του Ανδρέα Κοσιάρη στο info-war.gr
Ακόμα ένας αιτών άσυλο πρόκειται έπειτα από αναμονή σχεδόν τριών χρόνων να δικαστεί για το αδίκημα της «διακίνησης μεταναστών», με μόνο υποτιθέμενα επιβαρυντικό στοιχείο τη μαρτυρία λιμενικών ότι οδηγούσε το πλοιάριο που μετέφερε τον ίδιο και άλλα 28 άτομα. Τέτοιου είδους υποθέσεις επιτρέπουν στην ελληνική κυβέρνηση να πανηγυρίζει για τον δήθεν πόλεμό της εναντίον των διακινητών, αλλά στην ουσία το μόνο που κάνουν είναι να τους διευκολύνουν — ρίχνοντας την ευθύνη, μαζί με εξοντωτικές ποινές φυλάκισης, σε αθώους ανθρώπους.
Το 2014, λίγο πριν ξεκινήσει η μαζική έξοδος προσφύγων από τη Συρία, η ελληνική κυβέρνηση έβαλε σε εφαρμογή τον ν.4251/2014, που επέβαλλε σκληρές ποινές στους διακινητές — τους «μεταφορείς», όπως τους αναφέρει ο νόμος. Ο 4251/2014 τιμωρεί τους «Πλοίαρχους ή κυβερνήτες (…) μεταφορικού μέσου» με κάθειρξη α) έως 10 έτη (και πρόστιμο) για κάθε μεταφερόμενο πρόσωπο, β) με τουλάχιστον 10 έτη (και πρόστιμο) για κάθε πρόσωπο εάν αποδεικνύεται κερδοσκοπία, γ) με τουλάχιστον 15 έτη (και πρόστιμο) για κάθε πρόσωπο εάν μπορεί να προκύψει από την πράξη κίνδυνος για ανθρώπινη ζωή, και δ) με ισόβια (και πρόστιμο) εάν προκύψει θάνατος. Οι ποινές αυτές τροποποιήθηκαν ελάχιστα προς το ευνοϊκότερο με την αλλαγή του Ποινικού Κώδικα τον Ιούνιο του 2019, θέτοντας ανώτατα όρια για ορισμένες μόνο από τις ποινές.
Το αποτέλεσμα του νόμου ήταν πως εάν κανείς μετέφερε με πλοιάριο, ας πούμε δέκα ανθρώπους, κινδύνευε με πρωτόδικη καταδίκη έως 100 χρόνια φυλακή — κι αυτό αν δεν μπορούσε να αποδειχτεί ότι πληρώθηκε για να το κάνει. Κάποιος συντηρητικός αναγνώστης θα μπορούσε να υποθέσει πανηγυρικά πως οι βαριές αυτές ποινές θα σήμαιναν το τέλος της διακίνησης και των διακινητών.
Όμως, ο υποθετικός αυτός αναγνώστης θα λογάριαζε χωρίς να κατανοεί τον ίδιο τον ρόλο του ελληνικού κράτους. Με τα κλειστά σύνορα και την ανυπαρξία «νόμιμων οδών» αναζήτησης ασύλου στην Ελλάδα το κράτος ουσιαστικά δημιουργεί την ανάγκη για το «επάγγελμα» των διακινητών. Και με τον τρόπο που εφαρμόζει τον νόμο ρίχνει την ευθύνη της «διακίνησης» στους ίδιους τους μεταφερόμενους. Αντί να καταπολεμά τα κυκλώματα διακίνησης, ποινικοποιεί τους ανθρώπους που εκείνα εκμεταλλεύονται. Αρκεί να τους δει κάποιος εκπρόσωπος των Αρχών να έχουν πιάσει το τιμόνι — ή να ισχυριστεί ότι τους είδε.
«Αφού οδηγούσες»
Τη Δευτέρα 8 Μαΐου 2023 πρόκειται να δικαστεί στη Μυτιλήνη ο Α.Β., αιτών άσυλο που κατηγορείται για «διευκόλυνση παράνομης εισόδου 29 ατόμων».
Ο Α.Β. έφτασε στη Λέσβο σε πλοιάριο με άλλους 29 ανθρώπους την 1η Μαρτίου 2020, συμπτωματικά την ίδια ημέρα που η Ελλάδα ανέστειλε για έναν μήνα το δικαίωμα υποβολής αίτησης ασύλου με πρόσχημα την «ασύμμετρη απειλή» των προσφύγων και μεταναστών που προσπαθούσαν να περάσουν από τα σύνορα του Έβρου με την ενθάρρυνση της Τουρκίας. (Θα πρέπει εδώ να σημειωθούν, πέρα από τις ευθύνες της Ελλάδας, και οι τεράστιες ευθύνες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που με τη συμφωνία για χαρακτηρισμό της Τουρκίας ως «ασφαλούς χώρας» το 2016 έδωσε στο καθεστώς Ερντογάν τον ρόλο του χωροφύλακα για να διατηρεί πρόσφυγες και μετανάστες εκτός ευρωπαϊκού εδάφους.)
Αφού του αρνήθηκε το δικαίωμα να καταθέσει αίτηση ασύλου, το ελληνικό κράτος φυλάκισε τον Α.Β. επί εκείνον τον ένα μήνα στο λιμάνι της Μυτιλήνης κι έπειτα τον μετέφερε στον καταυλισμό μεταναστών της Μαλακάσας. Έναν χρόνο μετά την άφιξή του, θυμήθηκε να του απαγγείλει κατηγορίες, βασισμένο στις μαρτυρίες δύο λιμενικών που δήλωσαν ότι ο Α.Β οδηγούσε το σκάφος.
Ο Α.Β. είναι ίσως λίγο τυχερός. Κι αυτό διότι υπάρχει βίντεο που αποδεικνύει ότι δεν κρατούσε το τιμόνι του σκάφους, καταρρίπτοντας το μόνο στοιχείο εναντίον του. Το βίντεο παρουσιάστηκε στις αρχές κατά τη διάρκεια της προδικαστικής εξέτασης, οδηγώντας στην αποφυλάκισή του μέχρι τη δικάσιμο — δεν έφτανε όμως, περιέργως, για να απαλλαχθεί από την κατηγορία.
Πολλοί άλλοι, στην ίδια μοίρα με τον Α.Β., δεν είχαν την ίδια «τύχη».
Γεμίζοντας τις φυλακές με «διακινητές»
Όπως αποκάλυπτε (με κάπως πανηγυρικό τόνο) η Καθημερινή τον Οκτώβριο του 2022, πλέον πάνω από το 20% των ανθρώπων που βρίσκονται έγκλειστοι στις ελληνικές φυλακές είναι καταδικασμένοι ή κατηγορούνται για διακίνηση μεταναστών, αποτελώντας τη δεύτερη μεγαλύτερη ομάδα κρατουμένων ανά κατηγορία, με πρώτη τη διακίνηση ναρκωτικών.
Ο δημοσιογράφος της Καθημερινής, Γιάννης Σουλιώτης, χαρακτήριζε «εντυπωσιακά» τα στοιχεία του υπουργείου Προ.Πο., σύμφωνα με τα οποία υπήρχε ραγδαία αύξηση των συλλήψεων με αυτήν την κατηγορία. Αυτό που δεν ανέφερε, όμως, είναι πως ανάμεσα στους συνολικά 2.223 κρατούμενους υπάρχουν και πολλοί που κατηγορούνται με τον ίδιο τρόπο όπως ο Α.Β.
Ο Ακίφ Ραζούλι και ο Αμίρ Ζαχίρι, Αφγανοί πρόσφυγες αμφότεροι, έπρεπε να φτάσουν στο εφετείο για να καταπέσει η καταδίκη των 50 ετών κάθειρξης στον πρώτο και να μειωθεί σε 8 έτη στον δεύτερο, ώστε να αφεθούν και οι δύο ελεύθεροι. Οι δύο πρόσφυγες έφτασαν με το ίδιο πλοιάριο σε ελληνικό έδαφος, με τον Ζαχίρι να έχει μαζί του την ανήλικη κόρη του και την έγκυο γυναίκα του. Ποιος δεν θα έπιανε το τιμόνι του σκάφους για να μην πεθάνει ο ίδιος και οι δικοί του;
Στην περίπτωση του Μοχάμαντ Χανάντ Αμπντί, Σομαλού που πήρε με την απειλή όπλου από τον διακινητή το τιμόνι του πλοιαρίου στο οποίο επέβαινε, η ποινή έφτασε τα 146 έτη κάθειρξης. Κι αυτό παρά το γεγονός πως ο Αμπντί βοήθησε στη διάσωση 33 από τους επιβαίνοντες όταν το πλοιάριο ανατράπηκε — δύο είχαν πνιγεί. Κι αυτός έπρεπε να φτάσει στο Εφετείο για να αφεθεί ελεύθερος έπειτα από τη μείωση της ποινής του στα 8 έτη.
Θεωρητικά τουλάχιστον, υπάρχουν εξαιρέσεις στις βαριές κατηγορίες του νόμου για τη διακίνηση. Έπειτα από ενσωμάτωση ευρωπαϊκής οδηγίας, ο ν. 4332/2015 εξαιρούσε τις «περιπτώσεις διάσωσης ανθρώπων στη θάλασσα, της μεταφοράς ανθρώπων που χρήζουν διεθνούς προστασίας κατά τις επιταγές του διεθνούς δικαίου, καθώς και στις περιπτώσεις προώθησης στο εσωτερικό της χώρας ή διευκόλυνσης της μεταφοράς, προς τον σκοπό της υπαγωγής» σε διεθνή προστασία. Επί της ουσίας, όμως, το ελληνικό σύστημα δικαιοσύνης λαμβάνει τη συγκεκριμένη διάταξη υπόψη μόνο όταν αναγκάζεται να το κάνει.
Όπως καταγγέλλουν νομικές και ανθρωπιστικές οργανώσεις, οι ελληνικές αρχές συστηματικά αντιμετωπίζουν τους αιτούντες άσυλο ως «διακινητές», τους προφυλακίζουν για μεγάλο χρονικό διάστημα (ανάλυση που δημοσιεύτηκε το 2020 από την οργάνωση bordermonitoring.eu, έκανε λόγο για 279 ημέρες μέσο όρο προφυλάκισης πριν την πρώτη δίκη, μεταξύ των ετών 2015 και 2019), και καταστρατηγούν το δικαίωμά τους σε δίκαιη δίκη, με εξαιρετικά σύντομες δίκες (μέσος όρος 48 δικών από την παραπάνω ανάλυση: 38 λεπτά) συχνά χωρίς επαρκή νομική εκπροσώπηση και χωρίς επαρκή διερμηνεία.
Επιπλέον, όσοι κατηγορούνται ή καταδικάζονται για διακίνηση μεταναστών αντιμετωπίζουν και το πάγωμα ή την άρνηση αντίστοιχα της αίτησης χορήγησης ασύλου. Κι αυτό διότι μπορεί η μεν καταδίκη για «διευκόλυνση παράνομης εισόδου» να μην οδηγεί από μόνη της στον αποκλεισμό από το δικαίωμα αίτησης ασύλου, το κάνει όμως η καταδίκη κάθειρξης άνω των τριών ετών, που η «διευκόλυνση παράνομης εισόδου» φέρει ως ποινή.
Το μαστίγιο της εφεύρεσης «διακινητών»
Η ποινικοποίηση των αιτούντων άσυλο από το ελληνικό κράτος ως «διακινητές» είναι το δεύτερο μαστίγιο με το οποίο η ελληνική κυβέρνηση πανηγυρίζει για τη δήθεν «επιτυχημένη» και «σκληρή, αλλά δίκαιη» μεταναστευτική πολιτική της. Το πρώτο είναι, φυσικά, οι επαναπροωθήσεις — παράνομες υπό το διεθνές δίκαιο, η Ελλάδα ταυτόχρονα αρνείται ότι της εφαρμόζει, αλλά και τις παραδέχεται με τους διθυράμβους των υπουργείων Μετανάστευσης και Προ.Πο. για τις «αποτροπές εισόδου παράνομων μεταναστών».
Παρόμοια διγλωσσία υπάρχει και στον «πόλεμο κατά των διακινητών». Οι ελληνικές αρχές εφευρίσκουν «διακινητές», ενώ στην πραγματικότητα επιβάλλουν εξοντωτικές ποινές στους ανθρώπους που οι διακινητές εκμεταλλεύονται — διακινητές που δεν θα υπήρχαν, εάν υπήρχε εναλλακτική.
Με τον ίδιο τρόπο, άλλωστε, διώκει το ελληνικό κράτος και μέλη ανθρωπιστικών, νομικών και διασωστικών οργανώσεων. Ακόμα και η απλή πράξη της ειδοποίησης των ελληνικών αρχών για το πού βρίσκονται οι αιτούντες άσυλο, μπορεί να φέρει την κατηγορία της «συγκρότησης εγκληματικής οργάνωσης».