Άρθρο του Λόη Λαμπριανίδη, Οικονομικού γεωγράφου, Καθηγητή ΠΑΜΑΚ, π. Γενικού Γραμματέα Ιδιωτικών Επενδύσεων Υπουργείου Οικονομίας & Ανάπτυξης, μέλους Γνωμοδοτικού Συμβουλίου ΕΝΑ.
Περίληψη
Ασφαλώς και η κυβέρνηση δεν μπορούσε να εκμηδενίσει τις συνέπειες μιας τέτοιας κακοκαιρίας. Μπορούσε όμως η Πολιτεία να έχει κατασκευάσει τις απαραίτητες υποδομές και να έχει λάβει όλα τα υπόλοιπα μέτρα που θα περιόριζαν τις συνέπειες. Δεν το έκανε, παρά τις προειδοποιήσεις από τους αρμόδιους επιστημονικούς φορείς αλλά και από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Επίσης, παρότι το Εθνικό Αστεροσκοπείο και επιστήμονες προειδοποιούσαν εδώ και μια εβδομάδα ότι αναμενόταν ένα εξαιρετικά έντονο καιρικό φαινόμενο, δεν εφαρμόστηκαν οργανωμένα σχέδια έγκαιρης συγκέντρωσης των κατοίκων που θα κινδύνευαν σε ασφαλείς περιοχές και εξασφάλισης των απαραίτητων (νερό, τρόφιμα, φάρμακα κ.λπ.) ώστε να μπορέσουν να παραμείνουν εκεί για κάποιες ημέρες. Ακόμα και το 112, φαίνεται να έστειλε ειδοποίηση όταν πλέον ο κάμπος είχε πλημμυρίσει.
Έτσι, τις τελευταίες ημέρες γίναμε μάρτυρες μιας ασύλληπτης έκτασης καταστροφής σε πολλές περιοχές της Θεσσαλίας με ανθρώπινα θύματα, με καταστροφή υποδομών και περιουσιών πολλών συνανθρώπων μας, με απώλεια πολλών ζώων και μεγάλο μέρους της ελληνικής αγροτικής -φυτικής και ζωικής- παραγωγής (με συνέπειες ενδεχομένως και σε βάθος πενταετίας) και με φόβο ότι υπάρχει σημαντικός κίνδυνος για εξελισσόμενη υγειονομική κρίση.
Η καταστροφή αυτή σε μεγάλο βαθμό οφείλεται στα ανεπαρκή αντιπλημμυρικά έργα (όπως οι πυρκαγιές στα ανεπαρκή έργα πυροπροστασίας) ένα διαχρονικό πρόβλημα. Τα έργα που απαιτούνται για την αντιμετώπιση των ανωτέρω θεμελιωδών ελλείψεων δεν είναι ούτε περίοπτα ούτε πολύ δημοφιλή. Δεν συμβάλλουν στη δημιουργία εντυπώσεων και επομένως θα περάσουν απαρατήρητα και δεν θα φέρουν ψήφους. Συνεπώς δεν είναι στις προτεραιότητες ούτε της κεντρικής κυβέρνησης ούτε της Τοπικής Αυτοδιοίκησης. Μάλιστα, ακόμη και τα πετυχημένα έργα υποδομής (π.χ. τα αντιπλημμυρικά) δεν θα έφερναν ψήφους καθώς μέσω της επιτυχίας τους θα περνούσαν απαρατήρητα. Αυτό εντάθηκε με τη σημερινή κυβέρνηση που πιστή στη νεοφιλελεύθερη ιδεολογία της υποστηρίζει πως οι αγορές είναι άριστοι μηχανισμοί ρύθμισης της παραγωγής των αγαθών όμως αυτό σίγουρα δεν ισχύει για τα δημόσια αγαθά, όπως στην περίπτωση που συζητάμε τα αντιπλημμυρικά έργα.
Αναμφίβολα, πολλά από τα αίτια που ενέτειναν τις συνέπειες αυτής της ανείπωτης καταστροφής έχουν να κάνουν με διαχρονικά προβλήματα της χώρας. Σήμερα είναι μια ευκαιρία να προβληματιστούμε για να κατανοήσουμε ως κοινωνία τα πραγματικά αίτια αυτής της καταστροφής και να αναζητήσουμε ένα ριζικά διαφορετικό αναπτυξιακό υπόδειγμα που θα στηρίζεται στην ποιοτική παροχή δημοσίων αγαθών, γιατί σε λίγο θα είναι πλέον αργά. Αυτό που φαίνεται ξεκάθαρα είναι ότι μια οργανωμένη κοινωνία δεν μπορεί να προχωρά χωρίς σχεδιασμό σε όλα τα επίπεδα, χωρίς κανόνες (πού κτίζουμε, πώς κτίζουμε κ.λπ.) – και βέβαια ότι η πρόβλεψη και η προσαρμογή είναι απείρως λιγότερη δαπανηρή από την αποκατάσταση των ζημιών (το είδαμε στις πυρκαγιές, το βλέπουμε τώρα και στις πλημμύρες). Όμως, η σημερινή κυβέρνηση, η οποία πλέον διανύει τον πέμπτο χρόνο διακυβέρνησής της, πέρα από τις εκ του αποτελέσματος παρατηρούμενες διαχειριστικές ανεπάρκειες, έχει μια θεμελιακή (fundamental) προσήλωση στη λογική το «κράτος είναι το πρόβλημα, η αγορά είναι η λύση»· λογική που βρίσκεται στον πυρήνα του μοντέλου άσκησης διακυβέρνησης και που διαπερνά όλο το φάσμα των πεδίων πολιτικής. Αδυνατεί, έτσι, να αντιληφθεί την επιτακτική ανάγκη ριζικής μεταβολής αναπτυξιακού και καταναλωτικού υποδείγματος και αφήνει τη χώρα εκτεθειμένη και ευάλωτη σε διαδοχές κρίσεων, ολοένα και καταστροφικότερων.
Σε ό,τι αφορά τη Θεσσαλία, θα πρέπει να σχεδιαστούν άμεσα μέτρα για την υγειονομική θωράκιση της περιοχής, για τη στέγαση των κατοίκων που δεν μπορούν να επιστρέψουν στα σπίτια τους και βέβαια για την αποκατάσταση των άμεσων συνεπειών ώστε να αρχίσει να ομαλοποιείται η ζωή στην περιοχή -και τα όσα έχουν ανακοινωθεί ως τώρα από τον Πρωθυπουργό δεν φαίνονται επαρκή ούτε ποιοτικά ούτε ποσοτικά. Μεσοβραχυπρόθεσμα θα πρέπει σε συνεννόηση-διαβούλευση των κοινωνικών, οικονομικών και πολιτικών δυνάμεων να υλοποιηθεί ένας ολοκληρωμένος σχεδιασμός της περιοχής που να οδηγήσει οργανωμένα στην επόμενη ημέρα με στόχο την αναδιάρθρωση, ανασύνταξη και αναβάθμιση της οικονομίας της περιοχής ώστε να αποφευχθεί μια νέα μετανάστευση ανθρώπινου δυναμικού από μια από τις πρώτες παραγωγικές περιοχές της χώρας.
Μέσα στην κατήφεια που μας δημιουργεί η τραγική κατάσταση των συνανθρώπων μας στη Θεσσαλία υπάρχει και μια παρήγορη νότα αυτή των κατοίκων της περιοχής που έσπευσαν να βοηθήσουν τους συγχωριανούς τους, αλλά και των εθελοντών μελών ΜΚΟ από όλη την Ελλάδα που έσπευσαν να βοηθήσουν τους συνανθρώπους μας.
Τις τελευταίες ημέρες γίναμε μάρτυρες μιας ασύλληπτης έκτασης καταστροφής σε πολλές περιοχές της χώρας μας (κυρίως Καρδίτσα, Τρίκαλα, Βόλο, Πήλιο), με ανθρώπινα θύματα που ελπίζουμε να παραμείνουν λίγα, με καταστροφή υποδομών και περιουσιών πολλών συνανθρώπων μας, με απώλεια πολλών ζώων.
Μια αδιανόητη καταστροφή που κάποιοι, προσπαθούν να την αποδώσουν αποκλειστικά στα αναμφιβόλως ακραία καιρικά φαινόμενα, και άλλοι κυρίως στην ανεπάρκεια της κυβέρνησης. Ενώ και οι δύο πλευρές παρουσιάζουν όψεις της αλήθειας, αυτές παραμένουν αποσπασματικές και εν τέλει παραπλανητικές. Αυτό που υποστηρίζουμε σε αυτό το κείμενο είναι πως σήμερα είναι μια ευκαιρία να προβληματιστούμε για να κατανοήσουμε ως κοινωνία τα πραγματικά αίτια αυτής της καταστροφής και να αναζητήσουμε ένα ριζικά διαφορετικό αναπτυξιακό δρόμο, γιατί σε λίγο θα είναι πλέον αργά.
Η συμφορά που προέκυψε από την κακοκαιρία «Daniel» δεν υπήρξε κεραυνός εν αιθρία. Υπήρξε αμέλεια της κυβέρνησης να μην κάνει τα απαραίτητα έργα υποδομής για να θωρακίσει τις πληγείσες περιοχές, γεγονός που προκύπτει καταρχάς από το ότι γνώριζε πως η Θεσσαλία είναι ιδιαίτερα ευάλωτη, γιατί είχαν προηγηθεί μεγάλες καταστροφές από την κακοκαιρία «Ιανός» που έπληξε τη χώρα το 2020. Δεύτερον, το γνώριζε γιατί από το 2018 είχαν αναρτηθεί οι χάρτες κινδύνου πλημμύρας που αποτελούν τη βάση για την κατάρτιση σχεδίων διαχείρισης των κινδύνων πλημμύρας και είναι εθνική υποχρέωση στο πλαίσιο οδηγίας της ΕΕ[1]. Η κυβέρνηση επέλεξε να παραβιάζει την Οδηγία,[2] καθώς δεν επικαιροποιεί και δεν υλοποιεί τις προτάσεις των διαχειριστικών σχεδίων που στοχεύουν στη μείωση των αρνητικών συνεπειών που συνδέονται με τις πλημμύρες. Μάλιστα, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή είχε προειδοποιήσει την Ελλάδα, ήδη από το Φεβρουάριο του 2022, ότι δεν εφαρμόζει την υποχρέωσή της να έχει επικαιροποιημένους χάρτες κινδύνου πλημμύρας, για την αξιολόγηση και τη διαχείριση των κινδύνων πλημμύρας.
Ας αρχίσουμε λοιπόν, υπενθυμίζοντας ότι πριν από λίγες μόλις εβδομάδες καιγόταν επί 17 ολόκληρες ημέρες ο Έβρος (κυρίως στο δάσος Δαδιάς), ενώ από την αρχή του έτους οι δασικές πυρκαγιές έχουν κατακάψει 1,7 εκατ. στρεμμάτων. Όμως αυτό δεν ήταν απόρροια ακραίων φαινομένων. Όπως τεκμηριώνουν οι αρμόδιοι φορείς, φέτος είχαμε στην Ελλάδα 52% λιγότερες μεγάλες δασικές πυρκαγιές, αλλά ταυτόχρονα καταγράφηκε αύξηση των καμένων εκτάσεων κατά 195% σε σύγκριση με την έκταση που κατά μέσο όρο (με βάση αναφοράς την περίοδο 2002 – 2022) καίγεται ετησίως στη χώρα μας[3]. Το 2023 κάηκαν 1,7 εκατομμύρια και το 2021 1,3 εκατομμύρια στρέμματα, δύο ιστορικά υψηλά μέσα σε τρία χρόνια.
Ας προσπαθήσουμε λοιπόν να απαριθμήσουμε με πολύ ελλειπτικό τρόπο τα πιθανά άμεσα αίτια που η χώρα φαίνεται ανυπεράσπιστη απέναντι σε φυσικά φαινόμενα τα οποία δεν είναι και πάντοτε ακραία ή ακόμη και όταν εκδηλώνονται στην ακρότητά τους, δεν τυγχάνουν της πρόληψης και της αντιμετώπισης που θα μπορούσε να υπάρχει.
- Διαχρονικά υποεκτιμάται η αξία της έγκαιρης πρόβλεψης και υλοποίησης των αναγκαίων δημόσιων έργων υποδομών και ελέγχων καλής λειτουργίας τους. Δηλαδή, καθάρισμα δασών, ζώνες πυροπροστασίας, εμβάθυνση και διαπλάτυνση χειμάρρων, ποταμών, αποχετευτικών δικτύων, χωματερές κ.λπ.
- Διαχρονικά υπάρχει εκτεταμένη αυθαίρετη δόμηση τόσο από το κράτος και την Τοπική Αυτοδιοίκηση (στένεμα κοιτών και μπάζωμα ρεμάτων για δημιουργία δρόμων, χώρων στάθμευσης κ.λπ.) αλλά και από ιδιώτες (κατοικίες πάνω σε ρέματα, μέσα σε δάση, πάνω στο κύμα, κ.λπ.).
- Ο χωρικός σχεδιασμός (πολεοδομικός ή χωροταξικός) είναι κατασυκοφαντημένος, θεωρείται αντιαναπτυξιακός και πάντοτε ανεπίκαιρος. Όμως, είναι αυτός που μας επιτρέπει σαν οργανωμένη κοινωνία να κατανοήσουμε πού ακριβώς βρισκόμαστε (ποια είναι τα ποσοτικά και ποιοτικά χαρακτηριστικά του πληθυσμού και των φυσικών πόρων μιας περιοχής), να αποφασίσουμε μέσα από διαδικασίες διαβούλευσης πού θέλουμε να πάμε και να σχεδιάσουμε με τα επιστημονικά εργαλεία που διαθέτουμε πώς θέλουμε να ζήσουμε σαν οργανωμένη κοινωνία. Πώς θέλουμε να οργανώσουμε τις πόλεις μας (πού και πόσο πράσινο θα έχουμε, εάν θα έχουμε μικτές χρήσεις γης κ.λπ.), πώς θα οργανώσουμε το σύνολο του γεωγραφικού χώρου σχεδιάζοντας μεταξύ των άλλων και την ιεράρχηση του οικιστικού δικτύου. Και βέβαια τόσο στον πολεοδομικό όσο και στο χωρικό σχεδιασμό ένα βασικό στοιχείο είναι αυτό της οργάνωσης των υποδομών ώστε να προστατευθεί η ανθρώπινη ζωή αλλά και το φυσικό περιβάλλον και για αυτό πρέπει να υπάρχει διαβούλευση. Όμως, η σημερινή κυβέρνηση ακολουθώντας μια πολιτική «φθηνής ανάπτυξης» (βλ. εδώ και Έκθεση ΙΝΕ ΓΣΕΕ 2023) δηλαδή, μια πολιτική που στηρίζεται στο χαμηλό κόστος εργασίας, χαμηλούς φορολογικούς συντελεστές για τις επιχειρήσεις, περιορισμένη προστασία φυσικού και δομημένου περιβάλλοντος και πολιτιστικής κληρονομιάς κ.ά. θεωρεί το χωρικό σχεδιασμό εμπόδιο για την εγκατάσταση των επιχειρήσεων, άρα εμπόδιο για την οικονομική ανάπτυξη.
- Η υποβάθμιση της ζωής στην ύπαιθρο οδηγεί στην εγκατάλειψή της από τους κατοίκους της, κυρίως τους νεότερους, γεγονός που την κάνει όλο και περισσότερο ευάλωτη.
Προφανώς όλες αυτές οι αιτίες και προβλήματα δεν μπορούν να αποδοθούν μόνο στη σημερινή κυβέρνηση. Είναι απόρροια φαινομένων που εξελίσσονται για δεκαετίες και έχουν δημιουργήσει συνειδήσεις που δύσκολα θα αλλάξουν[4] – αλλά επιβάλλεται να αλλάξουν και ο μόνος τρόπος είναι να κατανοήσουμε καταρχάς τα νέα προβλήματα και τις εντελώς νέες και διαφορετικού χαρακτήρα προκλήσεις που δημιουργήθηκαν από την ασύδοτη και αχαλίνωτη καπιταλιστική επέκταση.
Τα έργα που απαιτούνται για την αντιμετώπιση των ανωτέρω θεμελιωδών ελλείψεων δεν είναι ούτε περίοπτα ούτε πολύ δημοφιλή. Δεν συμβάλουν στη δημιουργία εντυπώσεων (π.χ. «μεγάλος περίπατος» στην Αθήνα) και επομένως δεν συγκεντρώνουν την προσοχή των ΜΜΕ, ενδεχομένως θα περάσουν απαρατήρητα και δεν θα φέρουν ψήφους[5]. Συνεπώς δεν είναι στις προτεραιότητες ούτε της κεντρικής κυβέρνησης ούτε της Τοπικής Αυτοδιοίκησης[6] γιατί βέβαια τα πετυχημένα έργα υποδομής (π.χ. τα αντιπλημμυρικά έργα) δεν θα έφερναν ψήφους καθώς μέσω της επιτυχίας τους θα περνούσαν απαρατήρητα. Έτσι, αυτά τα απολύτως αναγκαία δημόσια έργα καθυστερούν επί χρόνια ακόμα και δεκαετίες ενώ το εάν θα είναι καλά σχεδιασμένα και εάν λειτουργούν σωστά δεν φαίνεται να απασχολεί.
Τα έργα αυτά υποδομής αποτελούν δημόσια αγαθά. Να θυμίσουμε πως η σημερινή κυβέρνηση πιστή στη νεοφιλεύθερη ιδεολογία υποστηρίζει πως οι αγορές είναι άριστοι μηχανισμοί ρύθμισης της παραγωγής των αγαθών όμως αυτό σίγουρα δεν ισχύει για τα δημόσια αγαθά, όπως στην περίπτωση που συζητάμε τα αντιπλημμυρικά έργα. Θα τολμούσαμε να υποστηρίξουμε ότι τα δημόσια αγαθά διαθέτουν και υπερεθνικά στοιχεία, καθώς τα οφέλη από την παροχή τους δεν περιορίζονται αποκλειστικά εντός των εθνικών συνόρων.[7] Τα δημόσια, πολλώ δε μάλλον τα υπερβαίνοντα τον στενό εθνικό χώρο αγαθά υποπροσφέρονται (ή και απουσιάζουν εντελώς) από το σύστημα των αγορών, αν αυτό αφεθεί στην «ανεμπόδιστη» λειτουργία του, καθώς τα οφέλη τους δεν μπορεί να εσωτερικευθούν επαρκώς από τον ιδιωτικό τομέα[8], οδηγώντας επομένως σε μειωμένα κέρδη και χαμηλή ανταγωνιστικότητα. Από την άλλη, είμαστε μια κοινωνία όπου κυριαρχεί η επιδεικτική κατανάλωση, ιδίως βεβαίως των πλουσιότερων στρωμάτων, και η κυβέρνηση δεν την φορολογεί ανάλογα ώστε να έχει περισσότερους πόρους για την παροχή δημόσιων αγαθών γιατί εκτός των άλλων δεν κατανοεί την ανάγκη αλλαγής καταναλωτικών προτύπων για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής.[9] Το τελικό αποτέλεσμα είναι η υπερπαροχή επιδεικτικών και εν τέλει ιδιωτικών/καταναλωτικών αγαθών, συχνά επιβαρυντικών για το περιβάλλον και τη βιωσιμότητα και η υποπαροχή των απολύτως αναγκαίων, των ζωτικών πλέον για την επιβίωσή μας δημοσίων αγαθών.
Όλα αυτά απαιτούν ένα κράτος νέου τύπου, κράτος που διαθέτει την αναγκαία γνώση και τεκμηρίωση γεγονός που προϋποθέτει μια «συλλογική αναλυτική ικανότητα» (thinking capacity), που παίρνει αποφάσεις στη βάση έγκυρης επιστημονικής πληροφόρησης (evidence informed policies), που υλοποιεί και ελέγχει τα έργα. Δηλαδή, ένα κράτος που θα διαπνέεται από τη λογική των δημόσιων αγαθών ιδίως και όχι ένα κράτος μεταπράτης, διαμεσολαβητής πολλών συμφερόντων, μικρών και μεγάλων, στη βάση πολλαπλών εξαρτήσεων –τοπικών, κομματικών, οικογενειακών και βέβαια σχέσεων με διεφθαρμένες ελίτ, όπως διαχρονικά συμβαίνει. Ένα κράτος επομένως, με αυτοτελή γνώση και θέληση, που δεν επικαθορίζεται από τις αγορές και τα συμφέροντά τους.
Ο σημερινός Πρωθυπουργός και οι κυβερνήσεις του έχουν ενθαρρύνει μια κουλτούρα άρνησης της επιστημονικής ανάλυσης και υποταγής της επιστήμης στις πολιτικές τους αποφάσεις[10], ενώ διατείνονται το ακριβώς αντίθετο, ότι δηλαδή αυτές είναι data-driven. Είχαν έναν καταγγελτικό λαϊκιστικό λόγο ως αντιπολίτευση (ας θυμηθούμε τη στάση του στην τραγική καταστροφή στο Μάτι και στη Μάνδρα) και συνεχίζουν τον καταγγελτικό τους λόγο ως κυβέρνηση προς την αντιπολίτευση. Και φυσικά ούτε που διανοούνται να συνδέσουν τα ακραία φαινόμενα με μια ασύδοτη/ άπληστη καπιταλιστική ανάπτυξη που διακυβέρνησε τον πλανήτη μας για πολλές δεκαετίες[11]. Ούτε κατανοούν την ανάγκη αλλαγής καταναλωτικών προτύπων για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής.
Αρνούνται τον ουσιαστικό διάλογο σε κρίσιμα ζητήματα με τα κόμματα της αντιπολίτευσης, ώστε να προκύψουν κοινά αποδεκτές πολιτικές. Έτσι, ίσως αντί να δημιουργηθεί ένα υπουργείο Πολιτικής Προστασίας θα έπρεπε να δημιουργηθεί μια Εθνική Αρχή Πολιτικής Προστασίας ως αυτοτελής δημόσια Υπηρεσία απαλλαγμένη δηλαδή από τον ασφυκτικό κυβερνητικό έλεγχο, όπως πρότεινε και το Πόρισμα Γκολντάμερ. Η αρχή αυτή θα ήταν υπό διακομματικό κοινοβουλευτικό έλεγχο, ώστε να αποφευχθούν κατά το δυνατό οι ανεπάρκειες των ανεξάρτητων αρχών, ή η «αιχμαλώτισή» τους από την ολιγαρχική διαπλοκή, και με γενικότερη στόχευση να μπορεί να περάσει «δύσκολες» μεν αλλά αναγκαίες με κριτήριο τις προκλήσεις που διαμορφώνονται αποφάσεις στην κοινωνία ώστε να αρχίσει να οικοδομείται το δημόσιο και ασφαλέστερο μελλοντικό μας σπίτι.
Για να ξεκινήσουμε την προσπάθεια αποφυγής της επερχόμενης -αν όχι ήδη παρούσας- καταστροφής, πρέπει να κτίσουμε μια κοινωνία αλληλεγγύης και όχι άκρατου ανταγωνισμού[12]. Μια κοινωνία που θα υπάρχει δυνατότητα συνεννόησης των κοινωνικών, οικονομικών και πολιτικών δυνάμεων της χώρας για κρίσιμες πλευρές της λειτουργίας της[13]. Και βέβαια ένα «αναπτυξιακό κράτος» (developmental state), στο οποίο πλέον η ανάπτυξη πρέπει να διακριθεί δραστικά από την μεγέθυνση. Χρειαζόμαστε ανάπτυξη με κυριαρχία των δημόσιων αγαθών, ένα κράτος με δημοκρατικά αναβαθμισμένο ρόλο (επομένως με την κοινωνία στις διάφορες θεσμικές υποστάσεις της (εργατικά συνδικάτα, συνελεύσεις πολιτών, τοπική αυτοδιοίκηση κ.λπ.) πολύ περισσότερο ενεργή, ένα κράτος με σημαντικά περιθώρια αυτονομίας από τις αγορές, που θα εξασφαλίζει τη βιώσιμη αναπαραγωγή της κοινωνίας (δημόσιες παροχές υπηρεσιών υγείας, παιδείας, ενέργειας, χρηματοδότησης κ.λπ., προστασία από τις επερχόμενες κλιματικές καταστροφές όπως είναι οι φωτιές, πλημμύρες κ.λπ.), ένα κράτος με νέου τύπου αναπτυξιακό όραμα[14]. Ένα κράτος αποτελεσματικό[15] που θα κάνει τον πολίτη να αισθάνεται ασφάλεια και όχι ότι είναι αφημένος στη μοίρα του οδηγώντας τον να βρει τρόπους να προστατευθεί ατομικά[16]. Όλα αυτά προϋποθέτουν ένα κράτος που διαθέτει ικανότητα χάραξης και υλοποίησης πολιτικής.
Θα πρέπει να σχεδιαστούν άμεσα μέτρα για την υγειονομική θωράκιση της περιοχής, για τη στέγαση των κατοίκων που δεν μπορούν να επιστρέψουν στα σπίτια τους και βέβαια για την αποκατάσταση των άμεσων συνεπειών ώστε να αρχίσει να ομαλοποιείται η ζωή στην περιοχή. Μεσοβραχυπρόθεσμα θα πρέπει σε συνεννόηση- διαβούλευση των κοινωνικών, οικονομικών και πολιτικών δυνάμεων να υλοποιηθεί ένας ολοκληρωμένος σχεδιασμός της περιοχής που να οδηγήσει οργανωμένα στην επόμενη ημέρα με στόχο την αναδιάρθρωση, ανασύνταξη και αναβάθμιση της οικονομίας της περιοχής ώστε να αποφευχθεί μια νέα μετανάστευση ανθρώπινου δυναμικού από μια από τις πρώτες παραγωγικές περιοχές της χώρας.
Ειδάλλως, κατά την τρέχουσα κυβερνητική πρακτική, απλώς περιμένουμε το ξέσπασμα της επόμενης κρίσης, δίχως προετοιμασία και δυνατότητα αποτελεσματικής διαχείρισής της, αλλά με περίσσια επικοινωνιακή επάρκεια… και όσο αντέξουμε. Η κυβέρνηση, όπως φαίνεται και από τις δηλώσεις του ίδιου του πρωθυπουργού, δεν φαίνεται να έχει κατανοήσει ούτε την έκταση της καταστροφής (την οποία χαρακτήρισε «πολύ μεγάλη αναποδιά») αλλά ούτε και τα αίτια του προβλήματος,[17] όταν επιμένει να επαναλαμβάνει τα λάθη του παρελθόντος.
[1] Όπως επισημαίνει, μεταξύ άλλων, η WWF. Βλ. πρόσφατη δημοσίευση του ΕΝΑ
[2] Η σημερινή κυβέρνηση, συνεχίζοντας την «ελληνική παράδοση», όχι μόνο παραβιάζει συνεχώς το περιβαλλοντικό δίκαιο της ΕΕ αλλά έχει επιλέξει να αγνοεί και τις καταδικαστικές αποφάσεις του Δικαστηρίου της ΕΕ, με αποτέλεσμα η χώρα να βαρύνεται με συνεχή πρόστιμα.
[3] Στοιχεία του Ευρωπαϊκού Συστήματος Πληροφόρησης για Δασικές Πυρκαγιές που επεξεργάστηκε το Εθνικό Αστεροσκοπείο. Το 2019 κάηκαν 107.000, 2020 149.000, 2021 1.300.000, 2022 234.000 και 2023 1.700.000 στρέμματα,
[5] Βέβαια συχνά πολλοί τοπικοί άρχοντες διατείνονται το ακριβώς αντίθετο βλ. για παράδειγμα τις δηλώσεις του Περιφερειάρχη Θεσσαλίας λίγο πριν από τις καταστροφικές πλημμύρες «Ακολουθούμε τη φιλοσοφία build back better, δηλαδή έχουμε μια στρατηγική στόχευση ώστε να προλάβουμε και να αντιμετωπίσουμε τις αρνητικές επιπτώσεις κινδύνων που έρχονται από το μέλλον» (29.8.23)
[6] Ασφαλώς και υπάρχουν λαμπρές εξαιρέσεις και ίσως χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της Λάρισας όπου υπάρχει διαχρονικά ο σωστός σχεδιασμός, η σωστή υλοποίηση και η σωστή συντήρηση για την αποφυγή των πλημμυρών και για αυτό δεν αντιμετωπίζει προβλήματα σε αντίστιξη με το Δήμο Βόλου.
[7] Π.χ., η αναμενόμενη ελλειμματική αγροτική παραγωγή της Θεσσαλίας για διάστημα ίσως έως και 5 χρόνων θα έχει αντίκτυπο εντός και εκτός της χώρας με αυξημένες τιμές, μειωμένες ποσότητες.
[8] Ως μη πλήρη εσωτερίκευση εννοούμε εδώ την αδυναμία της πλήρους οικειοποίησης των οφελών από τα έργα των οποίων οι κατασκευαστές καταβάλλουν αποκλειστικά τα κόστη, καθώς τα οφέλη τείνουν να διαχέονται στους μη συμβαλλόμενους δηλ. τους (παρόχους που αναλαμβάνουν τα κόστη κατασκευής και τους καταναλωτές/πελάτες/ωφελούμενους που πληρώνουν για τις προσφερόμενες υπηρεσίες ή αγαθά. Π.χ. ένα καλό αντιπλημμυρικό έργο στη διαδρομή ενός ποταμού δεν θα ωφελήσει μόνο τον κατασκευαστή του ώστε να αποφευχθεί η καταστροφή των π.χ. παρακείμενων αγρών του, αλλά και τους παρακείμενους αγρότες που και αυτοί θα αποφύγουν την καταστροφή των αγρών τους, χωρίς να έχουν καταβάλλει κόστος γι΄αυτό, με αποτέλεσμα τα εξοικονομηθέντα κατ΄ αυτόν τον τρόπο κεφάλαια να μπορούν να τα χρησιμοποιήσουν για εγγειοβελτιωτικές εργασίες και αγορές μηχανημάτων και να γίνουν περισσότερο ανταγωνιστικοί από τον κατασκευαστή του αντιπλημμυρικού.
[9] Δυστυχώς έχει κυριολεκτικά «στοιχειώσει» το φαντασιακό ασυνείδητο της ανθρωπότητας το καταναλωτικό πρότυπο που αναπτύχθηκε ιδίως σε μια χώρα ουσιαστικά άδεια από πληθυσμό και σε μια εποχή χωρίς δομικές περιβαλλοντικές απειλές, τις ΗΠΑ. Όταν το πρότυπο αυτό δημιουργήθηκε και επικράτησε, η τεράστια αυτή χώρα διέθετε ένα πληθυσμό μόλις πάνω από τα 30 εκατ. το 1860 και έφτασε τα 130 εκατ. το 1940, όταν αυτό είχε πια καθιερωθεί. Είναι όμως πλήρως αδύνατο να λειτουργήσει για μια ανθρωπότητα 8 δισ. κατοίκων με τους πόρους της λεηλατημένους και τις οικολογικές ισορροπίες της ριζικά διαταραγμένες.
[10] Χαρακτηριστικό παράδειγμα, πρώτον η πρόσφατη δημόσια αμφισβήτηση των δεδομένων του Εθνικού Αστεροσκοπείου σχετικά με τις διαστάσεις της πυρκαγιάς στον Έβρο. Δεύτερον, η αγνόηση των επισημάνσεων των επιστημόνων για τις πλημμύρες.
[11] Οι άνθρωποι ατομικά ή συλλογικά δεν είμαστε μαθημένοι να σκεφτόμαστε στον μακρύ ιστορικό χρόνο. Μας είναι δύσκολο να δούμε πέρα από τα προσεχή δύο τρία ή πέντε χρόνια, πολλώ δε μάλλον να ανατρέξουμε στους μακρούς ιστορικούς κύκλους. Έτσι, δεν αντιλαμβανόμαστε πως η υπερβολική αφθονία που το καπιταλιστικό σύστημα πέτυχε να φέρει σε ένα μόνο και περιορισμένο μέρος του παγκόσμιου πληθυσμού τα τελευταία 50-100 χρόνια, δεν αποτελεί πρότυπο για το μέλλον μας αλλά πλέον αιτία καταστροφών. Όσο συντομότερο το αντιληφθούμε τόσο είναι πιθανότερο να γλυτώσουμε.
[12] Μέσα στην κατήφεια που μας δημιουργεί η τραγική κατάσταση των συνανθρώπων μας στη Θεσσαλία υπάρχει και μια παρήγορη νότα αυτή των εθελοντών διασωστών μελών ΜΚΟ από όλη την Ελλάδα που έσπευσαν να βοηθήσουν τους συνανθρώπους μας.
[13] Ο κ. Μητσοτάκης σε αυτή την κρίση ζητά συναινέσεις «Θέλω να είμαστε ενωμένοι. Δεν το βάζουμε κάτω. Όλοι μαζί θα μπορέσουμε να ξεπεράσουμε και αυτή την πολύ μεγάλη αναποδιά», 8.9.23 καλοδεχούμενη η στάση του και ας άργησε πάρα πολύ.
[14] https://www.kreport.gr/2023/08/10/kleidi-gia-tin-poiotiki-anaptyxi-to-anaptyxiako-kratos/
[15] Είναι χαρακτηριστικό ότι την ώρα της καταστροφής διαπιστώσαμε πως μόλις 2 από τα 12 super puma ήταν λειτουργικά ενώ ο στρατός άργησε τουλάχιστον 30 ώρες να επέμβει.
[16] π.χ. να κάνει ασφάλεια υγείας ζωής , ή όπως π.χ. πρόσφατα η κυβέρνηση επιδοτεί την ασφάλιση των σπιτιών μας διευρύνοντας έτσι την αγορά. Σκεφτείτε, αν όλα τα κτίσματα στον θεσσαλικό κάμπο ήταν ασφαλισμένα, θα μπορούσε η όποια ασφαλιστική να ανταπεξέλθει στις ζημιές χωρίς να απαιτεί υπερβολικά ασφάλιστρα ή το πιθανότερο θα κατέφευγε στην κρατική ενίσχυση για να μην καταρρεύσει;
[17] «Θα πρέπει τώρα να επιστρατεύσουμε ουσιαστικά όλες τις κατασκευαστικές εταιρείες της χώρας, όλες τις μεγάλες, να μοιράσουμε τα έργα τα οποία πρέπει να γίνουν και γρήγορα να κινηθούμε», 8.9.23. Δηλαδή δεν φαίνεται να κατανοεί ότι η κατάσταση δεν αντιμετωπίζεται με αποσπασματικά έργα αλλά με ολοκληρωμένο σχεδιασμό και έτσι θα χρησιμοποιήσει «το επιτυχημένο μοντέλο αποκατάστασης» που εφαρμόστηκε μετά τον «Ιανό», δηλ. ανάθεση σε μια κατασκευαστική που τα έργα της τελικά δεν άντεξαν στην κακοκαιρία «Daniel».