Η βιώσιμη ανάπτυξη συνδέεται και αποβλέπει πρωτίστως σε μια οικονομική μεγέθυνση (επικρατέστερα εκφράζεται ως ο ετήσιος ρυθμός αύξησης του πραγματικού Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος (ΑΕΠ)).
Παρά τη θετική σημασία του «βιώσιμου» («πράσινου» ή «μπλε») προσδιορισμού, έχει ασκηθεί κριτική στην εστίαση στο στόχο της μεγέθυνσης και στην αντίθεση που δημιουργεί με το στόχο της κλιματικής ουδετερότητας. Είναι σχετικά κοινώς αποδεκτό ότι η αύξηση της οικονομικής δραστηριότητας συνδέεται με την αύξηση χρήσης των φυσικών πόρων και των εκπομπών άνθρακα.
Υποστηρικτές της Κυκλικής Οικονομίας και των τεχνολογικών καινοτομιών αναφέρουν ότι με τη σωστή διαχείριση των πόρων και τις οικονομικές πολιτικές που δίνουν κίνητρα αλλαγής του τρόπου παραγωγής και κατανάλωσης, η αύξηση της οικονομικής δραστηριότητας μπορεί να αποσυνδεθεί από την αύξηση χρήσης των φυσικών πόρων και των εκπομπών άνθρακα. Και πράγματι, η ραγδαία εξέλιξη της τεχνολογίας έχει δώσει ελπίδες στην αξιοποίηση υψηλού επιπέδου και απόδοσης τεχνολογιών για την αντικατάσταση των μη καθαρών μέσων παραγωγής ενέργειας ως έναν άμεσο τρόπο μείωσης των εκπομπών άνθρακα. Όπως θα δούμε όμως παρακάτω, κάποια πράγματα δεν είναι έτσι ακριβώς όπως φαίνονται.
Στην Ελλάδα, στο Εθνικό Σχέδιο Ενέργειας και Κλίματος αναφέρεται ο στόχος της πλήρους απολιγνιτοποίησης της χώρας έως το 2028 και στροφής στα συστήματα ανανεώσιμων πηγών ενέργειας. Όπως στην Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία (ΕΠΣ) για τη δίκαιη μετάβαση, το Εθνικό Σχέδιο συνεπάγεται ένα ολοκληρωμένο Σχέδιο Δίκαιης Αναπτυξιακής Μετάβασης για την υποστήριξη των λιγνιτικών περιοχών της χώρας που θα χρειαστεί να αλλάξουν την οικονομία και τις τεχνολογίες τους. Έτσι, μετά από αυτό το σχέδιο απολιγνιτοποίησης, η παραγωγή ενέργειας πέρασε από τον λιγνίτη στις εισαγωγές φυσικού αερίου.
Όμως αυτό, σε συνδυασμό με τον πόλεμο στην Ουκρανία, οδήγησε σε αυξήσεις στο ενεργειακό κόστος αναγκάζοντας την κυβέρνηση να επανεξετάσει την επιστροφή στην παραγωγή ενέργειας μέσω του λιγνίτη.
Για να αντισταθμιστεί αυτό το υψηλό κόστος, οι δημοφιλείς απόψεις συνεχίζουν να υποστηρίζουν την εφαρμογή στρατηγικών για την προσέλκυση ενεργειακών επενδύσεων, την εφαρμογή νέων πράσινων τεχνολογιών και την εξασφάλιση νέων θέσεων εργασίας μέσω της οικονομικής ανάπτυξης που υπόσχεται να επιτευχθεί με τις στρατηγικές της ΕΠΣ και του Υπουργείου. Η αύξηση της έκδοσης αδειών και εγκαταστάσεων μεγάλων βιομηχανικών έργων ανανεώσιμων πηγών ενέργειας είναι σημαντικό κομμάτι της στρατηγικής της κλιματικής ουδετερότητας στην Ελλάδα. Ωστόσο, τα σχέδια αυτά έχουν προκαλέσει αντιδράσεις τόσο στις τοπικές κοινωνίες που επηρεάζουν όσο και σε περιβαλλοντικούς φορείς (βλέπε Συνέλευση για την υπεράσπιση των βουνών, Ανοιχτή Συνέλευση ενάντια στην Πράσινη Ανάπτυξη και στα Αιολικά στα Άγραφα, Ανοιχτή Συνέλευση Κατοίκων Κεφαλονιάς Ενάντια στα Αιολικά, Ελληνική Ορνιθολογική Εταιρεία, Περιβαλλοντική οργάνωση για την άγρια ζωή και τη φύση Καλλιστώ).
Σύμφωνα με τις θέσεις τους, η αυξημένη κλίμακα ανάπτυξης και εγκατάστασης τέτοιων συστημάτων κοντά ή και μέσα σε περιοχές NATURA προκαλεί οικολογικά προβλήματα που υποεκτιμώνται στις Αναλύσεις Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων. Η οικολογική υποβάθμιση, η αισθητική ρύπανση και ηχορύπανση, ο κίνδυνος που διατρέχει η βιοποικιλότητα της περιοχής και η έλλειψη συμμετοχής της τοπικής κοινωνίας στον σχεδιασμό και στη λήψη αποφάσεων είναι μερικά από τα κύρια σημεία των συζητήσεων. Σε αυτό το σημείο σημειώνεται ότι το πως αντιλαμβάνεται κάθε κοινότητα το οικολογικό και κοινωνικό κόστος διαφέρει καθώς οι άνθρωποι μπορεί να αντιλαμβάνονται μέρη του φυσικού κόσμου ως κάτι στενά συνδεδεμένο με την ύπαρξή τους. Η φύση δηλαδή δεν αποτελεί κάποιον πόρο προς εκμετάλλευση. Μια πληγή σε αυτό, σημαίνει πληγή στην ίδια την ύπαρξη του ανθρώπου.
Αξίζει επίσης να τονιστούν δύο κρίσιμα σημεία που δεν αναφέρονται συχνά στις διεκδικήσεις σε σχέση με τα σχέδια εφαρμογής βιομηχανικών μονάδων ανανεώσιμων πηγών ενέργειας. Το ένα έχει να κάνει με τον βασικό στόχο μείωσης των εκπομπών του άνθρακα μέσα από την αντικατάσταση “βρώμικων” με καθαρών μορφών ενέργειας. Τα δεδομένα δείχνουν ότι αντί να πραγματοποιείται αυτή η επιθυμητή αντικατάσταση, οι νέες τεχνολογίες απλά προστίθενται στη συνολική παραγωγή ενέργειας (York, R., & Bell, S. E. 2019). Επίσης, ισχύει το παράδοξο της αποδοτικότητας που λέει ότι καθώς πηγαίνουμε προς πιο καθαρές και αποδοτικές μορφές ενέργειας, αναπαυόμαστε, καταναλώνουμε και παράγουμε περισσότερο, με αποτέλεσμα να χρησιμοποιούμε περισσότερη ενέργεια που έχει οικολογικό κόστος όσο καθαρή και να είναι. Με δεδομένο το στόχο του ρυθμού ανάπτυξης της οικονομίας κάθε χρόνο, η επίτευξη του στόχου της κλιματικής ουδετερότητας φαντάζει αρκετά δύσκολη.
Το δεύτερο σημείο έχει να κάνει με το οικολογικό και κοινωνικό κόστος εξαγωγής υλικών κατασκευής και διαχείρισης των αποβλήτων τέτοιων τεχνολογιών που δε φαίνεται στους τελικούς χρήστες. Ακόμα και αν δεν υπάρχει κανένας οικολογικός κίνδυνος και η τοπική κοινωνία είναι σύμφωνη να εγκατασταθούν μεγάλης κλίμακας τέτοιες τεχνολογίες, δε μπορεί να αγνοηθεί ότι πρώτον, η Ελλάδα δεν έχει ανεπτυγμένη τη βιομηχανία της και επομένως, οι κύριοι ανάδοχοι κατασκευαστές τέτοιων τεχνολογιών είναι ξένων οικονομικών συμφερόντων και δεύτερον, τα υλικά που χρησιμοποιούνται εξάγονται από χώρες κυρίως πρώην αποικιών κάτω από αμφισβητούμενες κοινωνικά και οικολογικά συνθήκες. Ενώ την ίδια στιγμή, μέρος των αποβλήτων, μετά το πέρας της ζωής τέτοιων τεχνολογιών, είτε παραμένει στην περιοχή εγκατάστασης αχρησιμοποίητο είτε στέλνεται κυρίως σε μη ευρωπαϊκές χώρες και πάλι κάτω από αμφισβητούμενες κοινωνικά και οικολογικά συνθήκες. Έχουμε να κάνουμε δηλαδή με θέματα περιβαλλοντικής δικαιοσύνης.
Σύμφωνα με αυτές τις παρατηρήσεις, δε σημαίνει ότι δε θα πρέπει να επιδιώξουμε μια μετάβαση σε καθαρές τεχνολογίες παραγωγής ενέργειας. Μια τέτοια μετάβαση όμως θα πρέπει να συνοδεύεται με μια μείωση της γενικότερης παραγωγής και κατανάλωσης τόσο ενέργειας όσο και υλικών, η οποία θα συνδέεται με έναν κοινωνικοοικονομικό μετασχηματισμό σε μια οικονομία που δε θα έχει την αύξηση του ρυθμού του ΑΕΠ ως αυτοσκοπό.
Για παράδειγμα, η Ελλάδα έχει μακρά παράδοση λειτουργίας συνεταιρισμών που θα μπορούσαν να παίξουν σημαντικό ρόλο στην εξασφάλιση, μεταξύ άλλων, ενέργειας μέσα από τη χρήση φιλικότερων και μικρής κλίμακας τεχνολογιών ανανεώσιμων πηγών ενέργειας. Μια άλλη παρόμοια ως προς τον τρόπο διακυβέρνησης πρόταση θα ήταν η δημιουργία εναλλακτικών ενεργειακών κοινοτήτων όπου όμως οι πολίτες δεν γίνονται απλά μέτοχοι εξασφαλίζοντας οικονομικά οφέλη κρατώντας απόσταση από την παραγωγική διαδικασία. Αντιθέτως, κατανοούν και είναι σε θέση να διαχειριστούν τη λειτουργία τέτοιων τεχνολογιών, αποφασίζουν συλλογικά και ανακτούν την ενεργειακή τους κυριαρχία (βλέπε δράση Νέα Γουινέα).
Η συγκεκριμένη οργάνωση της παραγωγής επειδή μπορεί να βασίζεται στις πραγματικές ανάγκες και σε μια κουλτούρα μοιράσματος, αποτελεί ένα καλό παράδειγμα βιώσιμης οικολογικά παραγωγής. Παρόμοια συλλογικά και συνεργατικά σχήματα σε άλλους βασικούς τομείς της διατροφής (γεωργία, αλιεία), της κατοικίας, των υπηρεσιών και ευρύτερης εργασίας που απαντούν σε πραγματικές ανάγκες της κοινωνίας και σέβονται τα οικολογικά όρια μπορούν να υποστηριχθούν νομικά και οικονομικά, πρωτίστως τοπικά, και να περάσουν σε ευρύτερα γεωγραφικά και θεσμικά επίπεδα μέσα από τη δικτύωση. Ίσως φαντάζει ως κάτι ουτοπικό και διαφορετικό σε σχέση με αυτά που έχουμε συνηθίσει, κυρίως σε επίπεδο μεγαλούπολης, όμως αποτελούν στοιχεία των παραδοσιακών δομών της ελληνικής οικονομίας.
Εύλογα μπορούμε να πούμε ότι δεδομένου ότι η Ελλάδα δεν είναι μια βιομηχανικά ανεπτυγμένη χώρα, το μερίδιο ευθύνης της στη συνολική παραγωγή εκπομπών άνθρακα είναι μικρό σε σχέση με άλλες χώρες που είναι πλήρως βιομηχανοποιημένες. Τότε, γιατί να μην συνεχίσουμε να παράγουμε ενέργεια όπως έχει ήδη διαμορφωθεί η οικονομία μας βασιζόμενη κατά βάση στον λιγνίτη και να μπούμε σε μια διαδικασία μετάβασης με αβέβαια αποτελέσματα, τόσο οικολογικά όσο και οικονομικά, όπως ο κίνδυνος αυξημένης ανεργίας; Δυστυχώς, αν δεν ήμασταν τόσο κοντά στην οικολογική καταστροφή, θα μπορούσαμε να διεκδικήσουμε αναδιανομή και δικαιότερη κατανομή των πόρων με τέτοιο τρόπο ώστε όσοι έχουν μολύνει περισσότερο, να επωμιστούν το μεγαλύτερο μέρος του κόστους μιας αναγκαίας μετάβασης. Κάτι που ναι μεν θα πρέπει να γίνει σε ένα πλαίσιο ανάληψης ιστορικής ευθύνης σε επίπεδο διεθνών οργανισμών, αλλά είναι κάτι που δεν αρκεί. Έρευνες έχουν δείξει ότι χρειάζεται μια ριζική αλλαγή στον τρόπο του παράγουμε και καταναλώνουμε για να μπορέσουμε να μπούμε σε μια βιώσιμη τροχιά (Kallis, G. 2018). Δεν μπορούμε να αρνηθούμε ότι οι πιο ρυπογόνες οικονομίες πρέπει να μειώσουν τις οικολογικά επιβλαβείς, αλλά και εκμεταλλευτικές οικονομικές δραστηριότητές τους σε άλλες χώρες. Ωστόσο, αυτό δεν σημαίνει ότι μπορούμε, ανεξάρτητα από το πού ζούμε, να ακολουθήσουμε την ίδια πορεία βιομηχανικής και οικονομικής ανάπτυξης που έχει την οικονομική μεγέθυνση ως αυτοσκοπό.
Αυτό που προτείνει το σχέδιο της αποανάπτυξης είναι μια εθελοντική μείωση της παραγωγής και κατανάλωσης μέσα από προϋποθέσεις που διασφαλίζουν μια μορφή καλής ζωής για τους ανθρώπους, πάντα διατηρώντας την οικολογική ισορροπία. Η αποανάπτυξη αποτελεί έντονη κριτική στην τρέχουσα εμμονή για την οικονομική ανάπτυξη (εκφρασμένη σε υψηλά ποσοστά ΑΕΠ) και αποτελείται από προτάσεις και ιδέες για την οικοδόμηση εναλλακτικών μορφών κοινωνικοοικονομικής οργάνωσης. Είναι σημαντικό να ξεκαθαριστεί ότι η πρόταση της αποανάπτυξης δεν έχει σχέση με την οικονομική ύφεση που εξακολουθεί να είναι μια επώδυνη κατάσταση για πολλά μέρη του κόσμου, συμπεριλαμβανομένης και της Ελλάδας. Μπορεί το πιο πιθανό αποτέλεσμα στην περίπτωση της αποανάπτυξης να είναι συρρίκνωση του ΑΕΠ όμως κάτι τέτοιο δεν είναι αυτοσκοπός και η διαχείριση μιας τέτοιας συρρίκνωσης δεν προβλέπεται να αντιμετωπιστεί με τον ίδιο τρόπο όπως συμβαίνει στην περίπτωση μιας οικονομικής ύφεσης. Όταν αναφερόμαστε στην αποανάπτυξη, δίνουμε βάση σε ένα ευρύ και δυναμικό φάσμα πολιτικών και μεθόδων που χαρακτηρίζονται για τη συμπερίληψη, τη συμμετοχικότητα και τη δημοκρατικότητά τους. Γι’αυτό το λόγο, επιμένουμε στον αναγκαίο κοινωνικοοικονομικό μετασχηματισμό για μια βιώσιμη αποανάπτυξη.
‘Ένας τέτοιος μετασχηματισμός θα βασίζεται στη συνεργασία και όχι στον ανταγωνισμό που προστάζει το παρόν οικονομικό σύστημα για την αύξηση των κερδών και την οικονομική μεγέθυνση. Είναι σημαντικό να συνειδητοποιήσουμε ότι το παρόν σύστημα βασίζεται στον ανταγωνισμό και για να συνεχίσει να λειτουργεί χρειάζεται την εξασφάλιση όλο και πιο φθηνών παραγωγικών συντελεστών, συμπεριλαμβανομένου και της εργασίας. Πλέον, βρισκόμαστε σε μια κατάσταση που η γη δεν αντέχει τις πιέσεις ενός τέτοιου συστήματος. Ίσως, ο μόνος δυνατός τρόπος αντιμετώπισης του αδιέξοδου, που να είναι και κοινωνικά δίκαιος και περιβαλλοντικά εφικτός, προϋποθέτει να επαναπροσδιορίσουμε (“de-thinking”, Romano, 2019) και όχι απλώς να ξανασκεφτούμε (rethinking) τις κοινωνικές και οικονομικές σχέσεις μεταξύ μας και με τη φύση. Δηλαδή να συνδημιουργήσουμε ένα νέο βιώσιμο σύστημα κοινωνικοοικονομικής οργάνωσης το οποίο μάλιστα να αντιμετωπίζει τις βαθιές ρίζες καταπίεσης ανθρώπου προς άνθρωπο και ανθρώπου προς τη φύση.
Εναλλακτικές υπάρχουν ή και μπορούν να δημιουργηθούν. Το πιο σημαντικό βήμα είναι να φανταστούμε ότι μπορούμε να αναλάβουμε νέους ρόλους, όπως αυτή του πολίτη και όχι του καταναλωτή, που θα εξυπηρετούν αυτές τις εναλλακτικές, να υιοθετήσουμε αξίες και αρχές που συνεισφέρουν σε μια αλληλέγγυα και συμβιωτική σχέση. Το πως, σε τι βαθμό και αν θα χρησιμοποιηθεί η τεχνολογία για την λειτουργία αυτών των εναλλακτικών, θα πρέπει να είναι αποτέλεσμα συμμετοχικής πολιτικής διαδικασίας τόσο σε υψηλό όσο και τοπικό επίπεδο. Τέλος, μια τέτοια πρόταση, σίγουρα δε μπορεί να εφαρμοστεί εν μια νυκτή, κάτι που μπορεί να έρχεται σε αντίθεση με την αναγκαιότητα της αντιμετώπισης της οικολογικής πίεσης και κλιματικής κρίσης. Όμως, αξίζει να λάβουμε υπ’όψη ότι όταν ένας μηχανισμός μπει σε λειτουργία σε ένα πολύμορφο κοινωνικοπολιτικό πλαίσιο, επηρεάζει ταυτόχρονα πολλούς άλλους μηχανισμούς και δομές και επίσης, ο προβλεπόμενος “αργός” (αλλά συνεπής) μετασχηματισμός, είναι αυτός ακριβώς που θα μας κάνει, εν τέλη, να αναπνεύσουμε, εμείς και η υπόλοιπη φύση.
Πηγές/Παραπομπές
1. Ενημερωτικά δελτία σχετικά με την Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία. Τι είναι η Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία (2019). Ευρωπαϊκή Επιτροπή. https://ec.europa.eu/commission/presscorner/detail/el/fs_19_6714
2. Εθνική Στρατηγική για την Κυκλική Οικονομία (2018). Υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας. Ελληνική Δημοκρατία.
https://ypen.gov.gr/wp-content/uploads/2020/10/Εθνική-Στρατηγική-Για-την-Κυκλική-Οικονομία.pdf
3. Απόφαση του Κυβερνητικού Συμβουλίου Οικονομικής Πολιτικής 4/23.12.2019 (ΦΕΚ Β΄4893). Κύρωση του Εθνικού Σχεδίου για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ)
https://ypen.gov.gr/wp-content/uploads/2020/11/ΦΕΚ-Β-4893.2019.pdf
4. Ομάδες πολιτών και φορείς που ασκούν κριτική στην ανάπτυξη και εγκατάσταση μεγάλων συστημάτων παραγωγής ανανεώσιμων πηγών ενέργειας
● Συνέλευση για την υπεράσπιση των βουνών,
https://www.facebook.com/Συνέλευση-για-την-υπεράσπιση-των-βουνών-105382774208020/
● Ανοιχτή Συνέλευση ενάντια στην Πράσινη Ανάπτυξη και στα Αιολικά στα Άγραφα
https://www.facebook.com/Ανοιχτή-Συνέλευση-ενάντια-στην-Πράσινη-Ανάπτυξη-και-στα-Αιολικά-στα-Άγραφα-104679907942447
● Ανοιχτή Συνέλευση Κατοίκων Κεφαλονιάς Ενάντια στα Αιολικά
https://www.facebook.com/kefaloniaenantiastaaiolika/
● Ελληνική Ορνιθολογική Εταιρεία
https://www.ornithologiki.gr/el/oi-draseis-mas/politiki/pedia-drasis/energeia-kai-klimatiki-allagi/aspie/aspie
● Περιβαλλοντική οργάνωση για την άγρια ζωή και τη φύση Καλλιστώ
https://www.callisto.gr
5. York, R., & Bell, S. E. (2019). Energy transitions or additions?: Why a transition from fossil fuels requires more than the growth of renewable energy. Energy Research & Social Science, 51, 40-43.
6. Παράγοντας ενέργεια από ανανεώσιμες πηγές και ανοιχτές τεχνολογίες. Νέα Γουινέα. Η ιστοσελίδα ανακτήθηκε τελευταία φορά 17 Φεβρουαρίου 2022.
7. Kallis, G. 2018. Controversies, debates and future research. Chapter 6 in Degrowth. Agenda Publishing Ltd., Newcastle upon Tyne, UK.
8. Romano, O. (2019). Towards a society of degrowth. Routledge.
Amerissa Giannouli
Master student on Degrowth: Ecology, Economy and Policy at ICTA-UAB
BS Economics, MSc International and European Economic Studies at AUEB
Certified Trainer for Adults of non-formal education (EOPPEP)
Project Manager and Youth Worker at Inter Alia, giannouli@interaliaproject.com
Inpirer of Κοινωνικό Μωσαϊκό