Tο κοινοβούλιο του Κιέβου ενέκρινε το 2020 τη μερική άρση του μορατόριουμ που απαγόρευε την πώληση γεωργικής γης σε ξένες επιχειρήσεις, υπό την ασφυκτική πίεση της Ουάσιγκτον και των Βρυξελλών. Στο πολύ ενδιαφέρον άρθρο του στο Contexto, ο Andy Robinson εξηγεί πώς ο πόλεμος επιταχύνει την ολική άρση αυτού του μορατόριουμ.
Του Andy Robinson
Μετάφραση: Συντακτική ομάδα pass-world.gr
Σε μια παθιασμένη υπεράσπιση της ουκρανικής δημοκρατίας και του αγώνα της κατά του αυταρχικού επιτιθέμενου Βλαντιμίρ Πούτιν, η πρόσφατη Διάσκεψη για την Ανάκαμψη της Ουκρανίας (URC) που χρηματοδοτήθηκε από την ΕΕ στο Λουγκάνο (Ελβετία) στις 4-5 Ιουλίου, συνέστησε μια σειρά μέτρων απορρύθμισης και ιδιωτικοποιήσεων προερχόμενα από το παλιό εγχειρίδιο της Συναίνεσης της Ουάσιγκτον (1989).
Είναι απαραίτητο «να μειωθεί το μέγεθος του κράτους μέσω ιδιωτικοποιήσεων, να βελτιωθεί η ρυθμιστική αποτελεσματικότητα (απορρύθμιση) και να ανοίξουν οι αγορές (απελευθέρωση των κεφαλαιαγορών–ελευθερία των επενδύσεων)», υποστήριζε το τελικό έγγραφο.
Επίσης, «να ενισχυθεί η οικονομία της αγοράς» μέσω «[…] της μεταρρύθμισης της γης», επικροτώντας το νέο σχέδιο για την άρση των περιορισμών στην πώληση αγροτικής γης σε ξένες εταιρείες. Τα μέτρα αυτά είναι απαραίτητα, δήλωσε η Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν στην ομιλία της στο συνέδριο, για να επιτευχθεί «το όνειρο μιας νέας, ελεύθερης, δημοκρατικής και ευρωπαϊκής Ουκρανίας».
Λίγες εβδομάδες αργότερα, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο συμφώνησε με την ουκρανική κυβέρνηση του Βολοντίμιρ Ζελένσκι να αναστείλει τις πληρωμές εξυπηρέτησης του χρέους ύψους 20 δισεκατομμυρίων δολαρίων, μια γενναιόδωρη χειρονομία αλληλεγγύης προς τον δοκιμαζόμενο λαό.
Επιπλέον, για να ωθήσει την οικονομία προς την ανάκαμψη και μια βιώσιμη πορεία ανάπτυξης του ΑΕΠ, το ΔΝΤ ανακοίνωσε ότι θα εξαρτήσει την διάσωση από ένα πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων των κρατικών επιχειρήσεων και την πλήρη εφαρμογή του σχεδίου απελευθέρωσης της γης, ώστε να διευκολυνθεί η είσοδος των παγκόσμιων αγροτικών επιχειρήσεων.
Μόνο με την είσοδο διεθνών κεφαλαίων θα μπορούσε να επιτευχθεί αύξηση της παραγωγικότητας στις καλλιέργειες σιταριού, κριθαριού και άλλων δημητριακών, επιμένουν η ΕΕ και το ΔΝΤ.
Ωστόσο, αυτή η δέσμευση της ΕΕ και του ΔΝΤ να βοηθήσουν την Ουκρανία να υιοθετήσει τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις φιλελευθεροποίησης και ιδιωτικοποίησης ώστε να ολοκληρώσει τη δουλειά που ξεκίνησε μετά την κατάρρευση της ΕΣΣΔ το 1991 είναι εξαιρετικά προβληματική.
Το πρόβλημα είναι το εξής: σύμφωνα με δημοσκοπήσεις που διεξήχθησαν το 2018, μόνο το 12% των Ουκρανών υποστηρίζει την περαιτέρω ιδιωτικοποίηση της οικονομίας τους.
Επιπλέον, η πλειοψηφία αντιτίθεται στο σχέδιο απελευθέρωσης της γεωργικής γης και απορρίπτει την είσοδο των εταιριών με έδρα το Σικάγο ή των αγροτικών ταμείων με έδρα τη Wall Street.
«Η άρση του μορατόριουμ αντίκειται στη θέληση των πολιτών», υποστηρίζει ο Frederic Mousseau, διευθυντής του Ινστιτούτου Oakland στην Καλιφόρνια, το οποίο έχει εκπονήσει σειρά εκθέσεων σχετικά με τα σχέδια νομισματικής απελευθέρωσης του ουκρανικού γεωργικού τομέα. «Και δεν υπάρχει κανένας λόγος για να πιστέψουμε ότι ο πόλεμος άλλαξε την απόρριψη της απελευθέρωσης της γης ή της ιδιωτικοποίησής της από τους πολίτες».
Η Ουκρανία αποτελούσε ανέκαθεν μια πολύ ελκυστική χώρα για μεγάλες πολυεθνικές εταιρείες εμπορευμάτων, όπως η Cargill, η Bunge ή η ADM, καθώς και για τα μεγάλα επενδυτικά κεφάλαια, όπως η Blackrock ή η Vanguard, καθώς διαθέτει τα λεγόμενα «μαύρα εδάφη», τα πιο εύφορα στον κόσμο, που παράγουν περίπου 60 εκατομμύρια τόνους δημητριακών, όπως σιτάρι και κριθάρι.
Διαθέτει το ένα τρίτο της γεωργικής γης της Ευρώπης, είναι ο δεύτερος μεγαλύτερος εξαγωγέας δημητριακών και παράγει το ένα τρίτο του ηλιέλαιου στον κόσμο.
Σε μια εποχή αυξανόμενων φόβων σχετικά με την παγκόσμια επισιτιστική ασφάλεια και την εκτίναξη των τιμών των τροφίμων, η Ουκρανία μπορεί να αποτελέσει χρυσωρυχείο για το παγκόσμιο κεφάλαιο.
Το μορατόριουμ για την αγορά και πώληση γεωργικών εκτάσεων ψηφίστηκε το 2001 προκειμένου να περιοριστεί η συγκέντρωση γης στα χέρια των μεγάλων Ουκρανών ολιγαρχών που επωφελήθηκαν από τη διεφθαρμένη απορρύθμιση της γης, μέρος της θεραπείας σοκ που σχεδίασαν οι «καλοπροαίρετοι» οικονομολόγοι του Χάρβαρντ που ήρθαν στη Μόσχα μετά την κατάρρευση της ΕΣΣΔ.
Το μορατόριουμ περιλάμβανε, επίσης, την πλήρη απαγόρευση της αγοράς γεωργικής γης από ξένους, γεγονός που κατέστησε εξαιρετικά δύσκολη τη μετακίνηση μεγάλων μεσιτών εμπορευμάτων και κεφαλαίων στην αχανή ουκρανική πεδιάδα σιτηρών.
Αν και κανείς δεν μπορούσε να σταματήσει τους μεγάλους εμπόρους γεωργικών προϊόντων – ADM, Bunge, Cargill και Louis Dreyfus – δεν μπορούσαν παρά να εισέλθουν από την πίσω πόρτα, αγοράζοντας μερίδια από το κεφάλαιο ουκρανικών εταιρειών. Η Cargill, για παράδειγμα, απέκτησε μερίδιο 5% στον ουκρανικό όμιλο UkrLandFarming. Μια άλλη επιλογή για την παράκαμψη του μορατόριουμ ήταν η εκμίσθωση γης μέσω μακροχρόνιων μισθώσεων.
Με τα μέτρα αυτά, οι πολυεθνικές αγροτικές επιχειρήσεις απέκτησαν τον έλεγχο τριών έως έξι εκατομμυρίων εκταρίων. Αλλά τα 32 εκατομμύρια εκτάρια που προορίζονται για την παραγωγή σιτηρών παρέμειναν εκτός της εμβέλειας του παγκόσμιου κεφαλαίου και μοιράστηκαν μεταξύ των διεφθαρμένων Ουκρανών ολιγαρχών και των επτά εκατομμυρίων μικρών αγροτών, σε μια χώρα όπου ένας στους τρεις πολίτες εξακολουθεί να ζει στην ύπαιθρο.
Το μορατόριουμ προκάλεσε αντιδράσεις στα δυτικά κέντρα εξουσίας, από το Στέιτ Ντιπάρτμεντ, την Παγκόσμια Τράπεζα και το ΔΝΤ στην Ουάσιγκτον μέχρι την Ευρωπαϊκή Ένωση και τα αγροτικά λόμπι στις Βρυξέλλες.
Χωρίς την παρουσία του παγκόσμιου κεφαλαίου, η ουκρανική γεωργική παραγωγικότητα ήταν πολύ χαμηλή: το ένα τέταρτο της γερμανικής και το ένα πέμπτο της γαλλικής.
Όμως οι Ουκρανοί προτιμούσαν αυτούς περιορισμούς, καθώς η προηγούμενη φιλελευθεροποίηση είχε ωφελήσει μια διεφθαρμένη ολιγαρχία. Οι πολίτες υπερασπίστηκαν, επίσης, τις μεγάλες κρατικές επιχειρήσεις απέναντι στις πιέσεις του ΔΝΤ και της ΕΕ για ιδιωτικοποιήσεις.
Χρειάστηκε να γίνει αλλαγή καθεστώτος – η λεγόμενη επανάσταση του Μαϊντάν και η πτώση της κυβέρνησης του Βίκτορ Γιανουκόβιτς το 2014 – για να ανοίξει ο δρόμος για τα δυτικά επενδυτικά κεφάλαια.
Η ρωσική εισβολή φέτος αποδείχθηκε μια τέλεια ευκαιρία για την εφαρμογή του δόγματος του σοκ, της θέσης της Ναόμι Κλάιν πως οι καταστροφές και οι πόλεμοι δημιουργούν εξαιρετικές επιχειρηματικές ευκαιρίες για τους αμετροεπείς παγκόσμιους επενδυτές.
Υπό την ισχυρή πίεση της Ουάσιγκτον και των Βρυξελλών, το κοινοβούλιο του Κιέβου, με την υποστήριξη της κυβέρνησης Ζελένσκι, ενέκρινε τη μερική άρση του μορατόριουμ το 2020. Ο νέος νόμος επιτρέπει την αγορά από ιδιώτες ή εταιρείες έως και 10.000 εκταρίων από τον Ιανουάριο του 2024. Το ΔΝΤ επικρότησε τη νέα νομοθεσία.
Όπως σημειώνει ο Michael Roberts στο ιστολόγιό του, η Παγκόσμια Τράπεζα, η οποία εξαρτά τον δανεισμό της από μέτρα που «διευκολύνουν την πώληση της γεωργικής γης και τη χρήση της γης ως εγγύηση» για την «επιτάχυνση των ιδιωτικών επενδύσεων στη γεωργία», χαρακτήρισε την απορρύθμιση «ιστορικό γεγονός». Το ΔΝΤ εκτιμά ότι θα αυξήσει τη δυνητική αύξηση του ΑΕΠ περισσότερο από μία μονάδα.
Οι προσδοκίες των παγκόσμιων επενδυτών για τα ουκρανικά σιτηρά είναι ολοένα και πιο μεγάλες. Άλλωστε, οι ουκρανικές εξαγωγές σιτηρών το 2021-22 ξεπέρασαν τις περσινές, και η πρόσφατη συμφωνία με τη Ρωσία για την απεμπλοκή των λιμανιών της Μαύρης Θάλασσας εξασφαλίζει προσοδοφόρες πωλήσεις σε μια εποχή αυξανόμενων τιμών.
Τα περιθώρια κέρδους της ADM, της Bunge, της Cargill και της Louis Dreyfus αυξήθηκαν αισθητά κατά τη διάρκεια του πολέμου.
Ωστ΄ώσο, η πλήρης εφαρμογή της μεταρρύθμισης εξαρτάται από το αποτέλεσμα ενός δημοψηφίσματος που θα διεξαχθεί το 2024 για να αποφασιστεί αν θα δοθεί το πράσινο φως σε ξένες εταιρείες. Είναι πολύ πιθανό η πλειοψηφία των Ουκρανών να την καταψηφίσει.
Ο νόμος δεν θα έχει μεγάλη υποστήριξη στην ουκρανική κοινωνία, καθώς «αντί να παρέχει υποστήριξη στα επτά εκατομμύρια μικρών αγροτών, επιταχύνει τη συγκέντρωση γης στα χέρια των ολιγαρχών και των μεγάλων επιχειρήσεων», δήλωσε ο Mousseau.
«Η προκήρυξη ενός δημοψηφίσματος θα ήταν καταστροφή για την οικονομία. Η διενέργεια δημοψηφίσματος θα πρέπει να αποφευχθεί διότι «θα υπάρξει μια συντριπτική πλειοψηφία εναντίον του», δήλωσε ο Bate Toms, πρόεδρος του Συμβουλίου Επιχειρηματικών Ενώσεων και Εμπορικών Επιμελητηρίων της Ουκρανίας, το οποίο χρηματοδοτείται από το think tank Atlantic Council της Ουάσιγκτον, υπέρμαχο της δημοκρατίας υπό την ηγεσία των ΗΠΑ.