Μετά το ναυάγιο της 14ης Ιουνίου που άφησε πίσω του έως και 500 ανθρώπους νεκρούς ή αγνοούμενους στα ανοικτά των ακτών της Ελλάδας, οι Γιατροί Χωρίς Σύνορα καταδικάζουν τις μεταναστευτικές πολιτικές της ΕΕ και ζητούν να αποδοθούν ευθύνες για τις ζωές που χάθηκαν και να δημιουργηθεί ένας ειδικός, προληπτικός μηχανισμός έρευνας και διάσωσης στη θάλασσα, υπό την αιγίδα των κρατών – μελών.
«Η έλλειψη πολιτικής βούλησης για τη διασφάλιση της δυνατότητας διάσωσης είχε ως αποτέλεσμα το πιο θανατηφόρο δυστύχημα στη θάλασσα που έχει καταγραφεί στη Μεσόγειο από το 2015», αναφέρει ο Αχιλλέας Τζέμος, Γενικός Διευθυντής του ελληνικού τμήματος των Γιατρών Χωρίς Σύνορα.
Οι Γιατροί Χωρίς Σύνορα, οι οποίοι παρείχαν ιατρική και ψυχολογική φροντίδα στους επιζώντες του ναυαγίου στο κέντρο καταγραφής της Μαλακάσας, εκφράζουν τη θλίψη και την οργή τους για την απώλεια ανθρώπινων ζωών.
Η ομάδα των Γιατρών Χωρίς Σύνορα στη Μαλακάσα παρείχε ιατρική βοήθεια σε 87 επιζώντες που υπέφεραν από εγκαύματα και τραυματισμούς από την έκθεση στο θαλασσινό νερό και τον ήλιο, υπογλυκαιμικό σοκ από την έλλειψη τροφής, ψυχολογική και συναισθηματική δυσφορία από την έκθεση στην απειλή του επικείμενου θανάτου, μη γνωρίζοντας εάν οι συγγενείς και οι φίλοι τους που επέβαιναν στο πλοίο είναι ζωντανοί ή νεκροί, καθώς και από τις τραυματικές εμπειρίες τους στη Λιβύη.
«Οι επιζώντες είπαν στις ομάδες μας πώς καλούσαν σε βοήθεια, περίμεναν για ώρες και είδαν τους φίλους τους να πνίγονται», λέει η ιατρική συντονίστρια των Γιατρών Χωρίς Σύνορα, Elise Loyens. «Μας μίλησαν επίσης για τη φρίκη που έζησαν στη Λιβύη: βασανιστήρια, ξυλοδαρμούς, κράτηση στην έρημο για μέρες και εβδομάδες χωρίς φαγητό ή νερό. Ένας νεαρός Σύρος είπε ότι ήθελε να πεθάνει κάθε μέρα που βρισκόταν στη Λιβύη».
Σύμφωνα με επιζώντες που μίλησαν στο προσωπικό των Γιατρών Χωρίς Σύνορα, στο πλοίο επέβαιναν περίπου 300 άτομα από το Πακιστάν- μόνο 12 είναι γνωστό ότι επέζησαν. Υπήρχαν επίσης πολλές γυναίκες και παιδιά στο κάτω κατάστρωμα του σκάφους- μόνο οκτώ ανήλικοι έχουν βρεθεί ζωντανοί.
Ένας επιζών περιέγραψε το ταξίδι και το ναυάγιο στο προσωπικό των Γιατρών Χωρίς Σύνορα: «Δεν είχα πιει νερό για δύο μέρες αλλά έκλαιγα τόσο πολύ που δεν ένιωθα δίψα. Όταν το πλοίο αναποδογύρισε, κρατήθηκα από ένα μεταλλικό αντικείμενο για να σώσω τη ζωή μου. Έβλεπα ανθρώπους να πέφτουν τριγύρω, να συνθλίβονται σε μέρη της βάρκας και να χτυπιούνται από τα κύματα. Μέρα και νύχτα, ακούω ακόμα τις κραυγές και τα ουρλιαχτά των ανθρώπων, τον ήχο του λαιμού τους να φουσκώνει από το θαλασσινό νερό και να υποφέρουν καθώς πνίγονταν».
Οι επιζώντες του ναυαγίου ξεκινούν τώρα ένα ταξίδι ανάρρωσης καθώς προσπαθούν να συμβιβαστούν με την τραγωδία και να επεξεργαστούν το ψυχολογικό τους τραύμα. Ταυτόχρονα, λαμβάνουν και πρέπει να απαντούν σε μηνύματα από θλιμμένες οικογένειες που προσπαθούν να μάθουν τι συνέβη στους αγαπημένους τους.
Αν και το ναυάγιο της 14ης Ιουνίου ήταν το πιο θανατηφόρο στη Μεσόγειο τα τελευταία χρόνια, οι ομάδες των Γιατρών Χωρίς Σύνορα στην Ελλάδα καλούνται τακτικά να παρέχουν ιατρική και ψυχολογική βοήθεια σε επιζώντες ναυαγίων.
Οι Γιατροί Χωρίς Σύνορα επαναλαμβάνουν την έκκλησή τους προς την ΕΕ και τα κράτη μέλη της, συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας:
- Να διασφαλίσουν μια διαφανή, ανεξάρτητη έρευνα και να χρησιμοποιήσουν όλους τους μηχανισμούς λογοδοσίας για αυτό το ναυάγιο και παρόμοια ναυάγια που έχουν λάβει χώρα γύρω από τις ακτές της Ευρώπης.
- Να δεσμευτούν για μια θεμελιώδη αλλαγή πολιτικής με προτεραιότητα τη διάσωση ζωών. Το πρόσφατο ναυάγιο πρέπει να οδηγήσει σε προβληματισμό σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζεται το ζήτημα της μετανάστευσης τα τελευταία χρόνια στην ΕΕ. Για υπερβολικά μεγάλο χρονικό διάστημα, η ΕΕ και τα κράτη μέλη της εφαρμόζουν πολιτικές που οδηγούν σε δυστυχία και θάνατο αντί να διασφαλίζουν τη διάσωση και την προστασία των ανθρώπων.