Πολλοί ερευνητές, δημοσιογράφοι, αναλυτές και περιβαλλοντολόγοι όταν εξετάζουν τη σχέση κλιματικής κρίσης και βίας τείνουν να επικεντρώνονται αποκλειστικά στην πιθανή σύνδεση ανάμεσα στην υπερθέρμανση του πλανήτη και τις συγκρούσεις που ολοένα και αυξάνονται: Θα γίνει ο κόσμος πιο βίαιος; Θα πυροδοτήσει η διατάραξη του κλίματος εξεγέρσεις και θα αποτελέσει απειλή για την ειρήνη και τη σταθερότητα; Είναι τα εύθραυστα κράτη και εκείνα που πρόκειται να επηρεαστούν περισσότερο από τις συνέπειες της κλιματικής κρίσης πιο επιρρεπή στη σύγκρουση; Αν και η κλιματική κρίση -σε συνδυασμό με άλλους σημαντικούς παράγοντες- πρόκειται να εντείνει υπάρχοντα κοινωνικά, πολιτικά και οικονομικά προβλήματα και να ενισχύσει τις ανισότητες, αν θέλουμε ειλικρινά να αντιμετωπίσουμε την απειλή και ακολούθως να επιτύχουμε την κλιματική δικαιοσύνη, πρέπει πρώτα να προσδιορίσουμε τα γενεσιουργά αίτια του φαινομένου˙ πιο συγκεκριμένα, τις δομές που (ανα)παράγουν τις συνθήκες που οδηγούν στην κλιματική κρίση.
Η πρόσφατα δημοσιευμένη έρευνα [1] του Ευρωπαϊκού Δικτύου κατά του Ρατσισμού επεξηγεί πώς οι κοινότητες που διακρίνονται λόγω της φυλετικής τους καταγωγής και περιθωριοποιούνται είναι δυσανάλογα εκτεθειμένες στις συνέπειες που επιφέρει η διατάραξη του κλίματος, γεγονός που συμβαίνει κυρίως λόγω του (νεο)αποικιακού καπιταλισμού, «της ιδεολογίας και πρακτικής που επικεντρώνεται στη μεγιστοποίηση του κέρδους και του πλούτου για τους λίγους που βρίσκονται στην κορυφή μιας φυλετικής ιεραρχίας, όπου αυτός ο πλούτος αποκτάται από τη γη, την εργασία και τους πόρους άλλων˙ αν δεν υπάρχει πλούτος για να εξορυχθεί, οι κοινότητες συχνά εξαναγκάζονται σε αφομοίωση ή αποκλείονται πλήρως από τον συσσωρευμένο πλούτο και τις σχετικές εργασίες». Για παράδειγμα, εδάφη αυτοχθόνων πληθυσμών, όπως οι Σαάμι και οι Ινουίτ στην Αρκτική, καθίστανται αντικείμενο εκμετάλλευσης εξαιτίας εξορυκτικών έργων, τα οποία αφαιρούν τεράστιες ποσότητες φυσικών πόρων με στόχο την απόκτηση κεφαλαίου. Στη Γαλλία, επικίνδυνες εγκαταστάσεις, όπως αποτεφρωτήρες και γενικά μονάδες διαχείρισης αποβλήτων, είναι πιο πιθανό να βρίσκονται κοντά σε πόλεις με υψηλό μεταναστευτικό πληθυσμό, ενώ κοινότητες στη Μαρτινίκα και τη Γουαδελούπη, τα νησιά στην Καραϊβική που αποτελούν κτήση της Γαλλίας, βρίσκονται εκτεθειμένες στη χλωρδεκόνη, ένα τοξικό παρασιτοκτόνο, παρά το γεγονός ότι έχει κριθεί παράνομο στις ΗΠΑ και τη μητροπολιτική Γαλλία. Επίσης, κοινότητες Ρομά στη Ρουμανία εξαναγκάζονται να ζουν κοντά σε χωματερές, όπου η ατμοσφαιρική ρύπανση και η δυσωδία που αποπνέεται επιδεινώνονται όσο το περιβάλλον γίνεται ολοένα και θερμότερο.
Η μεγάλη δυσαναλογία ανάμεσα σε εκείνους που ευθύνονται λιγότερο για την κλιματική κρίση, αλλά θα επηρεαστούν σε μεγαλύτερο βαθμό, και σε εκείνους που ευθύνονται περισσότερο, των οποίων η δραστηριότητα συχνά δεν δέχεται κανένα περιορισμό και οι οποίοι θα είναι καλύτερα προστατευμένοι, δημιουργεί μία συνθήκη θεμελιώδους αδικίας και μία προφανή περίπτωση συστημικής βίας όχι μόνο σε τοπικό, αλλά και σε παγκόσμιο επίπεδο.
Ιστορικά, οι ΗΠΑ [2] έχουν εκπέμψει περισσότερο διοξείδιο του άνθρακα στην ατμόσφαιρα από οποιαδήποτε άλλη χώρα μέχρι σήμερα: είναι υπεύθυνες για το 25% των παγκόσμιων εκπομπών. Τα 28 κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχουν επίσης συνεισφέρει σημαντικά στις εκπομπές και είναι υπεύθυνα για το 22%. Εκτός από τις πλούσιες και αναπτυγμένες χώρες, άλλοι ισχυροί δρώντες, όπως οι μεγαλύτερες εταιρείες ορυκτών καυσίμων, διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στην υποβάθμιση του περιβάλλοντος, από την οποία επωφελούνται δυσανάλογα σε οικονομικό επίπεδο. Αυτό που συνήθως παραβλέπεται είναι ότι οι κοινότητες που ζουν κοντά στις περιοχές όπου υπάρχουν αποθέματα ορυκτών καυσίμων και πραγματοποιούνται εξορύξεις, τελικά αποκλείονται από τον πλούτο που παράγεται.
Παράλληλα, οι συγκεκριμένες εταιρείες έχουν αποκτήσει μεγάλη πολιτική επιρροή, γεγονός που τις επιτρέπει να υψώνουν φραγμούς στην απεξάρτηση από τα ορυκτά καύσιμα, αλλά και να διατηρούν ένα επαγγελματικό μοντέλο που επιβάλλει μόνο εν μέρει περιορισμούς στην εξόρυξη και καύση των ορυκτών καυσίμων. Τους πρώτους μήνες του 2022, οι Occidental Petroleum, Exxon Mobil και Koch Industries ξόδεψαν περισσότερα από 12,4 εκατομμύρια δολάρια για λόμπινγκ [3], με στόχο να επηρεάσουν τις αποφάσεις του Κογκρέσου των ΗΠΑ -περίπου 1 εκατομμύριο περισσότερα σε σχέση με όσα είχαν ξοδέψει μέχρι αυτή τη στιγμή το 2021-, καθώς η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία έχει ανατρέψει τις ισορροπίες στην παγκόσμια αγορά ενέργειας.
Οι επικρατούσες νομικές, πολιτικές και οικονομικές δομές προσφέρουν εύφορο έδαφος για να ευδοκιμήσουν οι πρακτικές των εταιρειών πετρελαίου, αερίου και άνθρακα. Η κλιματική κρίση εξελίσσεται σε βασικό χαρακτηριστικό των εν λόγω δομών, οι οποίες διαιωνίζουν τη βία, επιδεινώνουν τις ήδη υπάρχουσες ανισότητες και δημιουργούν νέες μορφές καταπίεσης. Εξετάζοντας τη σύνδεση ανάμεσα στη δομική βία και την υποβάθμιση του περιβάλλοντος σε ένα ευρύτερο πλαίσιο, η δεύτερη μπορεί πράγματι να θεωρηθεί μία μορφή της πρώτης. Ο ισχυρισμός ότι η κλιματική κρίση θα οδηγήσει πιθανώς στη βία είναι αρκετά αποπροσανατολιστικός. Η κλιματική κρίση είναι από μόνη της ένα είδος βίας και, επομένως, δεν θα έπρεπε να εστιάζουμε αποκλειστικά στις τελικές συνέπειες, αλλά να κατανοήσουμε το ιστορικό υπόβαθρο του συστήματος και των θεσμών, οι οποίοι βρίσκονται στη ρίζα της διατάραξης του κλίματος και, άρα, συνολικά του προβλήματος.
Επομένως, όσο προσπαθούμε να βρούμε τον δρόμο προς την επίτευξη της κλιματικής δικαιοσύνης, πρέπει να γίνει αντιληπτό πως δεν υπάρχουν εύκολες λύσεις. Τώρα είναι η κατάλληλη στιγμή για να έρθει η συζήτηση γύρω από ζητήματα ισχύος, ρατσισμού και ανισότητας (κοινωνικής, οικονομικής, φυλετικής και έμφυλης) στον πυρήνα του κινήματος για την κλιματική δικαιοσύνη, και να γίνει η σύνδεση μεταξύ θεσμικής βίας και κλιματικής κρίσης προσφέροντας ορατότητα σε εκείνους που επηρεάζονται και θα συνεχίσουν να επηρεάζονται περισσότερο˙ είναι απαραίτητο οι συζητήσεις για το κλίμα να πραγματοποιούνται με επαρκή εκπροσώπηση των κοινοτήτων που έχουν υποστεί διάκριση λόγω της φυλετικής τους καταγωγής. Συνολικά, για να αντιμετωπίσουμε την κλιματική κρίση σε επίπεδο πέρα από το αυστηρά περιβαλλοντικό, χρειαζόμαστε μία δράση για το κλίμα, η οποία θα είναι στη βάση της πρωτίστως απο-αποικιακή και αντι-ρατσιστική.