Το Κίεβο είναι μια πολύ μεγάλη και πολύ όμορφη πόλη, συμμαζεμένη, καθαρή, με εκκλησίες, παλιά κτίρια, άλλα με σαφές σοβιετικό αποτύπωμα και τέλος πολύ μοντέρνους ουρανοξύστες.
Έφτασα το Σάββατο 17 Αυγούστου στις 5.30 π.μ., αφού ο οδηγός, μη μπορώντας να φτάσει πριν από την απαγόρευση κυκλοφορίας, έκανε μια μακρά ολονύκτια στάση στα περίχωρα της πόλης και έφτασε στο σταθμό λεωφορείων, ο οποίος βρίσκεται δίπλα στο σιδηροδρομικό σταθμό, ακριβώς στο τέλος της ώρας απαγόρευσης κυκλοφορίας. Ο σταθμός βρισκόταν ήδη σε πλήρη λειτουργία, με πολλά λεωφορεία και minibus να φτάνουν ή να αναχωρούν.
Λίγοι μιλούσαν αγγλικά, αλλά όλοι μάθαμε να χρησιμοποιούμε εφαρμογές κινητών τηλεφώνων για να μεταφράζουμε, αν οι πινακίδες δεν ήταν αρκετές.
Δεν μπορώ να βρω το ξενοδοχείο μου- ένας κύριος με συνοδεύει και όταν συνειδητοποιεί ότι το τηλέφωνό μου είναι πλέον σχεδόν χωρίς μπαταρία, θέλει να πάει να πάρει το δικό του για να μου το δανείσει. Τον αποτρέπω, ευχαριστώντας τον θερμά, γιατί απέναντι υπάρχει ένα μπαρ, όπου σταματώ για αρκετές ώρες για να φορτίσω το τηλέφωνο και το PowerBank μου, τα οποία είναι πλέον άδεια. Δύο πολύ ευγενικές νεαρές γυναίκες διευθύνουν το μπαρ με ένα παρακείμενο μικρό μαγαζάκι που πουλάει ανατολίτικα προϊόντα τύπου New Age. Οι τιμές είναι περίπου το ένα τρίτο ή λίγο παραπάνω από τις δικές μας.
Η ζωή κυλά σε απόλυτη κανονικότητα: συνεχής ιδιωτική κυκλοφορία, τακτικά τραμ και λεωφορεία, ηλεκτρικά ποδήλατα και σκούτερ προς ενοικίαση, ποδηλάτες, ο γιγαντιαίος σιδηροδρομικός σταθμός γεμάτος κόσμο. Όλα φαίνονται απολύτως, και για μένα εξωπραγματικά, ήσυχα: αγορές, καλά εφοδιασμένα καταστήματα και σούπερ μάρκετ, άνθρωποι που ψωνίζουν, τρώνε παγωτό, κάνουν βόλτες στο πάρκο όπου τα παιδιά παίζουν στην παιδική χαρά. Ένα φυλλάδιο ανακοινώνει την εξαφάνιση μιας γάτας, τρεις νεαρές κοπέλες με τατουάζ και χρωματιστά μαλλιά πάνε να κάνουν πικνίκ στο γκαζόν… Ο πόλεμος είναι εκεί, αλλά δεν τον βλέπεις.
Παραδόξως, στη Ρώμη, βλέπει κανείς γύρω από τα μνημεία, τα παλάτια της εξουσίας και τις πρεσβείες πολύ περισσότερους στρατιώτες με καμουφλάζ με πολεμικά όπλα, τα οποία είναι απολύτως άχρηστα και αχρησιμοποίητα σε πόλη.
Εδώ θυμάται κανείς τον πόλεμο επειδή, σε αντίθεση με το ταξίδι, μπορεί να δει άνδρες, αλλά οι περισσότεροι είναι ντυμένοι με καμουφλάζ και ίσως σε άδεια, επειδή είναι γεμάτη από καταστήματα όπου πολλοί που ετοιμάζονται να φύγουν ή έχουν ήδη καταταγεί προτιμούν να εφοδιάζονται ιδιωτικά για τον στρατιωτικό τους εξοπλισμό, και τέλος λόγω των προπαγανδιστικών αφισών που συχνά αντικαθιστούν τις διαφημιστικές. Εκτός από τους στρατιωτικούς, βλέπει κανείς και ένστολους εργαζόμενους (αστυνομικούς, καθαριστές κ.λπ.), ή νέους και ηλικιωμένους, πολύ νέους ή πολύ ηλικιωμένους για να καταταγούν.
Σε αυτό πρέπει να προσθέσω ότι μερικές φορές άκουσα τον ήχο της σειρήνας στο βάθος και για λίγο. Ίσως ήταν λάθος συναγερμός, αλλά σε κάθε περίπτωση κανείς δεν ενδιαφέρθηκε και πριν προλάβω να αποφασίσω οτιδήποτε, είχε τελειώσει.
Φυσικά, ακόμη και στη Ρώμη και την Ιταλία, η ζωή κυλάει κανονικά και ήσυχα, σαν να μην μας αφορά ο πόλεμος στην Ουκρανία και η γενοκτονία στη Γάζα, σαν να μην μας αφορά ο εκφυλισμός, έστω και κατά λάθος, αυτού του πολέμου που διεξάγεται στην Ουκρανία μεταξύ του ΝΑΤΟ, το οποίο προμηθεύει τα όπλα και της Ρωσικής Ομοσπονδίας, δεν εκθέτει τις ευρωπαϊκές μας πόλεις στο να γίνουν πιθανοί στόχοι αντιποίνων, και σαν η σφαγή στη Γάζα να μην έγινε με τη δική μας υποστήριξη, αφού δεν ψηφίζουμε στον ΟΗΕ για κατάπαυση του πυρός και αντίθετα υποδεχόμαστε με όλες τις τιμές τον Ισραηλινό πρόεδρο, έναν εγκληματία πολέμου.
Γι’ αυτό κι εγώ «μισώ τους αδιάφορους», όπως μας δίδαξε ο Αντόνιο Γκράμσι. Τότε, ας είναι σαφές, πρέπει να ζει κανείς και το μυαλό πρέπει να σκέφτεται και άλλα πράγματα, γιατί ευτυχώς η ομορφιά, η μουσική, το γέλιο των παιδιών και η καλοσύνη αποτελούν αντίδοτο στη φρίκη και μια πρόκληση ενάντια στον θάνατο.
Ας καλωσορίσουμε λοιπόν την επιθυμία να ζούμε πάντα και σε κάθε περίπτωση που με χίλιους τρόπους μας επιβάλλεται, αλλά ενδεχομένως με την επίγνωση της πρόκλησης ενάντια του θανάτου και του πολέμου, χωρίς να αφαιρούμε τίποτα, αλλά να επαναφορτίζουμε τον εαυτό μας και να κάνουμε, ή τουλάχιστον να προσπαθούμε να κάνουμε, κάτι για να μην είμαστε συνένοχοι.
Μετάφραση από τα ιταλικά: Pressenza Athens