Στις 22 Νοεμβρίου, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ενέκρινε επίσημα τη θέση του σχετικά με το σχέδιο «Κανονισμός για τη θέσπιση κανόνων για την πρόληψη και την καταπολέμηση της σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών» (CSAR). Με την ισχυρή υποστήριξη αυτής της θέσης και από τις επτά ευρωπαϊκές πολιτικές ομάδες, αυτό σηματοδοτεί μια θετική εξέλιξη για τα ανθρώπινα δικαιώματα σε ένα από τα πιο αμφιλεγόμενα σχέδια νόμων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ).
Οι οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών, έχουν εκφράσει την αντίθεσή τους εδώ και καιρό ενάντια στα μέτρα μαζικής σάρωσης και κατάργησης κρυπτογράφησης της CSAR που προτάθηκαν το 2022 από την εκτελεστική μονάδα της ΕΕ για τις εσωτερικές υποθέσεις. Παρά την αντίθεση του Κοινοβουλίου σε αυτα τα μετρα, βρισκόμαστε ακόμη μακριά από το τέλος της νομοθετικής διαδικασίας. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να παραμείνουμε σε εγρήγορση για το πώς αντιδρούν τα άλλα δύο νομοθετικά θεσμικά όργανα –το Συμβούλιο των κρατών μελών της ΕΕ και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Θα συμφωνήσουν με το Κοινοβούλιο ότι οι νέοι νόμοι της ΕΕ πρέπει να σέβονται τα θεμελιώδη δικαιώματα; Ή θα διπλασιάσουν το «chat control»;
Η θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου
Όπως εξηγήσαμε η θέση αυτή εγκρίθηκε προσωρινά από την Επιτροπή Πολιτικών Ελευθεριών του Κοινοβουλίου στις 14 Νοεμβρίου, είναι ξεκάθαρη πολιτική δήλωση ότι ακόμη και οι πιο σημαντικοί κοινωνικοί στόχοι δεν δικαιολογούν μέτρα με οποιοδήποτε κόστος.
Σε αυτή τη βάση, το Κοινοβούλιο απέρριψε σθεναρά κανόνες που θα ανάγκαζαν τις εταιρείες να σαρώνουν τεράστιους όγκους προσωπικών μηνυμάτων ανθρώπων– αντί να απαιτεί τώρα να υπάρχει εύλογη υποψία. Οι δικηγόροι του Συμβουλίου των κρατών μελών της ΕΕ είχαν κάνει στο παρελθόν μία άνευ προηγουμένου προειδοποίηση ότι η αρχική πρόταση θα παραβίαζε την ουσία του δικαιώματος στην ιδιωτική ζωή. Όσον αφορά την ΕΕ, αυτή είναι μια καταδικαστική εκτίμηση, διότι η νομολογία του Δικαστηρίου της ΕΕ υποστήριζε ανέκαθεν ότι ενώ τα δικαιώματα μπορούν να περιοριστούν για δικαιολογημένους λόγους. Ο «ουσιώδης πυρήνας» κάθε ανθρώπινου δικαιώματος δεν πρέπει ποτέ να παραβιάζεται. Το Κοινοβούλιο άκουσε σαφώς αυτήν την προειδοποίηση.
Τι έπεται;
Καθώς η θέση τους έχει εγκριθεί επίσημα, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο είναι έτοιμο να εισέλθει σε «τριμερείς διαλόγους». Πρόκειται για διαπραγματεύσεις κεκλεισμένων των θυρών μεταξύ των βουλευτών και του Συμβουλίου των κυβερνήσεων των κρατών μελών της ΕΕ. Ωστόσο, σε αυτή την περίπτωση, το Συμβούλιο δεν έχει επί του παρόντος διαπραγματευτική εντολή για να συμμετάσχει στους τριμερείς διαλόγους. Στην πραγματικότητα, οι κυβερνήσεις των κρατών μελών της ΕΕ διχάστηκαν για το θέμα, με ορισμένες χώρες αρνούνται να ακούσουν την τεχνολογική και νομική πραγματικότητα. Ευτυχώς, πολλοί άλλοι έχουν σταθεί απέναντι στους συναδέλφους τους, προειδοποιώντας σωστά ότι η ΕΕ δεν μπορεί να επιτρέψει την καταστροφή της ψηφιακής ασφάλειας, της ιδιωτικότητας και της ανωνυμία.
Χωρίς θέση του Συμβουλίου, η νομοθετική διαδικασία για την CSAR βρίσκεται επί του παρόντος σε αδιέξοδο. Η ισπανική Προεδρία του Συμβουλίου φέρεται να προσπαθεί να προωθήσει μια θέση πριν από το τέλος της θητείας της (τέλη Δεκεμβρίου 2023). Αλλά τη στιγμή της σύνταξης, δεν έχουν κείμενο στο τραπέζι – πόσο μάλλον πολιτική συμφωνία από επαρκή αριθμό κρατών μελών.
Ακόμη και αν το Συμβούλιο είναι σε θέση να συμφωνήσει σύντομα τη θέση τους, είναι πολύ απίθανο να μπορέσουν να ψηφίσουν το νόμο κατά τη διάρκεια αυτής της πολιτικής θητείας. Αυτό συμβαίνει γιατί πλησιάζουμε σε ένα γεγονός που συμβαίνει κάθε πέντε χρόνια: τις ευρωπαϊκές εκλογές. Τον Ιούνιο του 2024 θα εκλεγεί νέο Κοινοβούλιο και στη συνέχεια θα διοριστεί νέο σύνολο Ευρωπαίων Επιτρόπων. Σύμφωνα με έγγραφα που διέρρευσαν, αυτό σημαίνει ότι οποιεσδήποτε διαπραγματεύσεις μεταξύ των νομοθετικών οργάνων πρέπει να ολοκληρωθούν έως τις αρχές Φεβρουαρίου 2024.
Ενώ οι τριμερείς διαπραγματεύσεις ακόμη και για απλούς νόμους μπορεί να διαρκέσουν μήνες. Θα ήταν άνευ προηγουμένου ένα τόσο περίπλοκο και ευαίσθητο αρχείο όπως το CSAR –με τόσα πολλά που διακυβεύονται– να προωθηθεί σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα. Αυτό το τρέχον κενό σημαίνει επίσης ότι ο πολιτικός επικεφαλής της CSAR, η αμφιλεγόμενη Σουηδή Επίτροπος Ylva Johansson, είναι απίθανο να παραμείνει στη θέση του για τον κύκλο ζωής αυτής της πρότασης.
Οι οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτων και των ψηφιακών δικαιωμάτων υποστήριξαν με συνέπεια ότι οι νόμοι για την αντιμετώπιση της CSA στο διαδίκτυο πρέπει να είναι σύμφωνοι με τη νομοθεσία για τα θεμελιώδη δικαιώματα και με αντικειμενικά στοιχεία αποτελεσματικότητας. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο αντέκρουσε σθεναρά την προσπάθεια της GD HOME να ψηφίσει έναν νόμο που αποτυγχάνει οικτρά και στις δύο αυτές κατηγορίες. Αν και τα επόμενα βήματα για αυτόν τον νόμο δεν είναι ξεκάθαρα, αυτό είναι ωστόσο ένα τεράστιο ορόσημο για την προστασία των ψηφιακών ανθρωπίνων δικαιωμάτων και βασιζόμαστε στο Συμβούλιο να μην κάνει πίσω.
Πηγή άρθρου: https://edri.org/
Δημοσίευση στα ελληνικά: privacy.ellak.gr