Μια επιτροπή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου που ερευνά τη χρήση κατασκοπευτικού λογισμικού από τις κυβερνήσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης επέκρινε έντονα την αντίδραση της ελληνικής κυβέρνησης στις αποκαλύψεις ότι παρακολουθούσε ανεξάρτητους δημοσιογράφους και έναν ηγέτη της αντιπολίτευσης.
Γράφει για το Human Rights Watch η Εύα Κοσσέ.
“Ακούσαμε ανησυχητικές αναφορές για δημοσιογράφους που αισθάνονται ανασφαλείς όταν γράφουν για σημαντικά θέματα, για την υποτιθέμενη ανεξάρτητη αρχή προστασίας δεδομένων που δέχεται πιέσεις και για την εθνική ασφάλεια που χρησιμοποιείται ως γενική δικαιολογία για την κατάχρηση κατασκοπευτικού λογισμικού και την παρακολούθηση”, δήλωσε η εισηγήτρια της επιτροπής και ευρωβουλευτής Sophie in ‘t Veld στο τέλος της επίσκεψής της στην Αθήνα την περασμένη εβδομάδα.
Η κρατική παρακολούθηση των δημοσιογράφων εγείρει σοβαρές ανησυχίες για την προστασία της ιδιωτικής ζωής και την ελευθερία της έκφρασης. Παρεμβαίνει επίσης στην ελευθερία των μέσων ενημέρωσης και παραβιάζει το απόρρητο των δημοσιογραφικών πηγών, το οποίο προστατεύεται από την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα και τον Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ. Η εν λόγω επιτήρηση μπορεί επίσης να έχει αναχαιτιστικό αποτέλεσμα για τη δημοσιογραφία και τον ρόλο της σε μια δημοκρατική κοινωνία.
“Για πολλούς μήνες βρισκόμουν υπό καθεστώς φόβου. Με το φόβο να συναντήσω ανθρώπους, τις πηγές μου, και να τους εκθέσω”, δήλωσε ο Σταύρος Μαλιχούδης, ανεξάρτητος δημοσιογράφος, στο Παρατηρητήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, Human Rights Watch. “Μου πήρε πολύ χρόνο για να απεμπλακώ από αυτό που συνέβη και να αρχίσω να κάνω ξανά ρεπορτάζ”. Ο Μαλιχούδης ανακάλυψε τον Νοέμβριο του 2021 ότι η ελληνική υπηρεσία πληροφοριών, η ΕΥΠ, τον είχε κατασκοπεύσει.
Η έρευνα του ελληνικού κοινοβουλίου για το σκάνδαλο παρακολούθησης ξεκίνησε τον Σεπτέμβριο, αλλά το κυβερνών κόμμα της Νέας Δημοκρατίας μπλόκαρε δεκάδες μάρτυρες που πρότειναν τα κόμματα της αντιπολίτευσης, συμπεριλαμβανομένου του επικεφαλής της ΕΥΠ και του Πρωθυπουργού της Ελλάδας, καθώς και δημοσιογράφους των οποίων τα τηλέφωνα είχαν υποκλαπεί. Επιπλέον η, ελεγχόμενη από το κυβερνών κόμμα, επιτροπή που διεξάγει την έρευνα αποφάσισε ότι όλες οι συνεδριάσεις της έρευνας θα διεξαχθούν κεκλεισμένων των θυρών και θα παραμείνουν εμπιστευτικές, μαζί με την τελική έκθεση της επιτροπής, εγείροντας ανησυχίες για τη διαφάνεια.
Το σκάνδαλο των παρακολουθήσεων εντάσσεται σε ένα μοτίβο περιορισμού της ελευθερίας των μέσων ενημέρωσης από την ελληνική κυβέρνηση, το οποίο επηρεάζει το κράτος δικαίου. Η Ελλάδα έπεσε 38 θέσεις μέσα σε ένα χρόνο στον δείκτη ελευθερίας του Τύπου των Δημοσιογράφων Χωρίς Σύνορα για το 2022, με την οργάνωση να τη χαρακτηρίζει ως τη χώρα της ΕΕ με τη χαμηλότερη κατάταξη.
Το γεγονός αυτό εντείνει τις ανησυχίες σχετικά με το ολοένα και πιο εχθρικό περιβάλλον για την κοινωνία των πολιτών στη χώρα.
Με τις εκλογές να αναμένονται το επόμενο έτος, είναι ζωτικής σημασίας οι ελληνικές αρχές να κινηθούν για να αποκαταστήσουν την εμπιστοσύνη στην ικανότητα των δημοσιογράφων να κάνουν τη δουλειά τους χωρίς κυβερνητικές παρεμβάσεις. Αυτό σημαίνει άνοιγμα της ελληνικής κοινοβουλευτικής έρευνας, πλήρη συνεργασία με την έρευνα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και απαγόρευση στις υπηρεσίες της να προμηθεύονται ή να χρησιμοποιούν κατασκοπευτικό λογισμικό έως ότου θεσπιστούν εγγυήσεις για τα ανθρώπινα δικαιώματα.