Το να συγκρίνουμε ένα διεθνές έγκλημα με κάποιο άλλο δεν σημαίνει ότι το εξωραΐζουμε.
Απλώς το τοποθετούμε στη σωστή πολιτική του βάση.
Γράφει ο Άρης Χατζηστεφάνου, πρώτη δημοσίευση στην Εφημερίδα των Συντακτών.
Ομιλητής Α: «Είναι παράλογο ο Πούτιν να βομβαρδίζει μια ανεξάρτητη χώρα για να σταματήσει την τοποθέτηση ΝΑΤΟϊκών δυνάμεων στα σύνορα της Ρωσίας».
Ομιλητής Β: «Ναι, αλλά ο Κένεντι το 1962 έφτασε στα όρια να ξεκινήσει παγκόσμιο πυρηνικό πόλεμο για να αποτρέψει την τοποθέτηση σοβιετικού οπλισμού στη γειτονική Κούβα».
Ομιλητής Α: «Η Ρωσία βομβάρδισε εγκαταστάσεις τηλεοπτικού σταθμού στο Κίεβο».
Ομιλητής Β: «Ναι, αλλά οι ΗΠΑ και το Ισραήλ έχουν επιτεθεί τόσες φορές σε δημοσιογραφικές εγκαταστάσεις και έχουν δολοφονήσει δεκάδες δημοσιογράφους».
Η συζήτηση μπορεί να συνεχίζεται για ώρες μέχρι που ο ομιλητής Α θα ρίξει στο τραπέζι μια «μαγική» λέξη κατηγορώντας τον αντίπαλό του ότι καταφεύγει στην προπαγανδιστική τεχνική του whataboutism (στα ελληνικά θα μπορούσαμε να το αποδώσουμε και ως τεχνική «ναι, αλλά για τη Marfin δεν λέτε τίποτα»). Δημιουργημένος από τις λέξεις what about (και τι γίνεται σχετικά) ο όρος καταγράφεται για πρώτη φορά τη δεκαετία του ’70 σε άρθρο του καθηγητή ιστορίας Σιν Ο’Κόνελ, ο οποίος κατηγορούσε τους υποστηρικτές του Ιρλανδικού Δημοκρατικού Στρατού ότι για κάθε εγκληματική πράξη που τους καταλόγιζαν αυτοί ανέφεραν ένα ακόμη μεγαλύτερο έγκλημα των Βρετανών.
Η κατηγορία περί whataboutism είναι απόλυτα βάσιμη καθώς συχνά χρησιμοποιείται σαν μια μορφή προπαγάνδας από ανθρώπους που επιχειρούν να πλήξουν την αξιοπιστία του αντιπάλου τους, κατηγορώντας τον για υποκρισία, χωρίς όμως να απαντούν σε αυτά που τους καταλογίζουν. Παράλληλα αποτελεί μια μορφή «σχετικοποίησης» ενός εγκλήματος: «Αφού τόσες άλλες χώρες εισβάλλουν στους γείτονές τους δεν είναι και τόσο τραγικό αυτό που κάνει ο Πούτιν». Η κριτική περί whataboutism όμως κουβαλά στην πλάτη της πολύ συγκεκριμένο ιδεολογικό και πολιτικό φορτίο και έχει ταυτιστεί εδώ και δεκαετίες με την αμερικανική προπαγάνδα (ή αντιπροπαγάνδα).
Αμέσως μετά τη δημιουργία του, στα μολυβένια χρόνια της σύγκρουσης στη Β. Ιρλανδία, ο όρος πέρασε στις ΗΠΑ όπου χρησιμοποιούνταν σχεδόν αποκλειστικά εναντίον της ΕΣΣΔ. Όταν οι ΗΠΑ κατηγορούσαν την ΕΣΣΔ για την εισβολή στο Αφγανιστάν, το Κρεμλίνο απαντούσε με κατηγορίες για τον πόλεμο του Βιετνάμ και τις δεκάδες εισβολές και τα πραξικοπήματα στη Λατινική Αμερική και την Ασία. Τον τελικό λόγο είχαν τα κυρίαρχα αμερικανικά ΜΜΕ που έκλειναν τη συζήτηση αναιρώντας κάθε επιχείρημα της Μόσχας ως whataboutism. Οι παλαιότεροι Αμερικανοί ανταποκριτές και διπλωμάτες στη Μόσχα θεωρούσαν μάλιστα ότι το whataboutism αποτελεί τη βασικότερη πρακτική της σοβιετικής προπαγάνδας και το συνέδεαν με μια παλαιότερη ονομασία της ίδιας τεχνικής που χρησιμοποιούνταν στη Ρωσία και έμεινε γνωστή ως «And you are lynching Negros – Ναι, αλλά εσείς λιντσάρετε νέγρους».
Οι κατηγορίες περί whataboutism συνεχίστηκαν και μετά την κατάρρευση της ΕΣΣΔ, κινούμενες σχεδόν πάντα με κατεύθυνση από τη Δύση προς την Ανατολή και από τη Δεξιά προς την Αριστερά. Μετά το 2000 κορυφαία αγγλοσαξονικά ΜΜΕ, όπως ο Economist, χρησιμοποιούσαν κατά κόρον τον όρο εναντίον του Πούτιν. Η ψυχροπολεμική τους αδράνεια έφτασε σε τέτοιο βαθμό ώστε όταν ο Ντόναλντ Τραμπ άρχισε να χρησιμοποιεί κατά κόρον επιχειρήματα τύπου «what about» αυτοί κατηγόρησαν… τον Πούτιν. «Αντί ο Τραμπ να απαντήσει στις κατηγορίες (για το σύστημα υγείας) απάντησε με επιθετικά σχόλια που αποτελούν whataboutism», έλεγε το ραδιόφωνο NPR συμπληρώνοντας ότι έτσι μετατρεπόταν σε Πούτιν.
Για άλλη μια φορά η κριτική εναντίον του Πούτιν δεν ήταν αβάσιμη. Ο Ρώσος πρόεδρος όταν δεχόταν κατηγορίες για την προσάρτηση της Κριμαίας παρουσίαζε καταλόγους με αμερικανικές εισβολές σε ξένες χώρες. Το ίδιο όμως έκαναν την ίδια περίοδο και αρκετοί ακόμη εγκληματίες πολέμου, όπως π.χ. ο Νετανιάχου για να δικαιολογήσει τη συνεχή προσάρτηση παλαιστινιακών εδαφών. Πολλές φορές όσοι έλεγαν ότι το whataboutism αποτελεί μια μορφή προπαγάνδας ασκούσαν οι ίδιοι μια άλλη μορφή προπαγάνδας, το double standards (δυο μέτρα και δυο σταθμά) με την οποία προσέφεραν συγχωροχάρτι σε κάθε έγκλημα των ΗΠΑ και των συμμάχων τους.
O Κρίστιαν Κρίστενσεν, καθηγητής δημοσιογραφίας στο Πανεπιστήμιο της Στοκχόλμης, έγραφε πριν από μερικά χρόνια ότι σήμερα «χρειαζόμαστε το whataboutism περισσότερο από ποτέ» για την κατανόηση βαθύτερων διεργασιών στις διεθνείς σχέσεις εξουσίας. Με το να το αρνούμαστε ολοκληρωτικά, εξηγούσε, εμείς οι Δυτικοί τροφοδοτούμε την ξενοφοβία καθώς πιστεύουμε ότι «η κακία είναι έμφυτη στους αντιπάλους μας ενώ εμείς έχουμε έμφυτη την καλοσύνη». Τα δικά τους εγκλήματα είναι ιδεολογικά και συστημικά, ενώ εμείς χρησιμοποιούμε την κρατική βία «μόνο ως απαραίτητο κακό για την προστασία της δημοκρατίας».
Σε κάθε περίπτωση το ερώτημα «what about» δεν τίθεται μόνο από τον κατηγορούμενο. Μπορεί να τίθεται από έναν ανεξάρτητο παρατηρητή, ο οποίος καταδικάζει και τις δυο πλευρές. Μετά τις τρομοκρατικές επιθέσεις στο Charlie Hebdo, όταν ο Νόαμ Τσόμσκι και άλλοι διανοούμενοι υποστήριξαν ότι η Δύση έχει δυο μέτρα και δυο σταθμά για την κατανόηση της τρομοκρατίας ή ότι η γαλλική εξωτερική πολιτική συνέβαλε στο φαινόμενο της ισλαμιστικής τρομοκρατίας κατηγορήθηκαν ως υποστηρικτές των δραστών. Στην πραγματικότητα απλώς παρουσίαζαν τη μεγαλύτερη εικόνα καταδικάζοντας όλες τις πλευρές.
Αντίστοιχα, όταν κάποιος υποστηρίζει ότι ο Κένεντι έφτασε τον πλανήτη στα όρια του αφανισμού για να αποτρέψει την επέκταση της ρωσικής επιρροής δεν σημαίνει ότι στηρίζει ή εξωραΐζει την εισβολή του Πούτιν στην Ουκρανία. Απλώς εξηγεί ότι η σημερινή απάντηση της Μόσχας είναι ταυτόχρονα απόλυτα καταδικαστέα αλλά και προβλέψιμη. Αν μάλιστα κατανοείς ότι ο Κένεντι στήριξε την εξουσία του στη μαφία (εκλογές 1960), εισέβαλε σε ξένες χώρες (εισβολή στον Κόλπο των Χοίρων) και έδινε εντολή στις μυστικές υπηρεσίες να δηλητηριάζουν αντιπάλους του (Φιντέλ Κάστρο), έχεις έναν λόγο παραπάνω να συγκρίνεις τα εγκλήματά του με αυτά του αιμοσταγή Πούτιν.
Ακούστε τη ραδιοφωνική εκπομπή του Άρη Χατζηστεφάνου στο info-war: