Από τη στιγμή που ξεκίνησε η πλήρης εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία τον Φεβρουάριο του 2022, οι δυτικές κυβερνήσεις έχουν υποσχεθεί πρωτοφανή οικονομική στήριξη στην στρατιωτικοποίηση, επικαλούμενες ως δικαιολογία την απειλή που συνιστά ο πόλεμος. Οι πολιτικοί ηγέτες έχουν επανειλημμένα κρίνει ότι αυτή η απάντηση είναι λογική, αναλογική και αναγκαία για να στηρίξει την πολεμική προσπάθεια της Ουκρανίας και να αποτρέψει τη Ρωσία από το να προχωρήσει περαιτέρω προς τα δυτικά.
Εκτός από την αποστολή όπλων στην Ουκρανία, τα κράτη χρησιμοποίησαν ταυτόχρονα τον πόλεμο ως προπέτασμα καπνού για να δικαιολογήσουν την αναπλήρωση, την επέκταση και τον εκσυγχρονισμό των δικών τους οπλικών αποθεμάτων, να κάμψουν και να αναμορφώσουν τους υφιστάμενους κανονισμούς για το εμπόριο όπλων. Αυτό οδηγεί σε αχαλίνωτο μιλιταρισμό και σε νέα εξοπλιστική κούρσα. Το σκεπτικό που χρησιμοποιείται για να δικαιολογήσει τις αυξημένες στρατιωτικές δαπάνες και τη συσσώρευση όπλων είναι ότι αυτό είναι απαραίτητο για την ενίσχυση της αμυντικής ικανότητας, η οποία με τη σειρά της μας κάνει πιο ασφαλείς.
Η ρητορική αυτή παραβλέπει εντελώς το γεγονός ότι τα δυτικά έθνη είναι ήδη εξαιρετικά υπερεξοπλισμένα
Αν εξετάσουμε τον ισχυρισμό ότι ο μιλιταρισμός μας κάνει πιο ασφαλείς, θα διαπιστώσουμε ότι είναι πολύ πιο πιθανό να υποδαυλίσει την ένταση και τον φόβο, να δημιουργήσει αστάθεια και ανασφάλεια, να προκαλέσει και να παρατείνει ένοπλες συγκρούσεις και να τροφοδοτήσει τους σημερινούς και μελλοντικούς πολέμους. Επιπλέον, τεράστια ποσά που διαφορετικά θα μπορούσαν να επενδυθούν στην υγεία, την εκπαίδευση και άλλες βασικές κοινωνικές υπηρεσίες, καθώς και για την αντιστάθμιση των συνεπειών της υπερθέρμανσης του πλανήτη και την αντιμετώπιση του αυξανόμενου κόστους της ενέργειας – μέτρα που θα συνέβαλαν αναμφίβολα στη συλλογική ασφάλεια και ευημερία – αντί να εκτρέπονται σε στρατιωτικές δαπάνες που γεμίζουν τις τσέπες της ήδη εξαιρετικά κερδοφόρας βιομηχανίας όπλων. Η έρευνα με τίτλο “Προπέτασμα Καπνού“, των Μαρκ Άκκερμαν, Νιάμ Νι Μπριέν, Ζοζεφίν Βαλέσκε, που δημοσίευσε το Transnational Institute σε συνεργασία με το Stop Wapenhande, εξετάζει τα χρηματικά ποσά που διοχετεύονται στον μιλιταρισμό από τις δυτικές κυβερνήσεις μετά τον πόλεμο στην Ουκρανία αμφισβητώντας τη λογική που οδηγεί σε αυτή την αντίδραση, καθώς και τονίζοντας τη ματαιότητά της στην επίτευξη της ειρήνης, όχι μόνο στον τερματισμό αυτού του συγκεκριμένου πολέμου αλλά και στην αποτροπή μελλοντικών πολέμων.
Η έρευνα αυτή αποκαλύπτει τα ακόλουθα βασικά σημεία:
Σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, μέχρι τα μέσα Μαΐου 2022, τα κράτη μέλη της ΕΕ είχαν ανακοινώσει συνολικά σχεδόν 200 δισεκατομμύρια ευρώ σε αυξημένες στρατιωτικές δαπάνες για τα επόμενα χρόνια. Αυτό είναι υψηλότερο από το σύνολο των δαπανών του 2020. Δεκαοκτώ από τις 27 χώρες της ΕΕ ανακοίνωσαν αυξημένες αμυντικές δαπάνες ως απάντηση στην εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία.
Σε απόλυτους αριθμούς, οι στρατιωτικές δαπάνες που δεσμεύτηκε να πραγματοποιήσει η Γερμανία είναι, μέχρι σήμερα, μακράν οι υψηλότερες. Τον Φεβρουάριο του 2022, τέσσερις ημέρες μετά τον πόλεμο στην Ουκρανία, ο νέος Γερμανός καγκελάριος Όλαφ Σολτς ανακοίνωσε ότι η Γερμανία θα στείλει όπλα στην Ουκρανία και θα επενδύσει επιπλέον 100 δισεκατομμύρια ευρώ στην άμυνα τα επόμενα χρόνια.
Σύμφωνα με το SIPRI, ακόμη και πριν από την εισβολή του 2022, οι στρατιωτικές δαπάνες στις χώρες του ΝΑΤΟ ήταν 17 φορές περισσότερες από ό,τι στη Ρωσία (55,7% των παγκόσμιων στρατιωτικών δαπανών έναντι 3,2%) και το ΝΑΤΟ είναι ήδη πολύ ανώτερο από τη Ρωσία όσον αφορά τον εξοπλισμό, τις υποδομές και τη συνολική στρατιωτική ισχύ. Οι ΗΠΑ, μακράν το σημαντικότερο μέλος του ΝΑΤΟ, είναι υπεύθυνες για το 38% των παγκόσμιων στρατιωτικών δαπανών- οι 27 χώρες της ΕΕ μαζί δαπανούν σχεδόν τέσσερις φορές περισσότερα από τη Ρωσία. Μόνο το Ηνωμένο Βασίλειο δαπανά ελαφρώς περισσότερα από τη Ρωσία.
Το 2014 τρία από τα τριάντα κράτη- μέλη του ΝΑΤΟ ξεπερνούσαν τον στόχο να δαπανούν το 2% του ΑΕΠ τους για τον στρατό. Μέχρι το τέλος του 2022 ο αριθμός αυτός αναμένεται να αυξηθεί σε 9, ενώ άλλες 9 χώρες αναμένεται να πετύχουν τον στόχο μέχρι το 2025, ανεβάζοντας τον συνολικό αριθμό σε 18. Ωστόσο, ο στόχος του 2% έχει επικριθεί εδώ και καιρό ως αυθαίρετο και υποκειμενικό κριτήριο για την αξιολόγηση της επάρκειας των αμυντικών δαπανών. Έτσι, πρόκειται περισσότερο για το να φαίνεται ότι κάνεις κάτι παρά για το να κάνεις κάτι αποτελεσματικά: πρόκειται για συμβολισμό παρά για ουσία, ωστόσο, ενώ προσπαθείς να πετύχεις αυτόν τον αυθαίρετο στόχο, κονδύλια που είναι ζωτικά αναγκαία σε άλλους τομείς όπως η υγεία ή η εκπαίδευση εκτρέπονται στον μιλιταρισμό.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή πρότεινε την αύξηση του προϋπολογισμού του Ευρωπαϊκού Ταμείου Άμυνας (ΕΤΑ), που σήμερα ανέρχεται σε 8 δισεκατομμύρια ευρώ, η οποία θα αποφασιστεί κατά την ενδιάμεση επανεξέταση του τρέχοντος πολυετούς δημοσιονομικού πλαισίου (2021-2027), και πρότεινε 500 εκατομμύρια ευρώ (2022-2024) για ένα βραχυπρόθεσμο μέσο για την παροχή κινήτρων για την από κοινού προμήθεια όπλων. Αυτό το βραχυπρόθεσμο μέσο θα ακολουθηθεί από ένα μακροπρόθεσμο πλαίσιο: ένα Ευρωπαϊκό Πρόγραμμα Επενδύσεων στην Άμυνα (EDIP).
Οι μεγαλύτεροι ωφελούμενοι των αυξημένων δαπανών είναι οι εταιρείες όπλων, οι οποίες επωφελούνται με διάφορους τρόπους: μέσω της άμεσης προμήθειας όπλων για την Ουκρανία, καθώς και από άλλες χώρες που επιθυμούν να αναπληρώσουν τα οπλοστάσιά τους μετά την εξαγωγή ή την ανάπτυξη των υφιστάμενων αποθεμάτων, και μέσω ειδικών προγραμμάτων για τη στήριξη δραστηριοτήτων έρευνας και ανάπτυξης (Ε&Α), τα οποία επενδύουν δημόσιο χρήμα για την επιδότηση ιδιωτικών, κερδοσκοπικών εταιρειών. Ορισμένες χώρες δημιούργησαν ειδικά προγράμματα χρηματοδοτούμενα από το κράτος για να διευκολύνουν τις εξαγωγές όπλων στην Ουκρανία, ωστόσο αν τέτοιες διαρθρωτικές αλλαγές στα κρατικά τμήματα γίνουν μόνιμα στοιχεία, μπορεί να επιτρέψουν μια διαδικασία ταχείας εξαγωγής όπλων σε άλλες εμπόλεμες ζώνες με μεγαλύτερη ευκολία από τη στιγμή που τα όπλα δεν αποστέλλονται πλέον στην Ουκρανία.
Ο πόλεμος στην Ουκρανία βοήθησε τη βιομηχανία όπλων να ενισχύσει την εικόνα της και να τοποθετηθεί ως απαραίτητη για την ασφάλεια του κοινού. Χρησιμοποιούν αυτή την εικόνα στις προσπάθειες άσκησης πίεσης, για παράδειγμα για να συμπεριληφθούν στον κατάλογο των κοινωνικά υπεύθυνων τομέων στην ταξινόμηση της ΕΕ για τους επενδυτές, πράγμα που σημαίνει μεγαλύτερη πρόσβαση σε ιδιωτική χρηματοδότηση.
Ο πόλεμος αναζωπύρωσε την απειλή του πυρηνικού αφανισμού και οι εταιρείες όπλων που παράγουν ή συντηρούν πυρηνικά όπλα πιέζουν για χαμηλότερους περιορισμούς στις επενδύσεις σε αυτά, ενώ η ενεργειακή κρίση που προκλήθηκε από τον πόλεμο επανέφερε την επιλογή της πυρηνικής ενέργειας στην ημερήσια διάταξη.
Ο πόλεμος χρησιμοποιήθηκε για τη νομιμοποίηση της θέσης της βιομηχανίας όπλων σε διάφορες άλλες συζητήσεις, μεταξύ άλλων όσον αφορά τη χαλάρωση των περιορισμών στις εξαγωγές όπλων για όπλα και στρατιωτικές τεχνολογίες που παράγονται από κοινού, ιδίως όταν πρόκειται για χρηματοδότηση από το ΕΤΑ, και τις απαλλαγές από τον ΦΠΑ για μεταφορές όπλων υπό ορισμένες συνθήκες.