Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο Εμανουέλ Μακρόν φανταζόταν πολύ διαφορετική τη Σύνοδο Κορυφής της ΕΕ που διοργάνωσε η Γαλλική Προεδρία στο πολυτελές ανάκτορο των Βερσαλλιών στις 10 και 11 Μαρτίου. Η Ιστορία όμως έχει την κακή συνήθεια να ανατρέπει τους σχεδιασμούς των ανθρώπων. Αυτή τη φορά, ήταν η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία που ανέτρεψε μια περίσταση την οποία ο Γάλλος Πρόεδρος – έχοντας το βλέμμα στις προεδρικές εκλογές του Απριλίου – προόριζε για ένα εντυπωσιακό reset της post-Covid Ευρώπης πάνω στο μοτίβο που διανθίζει πάγια τις δημόσιες τοποθετήσεις του: ευρωπαϊκή αυτονομία, αυτάρκεια και κυριαρχία.
Με την εικόνα της ισοπεδωμένης από το ρωσικό πυροβολικό Ουκρανίας στο φόντο, η παροιμιώδης πολυτέλεια των Βερσαλλιών πιθανότατα έδωσε το εντελώς λάθος μήνυμα – και μάλλον όχι αυτό που επιθυμούσε ο Ε. Μακρόν. Ιδίως αν αναλογιστεί κανείς τον ιστορικό συμβολισμό της συγκεκριμένης τοποθεσίας, όπου γεννήθηκε η σύγχρονη Γερμανία μετά τον (καταστροφικό για τη Γαλλία) γαλλοπρωσικό πόλεμο του 1870 και συνήφθη η ομώνυμη Συνθήκη Ειρήνης μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, η οποία όμως δεν εμπόδισε την έκρηξη του Δευτέρου και την αμετάκλητη αυτοκαταστροφή της ευρωπαϊκής ηπείρου.
Η Ευρώπη αντεπιτίθεται…
Σε μια σπάνια στιγμή ομοθυμίας και συστράτευσης, οι 27 ηγέτες της ΕΕ εξέδωσαν μια διακήρυξη για τον πόλεμο στην Ουκρανία. Η ανεπιφύλακτη καταδίκη της ρωσικής επιθετικότητας είναι το κεντρικό σημείο αυτής της διακήρυξης, όπως και η ένθερμη υποστήριξη της άμυνας της Ουκρανίας ενάντια στον εισβολέα και υπέρ των ευρωπαϊκών αξιών. Επίσης σημαντικό σημείο είναι η επιβεβαίωση των σκληρών οικονομικών κυρώσεων –των σκληρότερων στην Ιστορία της ΕΕ, όπως φρόντισαν να τονίσουν οι ίδιοι οι ηγέτες– που είχε ήδη επιβάλει το μπλοκ στη Ρωσία αμέσως μετά την έναρξη της εισβολής, καθώς και η υπογράμμιση ότι αυτές θα συνεχιστούν και θα κλιμακωθούν. Πράγμα που όντως συνέβη αμέσως μετά τη Σύνοδο.
Θα έλεγε όμως κανείς ότι και τα τρία σημεία είναι απολύτως αυτονόητα. Πράγματι, θα μπορούσε να ήταν διαφορετικά; Θα μπορούσε η Ευρώπη να μην καταδικάσει ομόθυμα τη ρωσική εισβολή σε ένα άλλο ευρωπαϊκό κράτος, κατά παράβαση κάθε έννοιας διεθνούς δικαίου; Ή θα μπορούσε η ΕΕ να μην εκφράσει ολόψυχα ηθική και υλική υποστήριξη στην Ουκρανία; Και πώς θα μπορούσαν, άραγε, να λείπουν οι οικονομικές κυρώσεις κατά τη Ρωσίας – στοχευμένες πάντως, ώστε να πλήξουν όσο το δυνατόν λιγότερο τις ενεργειακές συναλλαγές, από τις οποίες εξαρτάται η ΕΕ;
Ίσως αυτό που ώθησε πολλούς να μιλήσουν για την «επιστροφή της Ευρώπης ως Μεγάλης Δύναμης» να ήταν η –εντυπωσιακή, όντως, σε επίπεδο διακήρυξης προθέσεων– ανακοίνωση των Ευρωπαίων ότι θα επενδύσουν πολύ περισσότερο στην ενίσχυση των στρατιωτικών τους δυνατοτήτων. Ιδίως ο επανεξοπλισμός της Γερμανίας με ένα πρόγραμμα-μαμούθ 100 δισεκατομμυρίων ευρώ είναι μια αξιοσημείωτη στροφή στο αμυντικό δόγμα αυτής της χώρας. Δεν άργησε η προαναγγελία της αγοράς 35 (τουλάχιστον) αμερικανικών μαχητικών πέμπτης γενιάς F-35 από τη γερμανική αεροπορία. Για πολλούς, αυτή τη φορά η Ευρώπη θα βγει από την κρίση ενωμένη και ισχυρή.
… ή μια ηττημένη Ευρώπη;
Η πραγματικότητα δυστυχώς είναι πολύ διαφορετική, κάτι που η Γαλλία δείχνει να αντιλαμβάνεται. Βάζοντας προσωρινά στην άκρη το εξίσου μείζον ζήτημα της συνεχιζόμενης ενεργειακής εξάρτησης της ΕΕ από εξωτερικές πηγές ενέργειας –συμπεριλαμβανομένης της Ρωσίας, προς το παρόν τουλάχιστον– αν μείνει κανείς αποκλειστικά στο πεδίο της γεωστρατηγικής και εξετάσει τα δεδομένα υπό το πρίσμα του ψυχρού ρεαλισμού, θα συμπεράνει ότι η Ευρώπη, αναπόδραστα, μόνο χαμένη θα βγει από τη συνέχιση του πολέμου και μάλιστα ανεξάρτητα από την έκβαση των μαχών στα πεδία της Ουκρανίας.
Από αυτή την άποψη, αυτό που εντυπωσιάζει στη Διακήρυξη των Βερσαλλιών δεν είναι ό,τι περιλαμβάνεται, αλλά ό,τι απουσιάζει. Και αυτό που απουσιάζει είναι μια ευρωπαϊκή παρέμβαση για την παύση του πολέμου και την ειρηνική, από εδώ και πέρα, διευθέτηση της ουκρανικής κρίσης, η οποία, ειρήσθω εν παρόδω, δεν ξεκίνησε στις 24 Φεβρουαρίου 2022. Οι ίδιοι οι αντιμαχόμενοι συνομιλούν μεταξύ τους, με τη διαμεσολάβηση τρίτων δυνάμεων, όπως η Τουρκία και το Ισραήλ. Μέσα από τη φωτιά του πολέμου, οι βασικοί άξονες μιας συμφωνίας ανακωχής και ειρήνευσης αρχίζουν να διαφαίνονται. Όχι όμως με ευρωπαϊκή πρωτοβουλία. Αυτό εκπλήσσει δυσάρεστα, ιδίως αν ληφθεί υπόψη ότι ο θεμελιώδης λόγος ύπαρξης της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης μεταπολεμικά δεν ήταν άλλος από τη διασφάλιση της ευρωπαϊκής ειρήνης.
Αληθινά δυσκολεύεται κανείς να αντιληφθεί τους λόγους για τους οποίους δεν υπάρχει κανένα ευρωπαϊκό σχέδιο ειρήνευσης που θα ξεκινά με την άμεση και άνευ όρων κατάπαυση του πυρός και θα περιλαμβάνει: Πρώτον, την αποχώρηση των ρωσικών στρατευμάτων από το ουκρανικό έδαφος, υπό την επίβλεψη του Οργανισμού για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στην Ευρώπη και με ταυτόχρονη ανάκληση των κυρώσεων κατά της Ρωσίας, ανάλογα με την τήρηση από την πλευρά της τελευταίας των όρων της εκεχειρίας. Δεύτερον, διεθνή εγγύηση της εδαφικής ακεραιότητας και της κυριαρχίας της Ουκρανίας στο σύνολο της επικράτειάς της – με το status της Κριμαίας να είναι de facto μια ειδική περίπτωση που πρέπει να εξεταστεί ξεχωριστά. Τρίτον, την παροχή ευρείας αυτονομίας στις περιοχές του Ντονμπάς, εντός όμως της κρατικής οντότητας της Ουκρανίας. Τέταρτον, σε αντάλλαγμα της εγγύησης της εδαφικής ακεραιότητας και αυτοδιάθεσης της Ουκρανίας, συνταγματική δέσμευση ότι αυτή δεν θα ενταχθεί σε στρατιωτικό συνασπισμό, δηλαδή στο ΝΑΤΟ. Και, πέμπτον, την άμεση έναρξη των διαδικασιών για τη σύνδεση της Ουκρανίας με την ΕΕ, ιδίως με την παροχή αναπτυξιακής βοήθειας και ευνοϊκών επενδυτικών συμφωνιών, αλλά και ενός μεγάλου πακέτου για την ανοικοδόμηση της χώρας μετά τον πόλεμο. Μια τέτοια σύνδεση δεν είναι ταυτόσημη της πλήρους ένταξης στην ΕΕ που είναι αμφιλεγόμενη, χρονοβόρα και εξαιρετικά αβέβαιη. Πρέπει, εντούτοις, η προοπτική μιας ένταξης, έστω «μερικής» και μακροπρόθεσμης, να είναι υπαρκτή. Όχι μόνο ως θετικό κίνητρο για την ειρήνη, αλλά και ως εργαλείο για την εμπέδωση της δημοκρατίας, των ανθρώπινων δικαιωμάτων και του κράτους δικαίου στην Ουκρανία.
Αυτό που επίσης έχει θαφτεί κάτω από τις έξαλλες πολεμικές ιαχές εκατέρωθεν είναι η πάγια μεταψυχροπολεμική επιδίωξη διαμόρφωσης μιας νέας αρχιτεκτονικής για την ευρωπαϊκή ειρήνη και ασφάλεια που θα συμπεριλαμβάνει –ως εταίρους και όχι εχθρούς– τόσο τη Ρωσία όσο και την Ουκρανία και την Τουρκία. Δηλαδή ένα σχήμα «Ελσίνκι ΙΙ», διά του οποίου οι Ευρωπαίοι θα αναλάμβαναν οι ίδιοι την ευθύνη για τη διατήρηση της ειρήνης στην ήπειρό τους, χωρίς εξωτερικούς «προστάτες» και «επικυρίαρχους». Αυτή η προοπτική αληθινής γεωπολιτικής απεξάρτησης της Ευρώπης από τον μεγάλο σύμμαχο πέραν του Ατλαντικού έχει χαθεί από τον ορίζοντα – αν όχι οριστικά, οπωσδήποτε για το ορατό μέλλον. Ακόμα και ο περίφημος επανεξοπλισμός της Ευρώπης θα λάβει χώρα «συμπληρωματικά» προς τη Βορειοατλαντική Συμμαχία, η οποία, όπως ρητά αναγνωρίζεται στη Διακήρυξη των Βερσαλλιών, παραμένει το θεμέλιο της συλλογικής ευρωπαϊκής ασφάλειας.
Σίγουρα δεν είναι αυτό που είχε στο μυαλό του ο Ε. Μακρόν όταν μιλούσε για την ανάκτηση της «ευρωπαϊκής κυριαρχίας». Ο πόλεμος στην Ουκρανία θα τελειώσει με την υπογραφή κάποιας συνθήκης ειρήνης. Όχι όμως στις εξαίσιες Βερσαλλίες – πιθανότερη τοποθεσία είναι, λόγου χάρη, η Κωνσταντινούπολη (ή το Τελ Αβίβ). Και όχι με την Ευρώπη να παίζει κάποιον από τους πρώτους ρόλους.
Ο Γιάννης Γούναρης είναι δικηγόρος, LLM London School of Economics, Διδάκτωρ Νομικής ΕΚΠΑ – Η ανάλυση περιλαμβάνεται στο θεματικό Δελτίο Διεθνών & Ευρωπαϊκών Εξελίξεων του Ινστιτούτου Εναλλακτικών Πολιτικών ΕΝΑ «Πόλεμος στην Ουκρανία: Διαστάσεις, συνέπειες & προεκτάσεις».