Στη σύγχρονη εποχή η κλιματική κρίση έχει κάνει την παρουσία της αισθητή με κάθε τρόπο: από την άνοδο της θερμοκρασίας μέχρι τα ακραία καιρικά φαινόμενα (πλημμύρες, τυφώνες, κ.λπ.), κάθε χρόνο σημειώνονται τουλάχιστον δύο με τρεις περιπτώσεις φυσικής καταστροφής που κρούουν τον κώδωνα κινδύνου για το μέλλον της ζωής του πλανήτη αλλά και της ζωής μας στον πλανήτη.

Γράφει η Μαρία Δημητριάδη, από το Ελληνικό Δίκτυο για το δικαίωμα στη Στέγη και την Κατοικία.

 

Ο πρόσφατος τυφώνας “Μίλτον” που χτύπησε την πολιτεία της Φλόριντα στις Ηνωμένες Πολιτείες – λίγες μέρες μετά τον τυφώνα “Helene” – άφησε πίσω του σημαντικές υλικές καταστροφές αλλά και νεκρούς, μεταξύ των οποίων ήταν και τρόφιμοι γηροκομείου στη Τάμπα. Παρόλο που υπήρχαν καταφύγια, το μήνυμα που άφησε η Δήμαρχος της πολιτείας, Τζέιν Κάστορ, ήταν ηχηρό:

“Αν επιλέξετε να μείνετε στα σημεία εκκένωσης, θα πεθάνετε”.

Σε αυτό το σημείο έχει σημασία να σταθούμε στο πώς η ρητορική της αυτοπροστασίας και της “ατομικής ευθύνης” προκρίνεται εν είδει κοινωνικής πολιτικής, με αποτέλεσμα να υποβαθμίζεται η συλλογική μέριμνα για τα ασθενέστερα κοινωνικά στρώματα. Η παρουσίαση της παραμονής στον ίδιο τόπο ως “επιλογή” αντανακλά έναν συγκεκριμένο τρόπο άσκησης πολιτικής, ο οποίος παράγει αποκλεισμούς και συνάδει με το ευρύτερο πλαίσιο του νεοφιλελεύθερου κράτους ευημερίας: κοινώς, “ο σώζων εαυτόν σωθήτω“.

Η προφανής λύση σε μια τέτοια κατάσταση έκτακτης ανάγκης θα ήταν η εκκένωση του τόπου που πρόκειται να υποστεί καταστροφή – ωστόσο, η μετακίνηση δεν είναι το ίδιο εύκολη ή εφικτή για όλους. Για ευάλωτες ομάδες όπως είναι άτομα με προβλήματα υγείας, ΑμεΑ, άτομα στο φάσμα του στεγαστικού αποκλεισμού και της φτώχειας, η μετακίνηση από τον τόπο παραμονής τους δεν αποτελεί επιλογή. Όσον αφορά δε τους αστέγους στο δρόμο, η δυνατότητα (αυτο)προστασίας μοιάζει ανέφικτη.

Στην περίπτωση των φυσικών καταστροφών – αλλά και των διαφορετικών κρίσεων γενικότερα – η διάσταση της στέγης είναι μια από τις βασικότερες πτυχές που δεν έχει υπολογιστεί στον βαθμό που αρμόζει κατά τη διαμόρφωση κοινωνικών πολιτικών. Στην Ελλάδα, αντίστοιχα παραδείγματα έχουν υπάρξει μέσω του “Μένουμε Σπίτι” επί πανδημίας, αλλά και στην περίπτωση της κακοκαιρίας Daniel στη Θεσσαλία, με την παραπομπή των πλημμυροπαθούντων σε σπίτια γειτόνων που δεν έχουν πλημμυρίσει – άρα, “Φεύγουμε από το Σπίτι”.

Μέσα σε ένα πλαίσιο αλυσιδωτών κρίσεων, συμπεριλαμβανομένης της κλιματικής, η διάσταση της στέγης δεν θα πρέπει να θεωρείται δεδομένη κατά τη διαμόρφωση κοινωνικών πολιτικών. Οι καταστάσεις έκτακτης ανάγκης έχουν αποδείξει όχι μόνο ότι βάλλεται συνεχώς, αλλά αποτελεί ίσως και τη κυριότερη διέξοδο, ελλείψει κρατικών παροχών και ποιοτικών υπηρεσιών στέγασης. Στην εποχή μας, ωστόσο, η πρόσβαση σε αξιοπρεπή στέγαση αποτελεί μάλλον προνόμιο και όχι βασικό ανθρώπινο δικαίωμα.