Στην καπιταλιστική κοινωνία, το επίμαχο ζήτημα των μισθών είναι ένα δύσκολο εμπόδιο που πρέπει να ξεπεραστεί. Και σε μια καπιταλιστική κοινωνία όπως αυτή της Βραζιλίας, το ζήτημα αυτό εύκολα γίνεται ακόμα πιο σύνθετο. Οι μισθολογικές διαφορές συχνά εμφανίζονται ως έκφραση ανισοτήτων, αποκρύπτοντας την οικονομική τους φύση. Έτσι, δεν φαίνεται ότι οι ανισότητες αποτελούν έκφραση της αντίθεσης μεταξύ εκείνων που μπορούν να πουλήσουν μόνο την εργασία τους για να ζήσουν και εκείνων που μπορούν να την αγοράσουν. Οι μισθοί δεν έχουν, στη ζωή των ανθρώπων, τους ίδιους λόγους για τους οποίους υπάρχουν οι μισθοί. Οι μισθοί -είτε υψηλοί, είτε μεσαίοι, είτε χαμηλοί- είναι, στο μοντέλο της κοινωνίας μας, το τίμημα που πληρώνουμε για την πώληση της εργασίας μας. Ακριβώς όπως αγοράζετε τρόφιμα, αγοράζετε επίσης εργασία. Για το λόγο αυτό αμφισβητείται η αξία της εργασίας, δηλαδή το τίμημα που πληρώνουμε γι’ αυτήν: από τη μια βρίσκονται όσοι θέλουν να πληρώνουν όσο το δυνατόν λιγότερα και από την άλλη, εμείς που θέλουμε να πληρώσουν περισσότερα. Αλλά τι είναι ένας δίκαιος μισθός;
Από οικονομική άποψη, δεν υπάρχει απάντηση στο ερώτημα αυτό, διότι αν λάβουμε υπόψη το γεγονός ότι η αξία αυτού που παράγουμε με την εργασία μας είναι πολύ υψηλότερη από αυτό που λαμβάνουμε γι’ αυτήν, όλοι οι μισθοί είναι άδικοι. Ωστόσο, είναι δυνατόν να απαντήσουμε σε αυτό το ερώτημα ηθικά, αφού ο μισθός που ικανοποιεί τις ανάγκες μας και διατηρεί τις συνθήκες για μια πλήρη ζωή σε μια δεδομένη κοινωνία θα είναι δίκαιος. Ποιος όμως αποφασίζει ποιες είναι οι ανάγκες μας και υπό ποιες συνθήκες πρέπει να ζούμε και ποιοι είναι οι λόγοι για τους οποίους η κοινωνία δέχεται ανισότητες στις συνθήκες διαβίωσης των διαφόρων κοινωνικών ομάδων; Ο μισθός, λοιπόν, είναι η αγοραία τιμή της εμπορεύσιμης εργασίας, την οποία πρέπει να πουλήσουμε για να ζήσουμε. Αυτό σημαίνει ότι η ζωή μας καθορίζεται και εξαρτάται από την αγορά, από την τιμή της εργασίας και από το τι η κοινωνία θεωρεί αναγκαίο και επαρκές για να ζήσουμε.
Ακριβώς επειδή η αξία του μισθού είναι το μέτρο του τι είναι απαραίτητο για να ζήσει κανείς, και επίσης επειδή αυτό το μέτρο είναι μια πολιτική και πάνω από όλα μια ηθική αντίληψη, το Συνδικαλιστικό Τμήμα Στατιστικής και Κοινωνικοοικονομικών Σπουδών της Βραζιλίας (DIEESE) ισχυρίζεται ότι ο κατώτατος μισθός της Βραζιλίας πρέπει να είναι 5.900 ρεάλ (1.100€). Από την άλλη όμως πλευρά, οι πολιτικοί που αντιπροσωπεύουν τους ισχυρούς στη διοίκηση της εξουσίας, καταφέρνουν να θέσουν τον κατώτατο μισθό στα 1.212 ρεάλ (240€) και στοχεύουν στα 1.294 ρεάλ (258€) για το επόμενο έτος. Και το κοινωνικό φαντασιακό αντιλαμβάνεται το μισθό σαν να υπήρχε ένας καθοριστικός οικονομικός λόγος, εξωτερικός της ανθρώπινης βούλησης, που αυτό το μέγεθος δεν θα μπορούσε να είναι πολύ υψηλότερο. Τόσο μεγάλη είναι η δύναμη της κυρίαρχης ιδεολογίας που μας κάνει να σκεφτούμε με αυτόν τον τρόπο. Γι’ αυτό μπορούμε να πούμε ότι υπάρχουν οικονομικά δυνατοί μισθοί που διασφαλίζουν περισσότερο την ανθρώπινη αξιοπρέπεια και άλλοι που διασφαλίζουν την καταστροφή της ανθρωπότητας. Οι υπερδομές των νόμων, των σκέψεων, των διεργασιών και των πράξεων χρησιμεύουν για να κάνουν όλα αυτά να φαίνονται φυσιολογικά και απαραίτητα, αλλά είναι θέσεις που, με την εμφάνιση της κανονικότητας, κάνουν το ψέμα να υπερισχύει.
Στα επίπεδα μισθοδοσίας υπάρχουν εκείνοι που μπορούν να φάνε σαρδέλες και εκείνοι που μπορούν να φάνε χαβιάρι. Η κοινωνική ομάδα που δεν μπορεί να φάει ούτε σαρδέλες ούτε χαβιάρι δεν είναι καν μισθωτή. Με άλλα λόγια: είναι άνεργοι ή άνθρωποι που επιβιώνουν στον ωκεανό της επισφάλειας που θεωρείται ψευδώς εργασία. Η επισφάλεια επηρεάζει τις συνθήκες αγοράς του εργατικού δυναμικού, τόσο τις συνθήκες διαβίωσης των εργαζομένων όσο και τις συνθήκες εργασίας. Η επισφάλεια μετατρέπει την εργασία σε μια υλική άσκηση μισθωτής σκλαβιάς, χωρίς να υπάρχει τίποτα δημιουργικό ή χώρος για δημιουργία. Η εργασία εξαφανίζεται στον παραλογισμό του να δουλεύεις για ελάχιστη και ανεπαρκή επιβίωση. Και το πλήθος όσων δεν πωλούν την εργασία τους αυξάνεται, εμποδίζοντας την ανθρώπινη ζωή.
Όταν υποστηρίζουμε το καθολικό βασικό εισόδημα, αλλάζουμε τη δομική βάση που καθορίζει τις συνθήκες της ανθρώπινης ζωής. Η επιβίωση, σε βασικές και απαραίτητες συνθήκες, είναι εγγυημένη και δεν εξαρτάται πλέον από την αγορά. Με άλλα λόγια, οι ελάχιστες απαραίτητες συνθήκες διαβίωσης είναι ανεπιφύλακτα εγγυημένες, δηλαδή δεν εξαρτώνται πλέον από την πώληση της εργασίας και της αγοράς και από τους ισχυρούς που καθορίζουν την τιμή της. Αυτό αλλάζει επίσης τις συνθήκες της συνείδησης των ανθρώπων και τη θέση τους στον κόσμο, διότι μόλις εξασφαλιστούν οι ελάχιστες συνθήκες διαβίωσής τους, δημιουργούνται οι υλικές συνθήκες για την αναγνώρισή τους ως υποκειμένων. Συναισθηματικά, πολιτικά, ιδεολογικά και ψυχολογικά οι συνθήκες τους επίσης αλλάζουν. Και η ανθρώπινη κοινωνία, μέσω του κράτους, γίνεται υπεύθυνη για την εγγύηση της ζωής και των βασικών της συνθηκών και όχι πλέον μέσω της αγοράς, της τιμής, του μισθού και των συμφερόντων του κέρδους και των ιδιοκτητών της. Έτσι, το καθολικό βασικό εισόδημα άνευ όρων είναι ένας ισχυρός σύμμαχος, έτσι ώστε όλοι όσοι πωλούν την εργασία τους, αλλά και εκείνοι που δεν την πωλούν, να μπορούν να αγωνιστούν σε καλύτερες και ευνοϊκότερες συνθήκες, ώστε η φαντασία του τι είναι απαραίτητο για να ζήσουν να είναι όλο και πιο κρίσιμο, ηθικό και να διεκδικείται ευρέως.
Στο κείμενο «Ανταρσία και Απόρριψη ΤΩΡΑ», τα μέλη της ΑΟΡΑΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ λένε τα ακόλουθα: «Η ανθρωπότητα παρακολουθεί το ναυάγιό της σαν να ήταν ένα πρώτης τάξεως θέαμα. Είναι τόσο απορροφημένη που δεν αισθάνεται καν το νερό που καλύπτει ήδη τα πόδια της. Στο τέλος, όλα θα γίνουν ένα σωσίβιο. Είναι η μοίρα των ναυαγών να μετατρέψουν ό,τι αγγίζουν σε σωσίβια. Αυτός ο κόσμος δεν μπορεί πλέον να σχολιαστεί, να επικριθεί ή να καταγγελθεί. Ζούμε μέσα σε μια ομίχλη σχολίων και σχολίων πάνω σε σχόλια, επικρίσεων και επικρίσεων πάνω σε επικρίσεις, αποκαλύψεων που δεν προκαλούν παρά αποκαλύψεις σχετικά με αποκαλύψεις. Και αυτή η ομίχλη απομακρύνει κάθε ανησυχία του κόσμου». Στο συγκεκριμένο πεδίο, αυτό της διαφωνίας των αφηγήσεων, ρητορικές που περιπλέκουν με τη χρήση αλαζονικής γλώσσας κερδίζουν έδαφος. Ο καιροσκοπικός εμπειρισμός, από τη μια πλευρά, και ο αριστερός ιδεαλισμός, από την άλλη, τροφοδοτούν τις αφηγήσεις με ένα νέο κύμα σύγχρονων σοφιστών, που τρέφουν τη δεξιά, το κέντρο και την αριστερά σήμερα. Χρησιμοποιώντας την πιο πολυχρησιμοποιημένη και σωστή γλώσσα της εποχής που ζούμε, υπάρχουν οι «νεο-σοφιστές» του πλανήτη: γι’ αυτούς, οι ψευδείς ειδήσεις είναι μια μεγάλη γλωσσική βοήθεια. Έτσι, η πολιτική και η συζήτηση για προγράμματα, έργα, αντιλήψεις και μεθόδους, καθώς και η αναγκαία ιστορική και σαφή ανάλυση της συζήτησης, αντικαθίστανται από την κριτική των αφηγήσεων, της αισθητικής και της προσωπικότητας, δημιουργώντας την ψευδαίσθηση ότι υπάρχει πολιτική και κριτική όπου δεν υπάρχει τίποτα άλλο παρά μία διέξοδος και ένας ναρκισσιστικός αμυντικός μηχανισμός.
Η ΑΟΡΑΤΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ έχει δίκιο και πάλι όταν, στην ίδια δημοσίευση, δηλώνει ότι «υπάρχουν όλοι οι λόγοι για να γίνει μια επανάσταση. Δεν λείπει κανείς. Τα συντρίμμια της πολιτικής, η αλαζονεία των ισχυρών, η βασιλεία του ψεύδους, η χυδαιότητα του πλούτου, οι κατακλυσμοί της βιομηχανίας, η αχαλίνωτη μιζέρια, η γυμνή εκμετάλλευση, η οικολογική καταστροφή… δεν γλυτώνουμε από τίποτα, ούτε καν από το να ενημερωνόμαστε γι’ αυτά». Αλλά αν και οι λόγοι δηλώνονται, κάποιες από τις προϋποθέσεις πρέπει να φτιαχτούν, συμπεριλαμβανομένης και της ενότητας αυτών που πουλούν την εργασία τους για να ζήσουν: οργάνωση, διαμόρφωση και δράση. Έτσι, η πολιτική συζήτηση μπορεί να επιστρέψει στο επίκεντρο. Είναι απαραίτητο να μετατραπεί η κατανοητή αγανάκτηση προς τους πολιτικούς και τα αφηγήματά τους σε συγκεκριμένες δράσεις. Όσο η κριτική περιορίζεται στην αισθητική και στο αφήγημα του «κοινού εχθρού», θα χρησιμεύει για να καταστρέφει την πολιτική, να καταστρέφει τη συζήτηση για την αντίληψη και τη μέθοδο, και να αποτρέπει την πραγματική μεταμόρφωση του κόσμου και των συνθηκών ζωής. Και θα δράσουμε, στη θεωρία και στην πράξη των σωμάτων, για να αλλάξουμε και να κατακτήσουμε μια πραγματικότητα του ΕΥ ΖΗΝ.
Μετάφραση από τα αγγλικά/ επιμέλεια: Pressenza Athens