Η διαμάχη για τον αποκλεισμό της Ρωσίας από τους εορτασμούς για την επέτειο της απελευθέρωσης του Άουσβιτς έδωσε γρήγορα τη θέση της στη μνήμη της γενοκτονίας που αντιπροσωπεύει το στρατόπεδο θανάτου.
Ποιος απελευθέρωσε το Άουσβιτς;
Το στρατόπεδο του Άουσβιτς απελευθερώθηκε από τα σοβιετικά στρατεύματα και οι πρώτοι στρατιώτες που έφτασαν στο στρατόπεδο ανήκαν σε μια μονάδα που διοικούσε ο Ανατόλι Σαπίρο, ένας Εβραίος από την περιοχή Κρασνοχράντ, μια πόλη της περιφέρειας Χάρκοβο στην ανατολική Ουκρανία. Ο Σαπίρο ήταν λοιπόν Ουκρανός, εθελοντής στον Κόκκινο Στρατό. Η μονάδα του – περίπου 900 άνδρες – ήταν μέρος του Ουκρανικού Μετώπου, μιας στρατιωτικής ομάδας εκατοντάδων χιλιάδων στρατιωτών που δραστηριοποιούνταν στο ουκρανικό μέτωπο, εξ ου και το όνομα. Οι στρατιώτες του Σαπίρο ήταν επικεφαλής των στρατευμάτων που προέλαυναν προς την πόλη Οσβιέτσιμ – Oświęcim – στα γερμανικά, Άουσβιτς, από το οποίο ονομάστηκε το συγκρότημα των στρατοπέδων συγκέντρωσης και εξόντωσης Άουσβιτς, Μπιρκενάου, Μόνοβιτς και άλλων 45 υπο-στρατοπέδων.
Το Ουκρανικό Μέτωπο αποτελούνταν σε μεγάλο βαθμό από Ουκρανούς στρατιώτες. Καθώς οι περιοχές απελευθερώνονταν, στην πραγματικότητα, στρατολογούνταν άνδρες και έφτασαν στο σημείο το 40% περίπου των στρατιωτών του Μετώπου να προέρχεται από τα εδάφη της Ουκρανίας, τόσο της κεντροανατολικής όσο και της δυτικής, άρα και “ρωσόφωνους”, όπως θα τους λέγαμε σήμερα.
Ορισμένα τάγματα αποτελούνταν – σύμφωνα με μελετητές – κατά 60% από Ουκρανούς. Ωστόσο, η έμφαση στην εθνο-εδαφική προέλευση του τάγματος που απελευθέρωσε το Άουσβιτς είναι παραπλανητική.
Η έννοια της ουκρανικής ταυτότητας έχει εξελιχθεί τόσο πολύ από τότε που δεν είναι δυνατόν να οριστούν με σαφήνεια ως “Ουκρανοί” οι στρατιώτες που πολέμησαν τότε για τον Κόκκινο Στρατό, ο υπερεθνικός χαρακτήρας του οποίου ουσιαστικά εμποδίζει την εθνικιστική ερμηνεία των γεγονότων αυτών. Το Ουκρανικό Μέτωπο πολέμησε επίσης εναντίον Ουκρανών εθνικιστών παρτιζάνων που – μεταξύ άλλων – είχαν προσχωρήσει σε αντισημιτικά δόγματα (όχι όμως και ο πληθυσμός, ο οποίος παρέμεινε ουσιαστικά παθητικός περιμένοντας το τέλος της σύγκρουσης). Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο πολλοί Εβραίοι – Ρώσοι, Ουκρανοί, Λευκορώσοι – προσχώρησαν και υποστήριξαν τους Μπολσεβίκους. Η εμπειρία και η θυσία τους δεν μπορούν να διαβαστούν από μια εθνικιστική προοπτική.
Η έμφαση που δίνεται σήμερα στις εθνικότητες της εποχής κινδυνεύει να αποτελέσει μια άσκηση αναθεωρητισμού – κατανοητή σε μια περίοδο πολέμου όπως αυτή, αλλά λιγότερο αποδεκτή αν διεξάγεται από προσωπικότητες που δεν εμπλέκονται άμεσα στη σύγκρουση, όπως δυτικοί δημοσιογράφοι ή διανοούμενοι.
Κανείς δεν είχε λάβει εντολή να απελευθερώσει το στρατόπεδο. Η Αντονέλα Σαλομόνι γράφει στο “L’Unione Sovietica e la Shoah” (Il Mulino, 2007) ότι “ο στρατός δεν είχε ενημερωθεί για το Άουσβιτς ως τόπο συγκέντρωσης και εξόντωσης. Κανείς δεν είχε λάβει καμία ενημέρωση ή επαρκή προετοιμασία σχετικά με το θέμα αυτό. Τα έγγραφα που προετοίμαζαν την επιχείρηση, τα οποία ήταν επίσης πολύ λεπτομερή και είχαν εξεταστεί από τους ανώτατους αξιωματούχους των ενόπλων δυνάμεων μαζί με τον Στάλιν (ο οποίος γνώριζε για το στρατόπεδο, σ.σ.), δεν έκαναν καμία αναφορά στον τόπο”.
Έτσι, τέσσερις Σοβιετικοί στρατιώτες έπεσαν πάνω στο στρατόπεδο του Άουσβιτς χωρίς καν να γνωρίζουν τι ήταν.
Ο Πρίμο Λέβι γράφει: “Ήταν τέσσερις έφιπποι στρατιώτες, οι οποίοι προχωρούσαν προσεκτικά, με τραβηγμένα τα πολυβόλα, κατά μήκος του δρόμου που συνόρευε με το στρατόπεδο. Όταν έφτασαν στη συρμάτινη περίφραξη, σταμάτησαν να παρακολουθούν, ανταλλάσσοντας σύντομες και δειλές κουβέντες και στρέφοντας παράξενα αμήχανα βλέμματα στα ατημέλητα πτώματα, στους διαλυμένους στρατώνες και στους λίγους από εμάς που ζούσαμε. […] Δεν χαιρέτησαν, δεν χαμογέλασαν – φάνηκαν καταβεβλημένοι όχι μόνο από τον οίκτο, αλλά και από μια συγκεχυμένη συγκράτηση, η οποία σφράγισε το στόμα τους και κόλλησε τα μάτια τους στο νεκρικό τοπίο. Ήταν η ίδια ντροπή που μας ήταν γνωστή, αυτή που μας κατέκλυζε μετά τις εκλογές και κάθε φορά που έπρεπε να γίνουμε μάρτυρες ή να υποταχθούμε σε ένα ανοσιούργημα: η ντροπή που δεν γνώριζαν οι Γερμανοί, η ντροπή που νιώθουν οι δίκαιοι όταν έρχονται αντιμέτωποι με την ενοχή που διέπραξαν άλλοι και λυπούνται που εισήχθη αμετάκλητα στον κόσμο των πραγμάτων που υπάρχουν.”
Μετά από αυτούς τους τέσσερις ήρθαν οι άλλοι, οι άνδρες του Σαπίρο και του Ουκρανικού Μετώπου.
Επομένως, η απελευθέρωση του Άουσβιτς ήταν ένα ατύχημα, ένα ακούσιο αποτέλεσμα της προέλασης προς το Oświęcim, και αυτό μειώνει σημαντικά τη ρητορική της απελευθέρωσης του στρατοπέδου, για την οποία ήταν όλα γνωστά. Γιατί, λοιπόν, να μην συμπεριληφθεί στους στόχους του πολέμου; Λόγω του “προσωπικού αντισημιτισμού” του Στάλιν, εξηγεί η Σαλομόνι, παραθέτοντας τα απομνημονεύματα του Βασίλι Πετρένκο, διοικητή μιας από τις μεραρχίες που απελευθέρωσαν το Άουσβιτς.
(Ματέο Ζολά)