως μια πλατφόρμα για να συναντηθούν, να εκφραστούν και να ανακαλύψουν νέους τρόπους.

Ωστόσο, εξακολουθεί να είναι επικίνδυνο. Από την αρχή του πολέμου, ήταν επίσης δύσκολο για εμάς να εκφραστούμε στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Μπορεί να είναι πολύ επικίνδυνο απλά και μόνο το να κάνεις like σε μια ανάρτηση. Οι Παλαιστίνιοι πολίτες στο Ισραήλ έχουν φιμωθεί για χρόνια. Δεν μοιράζονται πλέον τίποτα ή δεν κάνουν like στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης επειδή μπορεί να συλληφθούν. Γνωρίζουμε αρκετές περιπτώσεις νέων ανθρώπων που έχουν σταματήσει στα σημεία ελέγχου. Τα κινητά τους τηλέφωνα ερευνήθηκαν και αν είχαν φωτογραφίες από τη Γάζα ή επικριτικές συνομιλίες, συλλαμβάνονταν ή και ξυλοκοπούνταν. Αυτός είναι ένας μεγάλος κίνδυνος.

«Χωρίς ένταξη, οι ειρηνευτικές διαδικασίες αποτυγχάνουν». Αναφέρθηκα επίσης σε αυτό το θέμα επειδή οι γυναίκες έχουν διαδραματίσει κεντρικό ρόλο σε πολλές ειρηνευτικές διαδικασίες σε όλο τον κόσμο. Χωρίς τη συμμετοχή των γυναικών, οι διαδικασίες αυτές δεν θα είχαν υλοποιηθεί.

Οι ειρηνευτικές διαδικασίες πρέπει να περιλαμβάνουν ποικίλες φωνές και ανάγκες για να είναι πραγματικά αποτελεσματικές και βιώσιμες. Συχνά οι διαδικασίες αυτές αποτυγχάνουν επειδή οι περιθωριοποιημένες κοινωνικές ομάδες παραμένουν αποκλεισμένες: οι γυναίκες, οι νέοι, όλοι όσοι συνήθως δεν έχουν θέση στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Αυτός είναι ένας από τους κύριους λόγους για τους οποίους πολλές ειρηνευτικές πρωτοβουλίες δεν αποδίδουν. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο συνεχίζουμε να μιλάμε για ένταξη: όλοι/ες πρέπει να συμμετέχουν στη διαδικασία.

Η έρευνα και η εμπειρία από προηγούμενες συγκρούσεις δείχνουν ξεκάθαρα πόσο κρίσιμος είναι ο ρόλος των γυναικών. Συχνά διαπραγματεύτηκαν με επιτυχία την κατάπαυση του πυρός, συμμετείχαν στις διαπραγματεύσεις και συνέβαλαν στη συμφιλίωση. Οι γυναίκες αντιπροσωπεύουν ένα μεγάλο τμήμα της κοινωνίας, και στις δύο πλευρές της σύγκρουσης, και είναι επίσης αυτές που εισφέρουν παιδαγωγία στη νεότερη γενιά. Συνεπώς, ο ρόλος τους δεν είναι μόνο σημαντικός, αλλά και απαραίτητος. Δεν μπορεί κανείς να τις αγνοήσει ή να τις αποκλείσει από την εξίσωση.

Βλέπουμε ότι πολλές ειρηνευτικές διαδικασίες παραμελούν εντελώς τις ανθρώπινες πτυχές που οι γυναίκες συχνά φέρνουν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Σπάνια υπάρχει ενσυναίσθηση ή συμφιλίωση – αντίθετα, οι διαπραγματεύσεις συχνά παραμένουν σε ένα καθαρά τεχνικό επίπεδο δηλώσεων, υπογραφών, επίσημων συμφωνιών. Όμως οι γυναίκες φέρνουν ένα διαφορετικό βάθος. Ως αδελφές, κόρες, μητέρες, νοιάζονται, συναισθάνονται. Μπορούν να κατανοήσουν τον πόνο, την οδύνη και τη θλίψη των γυναικών της άλλης πλευράς. Αυτή η ανθρώπινη προσέγγιση προσθέτει ανεκτίμητη αξία σε κάθε ειρηνευτική διαδικασία.

Ακόμη και όταν μια ειρηνευτική διαδικασία οδηγεί σε συμφωνία ή κατάπαυση του πυρός, παραμένει το καθήκον της δημιουργίας εμπιστοσύνης, της οικοδόμησης γεφυρών και της συμφιλίωσης. Σε αυτούς ακριβώς τους τομείς οι γυναίκες και η κοινωνία των πολιτών διαδραματίζουν κρίσιμο ρόλο. Χωρίς αυτό το έργο, η ειρήνη είναι απίθανο να διαρκέσει.

Β.Εστ.: Σε ποια βασικά θέματα και δραστηριότητες εστιάζει η οργάνωση Μαχητ(ρι)ές για την Ειρήνη; Ποιοι είναι οι σημαντικότεροι τομείς στους οποίους δραστηριοποιείται το κίνημα;

Η κύρια εστίασή μας είναι να εργαζόμαστε επί τόπου, επειδή είμαστε ένα κίνημα βάσης. Αυτό σημαίνει ότι είμαστε πάντα παρόντες και παρούσες σε διαμαρτυρίες, διαδηλώσεις, μηβίαιες δράσεις ή πρωτοβουλίες αλληλεγγύης. Έχω ήδη αναφέρει ένα παράδειγμα, τη συνοδεία βοσκών στην κοιλάδα του Ιορδάνη για την προστασία τους από τη βία των εποίκων και του στρατού. Τους τελευταίους δύο μήνες, υποστηρίξαμε οικογένειες κατά τη διάρκεια της συγκομιδής των ελιών, συνοδεύοντάς τους στη γη τους, ώστε να μπορούν να μαζέψουν τις ελιές με ασφάλεια.

Εκτός από αυτές τις δράσεις, πραγματοποιούμε επίσης εκπαιδευτικά προγράμματα. Όπως είπα, τα προγράμματά μας απευθύνονται σε νέους και νέες Παλαιστίνιους/ες και Ισραηλινούς/ές, που μας πλησιάζουν για να μάθουν για τη μηβίαιη αντίσταση, τη μηβίαιη επικοινωνία και άλλα θέματα που συχνά λείπουν από τα σχολεία. Το αποκαλούμε «εναλλακτική εκπαίδευση»: πρόκειται για το να γνωρίσεις τον άλλον ή την άλλη και να μοιραστείς μαζί της την ιστορία σου. Για εμάς, αυτό είναι ένα ισχυρό εργαλείο για την οικοδόμηση γεφυρών. Έτσι γεννήθηκε το κίνημά μας: με συναντήσεις όπου οι άνθρωποι μοιράστηκαν τις ιστορίες τους και έμαθαν πώς να χρησιμοποιούν τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης για να διαδώσουν τα μηνύματά τους.

Ένας άλλος στόχος είναι η εκπαιδευτική εργασία με νέους Ισραηλινούς/ές πριν καταταγούν στο στρατό. Πολλοί από αυτούς δεν έχουν συναντήσει ποτέ πριν Παλαιστίνιο και μεγαλώνουν με στερεότυπα: ο άλλος είναι ο εχθρός, τελεία και παύλα. Προσπαθούμε να σπάσουμε αυτά τα εμπόδια οργανώνοντας συναντήσεις που τους δίνουν μια νέα προοπτική. Ευτυχώς, βλέπουμε ένα αυξανόμενο φαινόμενο στο Ισραήλ: όλο και περισσότεροι νέοι και νέες αρνούνται να υπηρετήσουν στο στρατό. Μόλις πρόσφατα, 130 έφεδροι στρατιώτες δήλωσαν δημόσια την άρνησή τους να υπηρετήσουν – υπέγραψαν μάλιστα μια επιστολή. Αυτό αποτελεί καινοτομία, διότι η στρατιωτική θητεία ήταν κάποτε τιμή – σκεφτόταν κανείς ότι υπερασπίζεται την πατρίδα του. Τώρα όλο και περισσότεροι άνθρωποι συνειδητοποιούν ότι ο στρατός δεν υπερασπίζεται, αλλά διαπράττει εγκλήματα πολέμου. Βλέπουν από πρώτο χέρι την κατοχή και τις επιπτώσεις της.

Διοργανώνουμε επίσης εκδρομές για ισραηλινές ομάδες και διπλωματικές αποστολές στην Παλαιστίνη και το Ισραήλ για να δείξουμε πώς η κατοχή επηρεάζει τις ζωές των ανθρώπων και πώς η βία των εποίκων επηρεάζει τους κτηνοτρόφους και τις κοινότητες. Με τον τρόπο αυτό, καταγράφουμε τις παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων για να ευαισθητοποιήσουμε τους πολίτες.

Ένα άλλο σημαντικό μέρος του έργου μας είναι οι ετήσιες τελετές, όπως η κοινή ισραηλινο-παλαιστινιακή επέτειος. Η ημέρα αυτή είναι μια ιερή στιγμή στο Ισραήλ, όταν συνήθως τιμούμε τις πεσούσες και τους πεσόντες στρατιώτες. Εμείς το κάνουμε διαφορετικά: τιμούμε όλα τα θύματα της σύγκρουσης, ισραηλινά και παλαιστινιακά. Αυτό είναι προφανώς αμφιλεγόμενο επειδή αλλάζουμε το κεντρικό αφήγημα. Αντί να τονίζουμε τον ρόλο του θύματος ή τη λατρεία του ήρωα, προσπαθούμε να εξανθρωπίσουμε την άλλη πλευρά.

Ρ.Θ.: Ο στόχος είναι να τιμήσετε τη μνήμη όλων των θυμάτων αυτής της σύγκρουσης;

Δεν καλούμε πολιτικούς ή κυβερνητικούς εκπροσώπους στις εκδηλώσεις μνήμης μας. Αντιθέτως, μιλάμε με τις οικογένειες που πενθούν, τους ανθρώπους που έχασαν τους αγαπημένους και τις αγαπημένες τους κατά τη διάρκεια της σύγκρουσης. Μια άλλη σημαντική τελετή είναι ο κοινός εορτασμός της Νάκμπα, που πραγματοποιείται κάθε χρόνο στις 15 Μαΐου. Τιμούμε τη Νάκμπα, την παλαιστινιακή καταστροφή του 1948, και συζητάμε για τα γεγονότα που συνέβησαν τότε.

«Η κατοχή δεν φέρνει ούτε ασφάλεια ούτε προστασία για κανέναν».

Για την παλαιστινιακή κοινωνία, η 15η Μαΐου είναι ημέρα πένθους, ημέρα μνήμης του εκτοπισμού, της απώλειας και της κατοχής. Στην ισραηλινή κοινωνία, από την άλλη πλευρά, το θέμα της Νάκμπα είναι ταμπού, καθώς συνδέεται με την ίδρυση του κράτους του Ισραήλ και την ανεξαρτησία του. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο ο κοινός μας εορτασμός είναι ένα μεγάλο βήμα: είναι σημαντικό να αναγνωρίσουμε το παρελθόν προκειμένου να οικοδομήσουμε ένα καλύτερο μέλλον.

Κατά τη διάρκεια αυτής της τελετής, ακούμε τις ιστορίες Παλαιστινίων και Ισραηλινών, προσφύγων που έζησαν τα γεγονότα του 1948. Πολλοί από αυτούς ζουν σήμερα σε προσφυγικούς καταυλισμούς. Γνωρίζουμε ότι αυτές οι μαρτυρίες θα γίνονται όλο και πιο σπάνιες στο μέλλον, καθώς οι μάρτυρες εκείνης της εποχής γερνούν. Ακόμη και οι στρατιώτες που υπηρέτησαν το 1948 και έγιναν μάρτυρες των γεγονότων μπορεί να μην υπάρχουν για πολύ καιρό. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο είναι ακόμη πιο σημαντικό να καταγράψουμε και να μοιραστούμε αυτές τις ιστορίες τώρα, ώστε και οι δύο πλευρές να γνωρίζουν η μία την ιστορία της άλλης.

Β.Εσ.: Άρα η δουλειά σας δεν περιλαμβάνει μόνο αντιδραστικά μέτρα, αλλά και προληπτικές πρωτοβουλίες;

Ακριβώς, είναι σαν ένα έργο επανανθρωπισμού. Ιδιαίτερα τώρα, μετά τα γεγονότα του Οκτωβρίου 2023, υπάρχει μια βαθιά δυσπιστία και απανθρωποποίηση των άλλων από την ισραηλινή πλευρά. Πολλοί βλέπουν μόνο τη «Χαμάς» ή τον εχθρό της Γάζας, χωρίς ενσυναίσθηση για τα παιδιά ή τον πόνο του πληθυσμού. Αυτή η απόσταση προκαλείται από τον πόνο και το τραύμα που βίωσαν και οι δύο πλευρές.

Και οι δύο πλευρές εστιάζουν στον δικό τους πόνο: οι άνθρωποι του Ισραήλ επειδή έχουν ακόμα ομήρους στη Γάζα και ζουν με την απώλεια και τον φόβο – οι άνθρωποι της Παλαιστίνης επειδή αντιμετωπίζουν την καταστροφή, τον εκτοπισμό και μια ανθρωπιστική καταστροφή. Αυτή η απομόνωση καθιστά δύσκολο να δει κανείς την άλλη πλευρά. Εδώ ερχόμαστε εμείς, με στόχο να χτίσουμε γέφυρες, να προωθήσουμε την ενσυναίσθηση και να αποκαταστήσουμε την ανθρωπιά και στις δύο πλευρές.

«Γιατί αυτό που ήταν εφικτό στην Ευρώπη να μην είναι εφικτό και εδώ;»

Ρ.Θ..: Στη Γερμανία υπάρχει συχνά μια ένταση μεταξύ της ιστορικής ευθύνης έναντι του Ισραήλ και της δέσμευσης για τα διεθνή ανθρώπινα δικαιώματα. Πώς πιστεύετε ότι η Γερμανία πρέπει να αντιμετωπίσει αυτή την αντίφαση; Και ποιος είναι ο ρόλος που θα μπορούσε να διαδραματίσει η Γερμανία στην οικοδόμηση γεφυρών και στην ενεργό συμβολή στην οικοδόμηση της ειρήνης στην περιοχή σας;

Γνωρίζω ότι η σύγκρουση μεταξύ Ισραήλ και Παλαιστίνης είναι ένα πολύ ευαίσθητο θέμα στη Γερμανία, λόγω της ιστορίας, του παρελθόντος και ίσως και της ενοχής. Δεν είναι εύκολο να αλλάξεις πεποιθήσεις, ειδικά όταν πρόκειται για κυβερνητικές πολιτικές. Στη Γερμανία φαίνεται να υπάρχει μια σχεδόν άνευ όρων υποστήριξη προς το Ισραήλ, η οποία συχνά δικαιολογείται με το δικαίωμα στην αυτοάμυνα και την προστασία της ύπαρξης του Ισραήλ. Φυσικά αυτό είναι θεμιτό, αλλά δεν σημαίνει ότι αυτή η υποστήριξη πρέπει να είναι άνευ όρων. Υπάρχουν όρια, ιδίως όταν παραβιάζονται οι διεθνείς συμβάσεις για τα ανθρώπινα δικαιώματα – και νομίζω ότι αυτό το όριο έχει ξεπεραστεί εδώ και πολύ καιρό.

Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο βλέπω ένα είδος διχασμού στη Γερμανία: πολλοί άνθρωποι θέλουν να υποστηρίξουν το Ισραήλ, αλλά ταυτόχρονα αισθάνονται δεσμευμένοι στο σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Αυτό οδηγεί σε μια αντίφαση. Η Γερμανία βρίσκεται σε ένα σημείο όπου πρέπει να αποφασίσει πού θα σταθεί. Ελπίζω να αποφασίσει υπέρ του διεθνούς σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

Όταν κοιτάζω τη Γερμανία από μακριά, βλέπω διαδηλώσεις υπέρ των Παλαιστινίων και διαδηλώσεις υπέρ του Ισραήλ: και οι δύο αφηγήσεις δεν μας οδηγούν πουθενά στην περιοχή μας. Αναγκάζουν τους ανθρώπους να πάρουν θέση αντί να χτίσουν γέφυρες. Αυτό οδηγεί συχνά στην απομυθοποίηση της άλλης πλευράς. Για παράδειγμα, όταν οι άνθρωποι δημοσιεύουν ότι είναι στο πλευρό του Ισραήλ ή της Παλαιστίνης ή όταν χρησιμοποιούν συνθήματα που μπορεί να είναι προσβλητικά για την άλλη πλευρά. Γίνεται διαγωνισμός για το ποιος έχει δίκιο. Σε μια εποχή όπως αυτή, στη μέση ενός πολέμου, αυτό δεν οδηγεί πουθενά.

Αυτό που πραγματικά χρειαζόμαστε είναι υποστήριξη για λύσεις και ειρήνη. Η παροχή όπλων, ακόμη και από τη Γερμανία, απλώς παρατείνει τον πόλεμο και τροφοδοτεί την πολεμική μηχανή. Αντ’ αυτού, θα πρέπει να διατεθούν περισσότερα κονδύλια για ειρηνευτικές προσπάθειες και διαπραγματεύσεις για την ενίσχυση της κοινωνίας των πολιτών που εργάζεται για την οικοδόμηση της ειρήνης. Αυτό θα μπορούσε να αλλάξει την αφήγηση και τη δυναμική της σύγκρουσης. Όσο η Γερμανία και άλλες χώρες παρέχουν όπλα και εξοπλιστικούς πόρους, ο πόλεμος θα παραμείνει μια επιλογή – αυτή είναι η πραγματικότητα.

«Η Γερμανία έχει την ευκαιρία να αναλάβει έναν πιο εποικοδομητικό ρόλο για την ειρήνη».

Ρ.Θ.: Πολλοί άνθρωποι στη Γερμανία αισθάνονται βαθιά δεσμευμένοι στην υπόσχεση ότι δεν θα ξεσπάσει ποτέ ξανά πόλεμος σε γερμανικό έδαφος. Για τους περισσότερους από αυτούς, αυτό δεν αφορά μόνο τις πολεμικές αποστολές, αλλά και τις παραδόσεις όπλων και κάθε μορφή υλικοτεχνικής υποστήριξης των πολέμων. Υπό το πρίσμα των σημερινών παγκόσμιων εξελίξεων, πολλοί άνθρωποι που έχουν δεσμευτεί για την ειρήνη είναι απογοητευμένοι και αισθάνονται αδύναμοι. Τι θα λέγατε σε αυτούς τους ανθρώπους;

Στους ανθρώπους στη Γερμανία που είναι απογοητευμένοι θα έλεγα: μην χάνετε την ελπίδα σας. Εμείς δεν έχουμε χάσει την ελπίδα για μια λύση στην περιοχή μας, διότι γνωρίζουμε ότι είναι εφικτή. Το πεπρωμένο μας δεν είναι να ζούμε για πάντα σε σύγκρουση. Η Ευρώπη έχει δείξει ότι ο μετασχηματισμός είναι εφικτός. Ποιος θα πίστευε πριν από μερικές δεκαετίες ότι χώρες όπως η Γαλλία και η Γερμανία, που κάποτε ήταν εχθροί, θα γίνονταν τώρα εταίροι και στενοί φίλοι; Γιατί να μην είναι εφικτό και στην περιοχή μας;

Η ευκαιρία υπάρχει, αλλά χρειαζόμαστε διεθνείς παράγοντες όπως η Γερμανία να αναλάβουν έναν πιο εποικοδομητικό ρόλο. Μερικές φορές έχουμε την αίσθηση ότι δεν μπορούμε να τα καταφέρουμε μόνοι μας, επειδή οι διεθνείς δυνάμεις έχουν τόσο ισχυρή επιρροή στη σύγκρουση. Ίσως η Γερμανία συχνά συγκρατείται επειδή οι ΗΠΑ είναι ο σημαντικότερος σύμμαχος του Ισραήλ. Αλλά ακριβώς γι’ αυτό η Ευρώπη, και ιδίως η Γερμανία, έχει την ευκαιρία να πάρει μια διαφορετική στάση και να δημιουργήσει ένα αντίβαρο.

Ρ.Θ.: Από πού αντλείτε τη δύναμη, την πίστη και τα κίνητρά σας; Τι σας εμπνέει καθημερινά να κάνετε αυτό που κάνετε και για το οποίο αγωνίζεστε;

Δεν μπορώ να σας πω λεπτομέρειες, αλλά ένας από τους λόγους που βρίσκομαι εδώ στο Βερολίνο είναι ότι εργάζομαι με μια ομάδα Παλαιστινίων και Ισραηλινών για να αλλάξουμε την πραγματικότητα, να δημιουργήσουμε νέες δυνατότητες και να υποστηρίξουμε το κοινό μας όραμα για ένα καλύτερο μέλλον. Συναντήσεις όπως αυτή με υπέρμαχους της ειρήνης και από τις δύο πλευρές μου δίνουν πάντα ελπίδα. Ακόμη και στην πατρίδα μου, ανάμεσα στους Μαχητές για την Ειρήνη, αντλώ δύναμη από τη δουλειά μας: όταν συναντιόμαστε, σχεδιάζουμε την επόμενη δράση, συζητάμε, μερικές φορές διαφωνούμε, αλλά προχωράμε ούτως ή άλλως – νιώθουμε σαν μια διεθνική κοινότητα.

Σε τέτοιες στιγμές συνειδητοποιείς ότι το όραμά μας είναι εφικτό. Δεν είναι όνειρο, δεν είναι ψευδαίσθηση. Συμβαίνει τώρα, ακριβώς μπροστά στα μάτια μας.

Ρ.Θ.: Αν είναι εφικτό σε αυτό το επίπεδο, γιατί να μην είναι εφικτό και σε κοινωνικό επίπεδο;

R: Ακριβώς. Προερχόμαστε από διαφορετικά υπόβαθρα, πεποιθήσεις και προοπτικές, ωστόσο εργαζόμαστε μαζί, ονειρευόμαστε μαζί, αγωνιζόμαστε μαζί – χωρίς βία, φυσικά. Αγωνιζόμαστε ενάντια σε ένα σύστημα που δεν εξυπηρετεί ούτε τους Παλαιστίνιους ούτε τους Ισραηλινούς. Η κατοχή δεν προσφέρει ασφάλεια ή προστασία σε κανέναν, το ξέρουμε αυτό. Και μέσα από τις εμπειρίες των ιδρυτών μας, οι οποίοι έχουν εμπλακεί στη βία στο παρελθόν, μάθαμε ότι η βία το μόνο που κάνει είναι να μας οδηγεί να παγιδευόμαστε στον ίδιο κύκλο.

Γι’ αυτό πρέπει να σπάσουμε αυτόν τον κύκλο. Γνωρίζουμε ότι η μόνη λύση στη σύγκρουσή μας είναι πολιτική και πρέπει να συνεργαστούμε για να δημιουργήσουμε ένα καλύτερο μέλλον για όλους και για όλες. Για μένα, η ελπίδα δεν είναι μια αφηρημένη έννοια. Είναι μια πράξη, κάτι για το οποίο πρέπει να εργαστούμε, ένας πολύ συγκεκριμένος τρόπος για να κάνουμε δυνατή την αλλαγή.

Σας ευχαριστούμε πολύ για αυτή την ενδιαφέρουσα και ελπιδοφόρα συνέντευξη. Σας ευχόμαστε συνεχή επιτυχία στη σημαντική αποστολή σας!

Rana Salman, Co-Direktorin von Combatants for Peace (Bild: Vasco Esteves, Pressenza)
Vasco Esteves, Reto Thumiger und Rana Salman, Co-Direktorin von Combatants for Peace (Bild: Pressenza)