Δήλωση του Ύπατου Αρμοστή του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες, Filippo Grandi.
Η Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες εκφράζει τη βαθιά ανησυχία της για τον αυξανόμενο αριθμό των περιστατικών βίας και των σοβαρών παραβιάσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων ενάντια σε πρόσφυγες και μετανάστες που λαμβάνουν χώρα στα σύνορα διάφορων ευρωπαϊκών χωρών, με αρκετά από αυτά να έχουν οδηγήσει σε τραγικές απώλειες ανθρώπινων ζωών.
Βία, κακομεταχείριση και αναγκαστικές επιστροφές εκτός νομικού πλαισίου (pushbacks) συνεχίζουν να αναφέρονται σε πολλά σημεία εισόδου σε θαλάσσια και χερσαία σύνορα, εντός και εκτός της Ευρωπαϊκής Ένωσης (E.E.), παρά τις συνεχείς εκκλήσεις οργανισμών του ΟΗΕ, συμπεριλαμβανομένης της Ύπατης Αρμοστείας, διακυβερνητικών οργανισμών και μη κυβερνητικών οργανώσεων για να δοθεί ένα τέλος σε αυτές τις πρακτικές.
Είμαστε εξαιρετικά θορυβημένοι από τις επαναλαμβανόμενες και συστηματικές αναφορές από τα χερσαία και θαλάσσια σύνορα της Ελλάδας με την Τουρκία, όπου η Ύπατη Αρμοστεία έχει καταγράψει σχεδόν 540 περιστατικά άτυπων επιστροφών από την Ελλάδα από τις αρχές του 2020. Υπάρχουν επίσης αναφορές για πολύ ανησυχητικά περιστατικά στην Κεντρική και την Νοτιο-Ανατολική Ευρώπη, ιδίως στα σύνορα με κράτη μέλη της Ε.Ε.
Αν και υπάρχουν πολλά περιστατικά τα οποία δεν καταγγέλλονται για διάφορους λόγους, η Ύπατη Αρμοστεία έχει λάβει μαρτυρίες από χιλιάδες ανθρώπους στην Ευρώπη, οι οποίοι επεστράφησαν άτυπα και κατήγγειλαν ένα εξόχως ανησυχητικό μοτίβο απειλών, εκφοβισμού, βίας και εξευτελισμού. Υπάρχουν μαρτυρίες ανθρώπων που έχουν εγκαταλειφθεί στη μέση της θάλασσας πάνω σε φουσκωτές σχεδίες ή που έχουν αναγκαστεί να πέσουν στο νερό, κάτι που φανερώνει ανάλγητη αδιαφορία απέναντι στην ανθρώπινη ζωή. Τουλάχιστον τρία άτομα αναφέρεται ότι έχουν χάσει τη ζωή τους σε τέτοια περιστατικά από τον Σεπτέμβριο του 2021 στο Αιγαίο, με πιο πρόσφατο ένα περιστατικό τον Ιανουάριο. Εξίσου αποτρόπαιες πρακτικές καταγράφονται συχνά και στα χερσαία σύνορα, με συνεπείς μαρτυρίες ανθρώπων που τους αφαίρεσαν τα ρούχα και τα παπούτσια και τους επέστρεψαν βίαια εν μέσω άσχημων καιρικών συνθηκών.
Με λίγες εξαιρέσεις, τα ευρωπαϊκά κράτη έχουν αποτύχει να ερευνήσουν τέτοιες αναφορές, παρά τον μεγάλο και συνεχώς αυξανόμενο αριθμό αξιόπιστων αποδεικτικών στοιχείων. Αντιθέτως, υψώνονται τείχη και φράχτες σε πολλά σύνορα. Εκτός από την άρνηση εισόδου, έχουμε επίσης λάβει αναφορές ότι πρόσφυγες μπορεί να έχουν επιστραφεί στη χώρα καταγωγής τους, παρά τους κινδύνους που αντιμετωπίζουν εκεί, κάτι που είναι αντίθετο με τη διεθνή νομική αρχή της μη επαναπροώθησης (non-refoulement).
Το δικαίωμα να ζητά και να λαμβάνει άσυλο ένας άνθρωπος δεν εξαρτάται από τον τρόπο που φτάνει σε μια χώρα. Οι άνθρωποι που επιθυμούν να ζητήσουν άσυλο θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να το κάνουν, καθώς και να τους παρέχεται ενημέρωση για τα δικαιώματά τους και νομική βοήθεια.
Οι άνθρωποι που τρέπονται σε φυγή εξαιτίας του πολέμου και των διώξεων έχουν ελάχιστες διαθέσιμες επιλογές. Είναι απίθανο τα τείχη και οι φράχτες να λειτουργήσουν ως ουσιαστικό μέσο αποτροπής. Το μόνο που καταφέρνουν είναι να μεγεθύνουν τον πόνο των ανθρώπων που χρήζουν διεθνούς προστασίας, ιδίως των γυναικών και των παιδιών, ωθώντας τους να εξετάσουν διαφορετικές, και συχνά πιο επικίνδυνες, οδούς που πιθανότατα θα οδηγήσουν σε περισσότερους θανάτους.
Αυτό που συμβαίνει στα σύνορα της Ευρώπης είναι νομικά και ηθικά απαράδεκτο και πρέπει να σταματήσει. Η προστασία της ανθρώπινης ζωής, των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της αξιοπρέπειας πρέπει να συνεχίσει να αποτελεί κοινή μας προτεραιότητα. Είναι επιτακτική ανάγκη να υπάρξει πρόοδος στην αποτροπή των παραβιάσεων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στα σύνορα, καθώς και να εδραιωθούν πραγματικά ανεξάρτητοι εθνικοί μηχανισμοί παρακολούθησης για τη διασφάλιση της καταγραφής και της ανεξάρτητης διερεύνησης τέτοιων περιστατικών.
Φοβόμαστε ότι υπάρχει ο κίνδυνος της κανονικοποίησης των απαράδεκτων αυτών πρακτικών και της εδραίωσής τους στη βάση μιας επίσημης πολιτικής, που ενισχύει το επιβλαβές και ανώφελο αφήγημα για την «Ευρώπη-φρούριο». Η πραγματικότητα είναι ότι η πλειονότητα των προσφύγων σε παγκόσμιο επίπεδο φιλοξενούνται σε χώρες χαμηλού και μεσαίου εισοδήματος, οι οποίες διαθέτουν πολύ λιγότερους πόρους και συχνά συνορεύουν με χώρες καταγωγής που βρίσκονται σε κρίση.
Σύμφωνα με το ευρωπαϊκό δίκαιο, τα μέτρα επιτήρησης των συνόρων πρέπει να εφαρμόζονται σε πλήρη συμμόρφωση με τα ανθρώπινα δικαιώματα. Είναι εφικτή η διαχείριση των συνόρων και η αντιμετώπιση των ζητημάτων ασφαλείας, παράλληλα με την εφαρμογή δίκαιων, ανθρώπινων και αποτελεσματικών πολιτικών για τους αιτούντες άσυλο, σύμφωνα με τις υποχρεώσεις των κρατών στο πλαίσιο του διεθνούς δικαίου για τα ανθρώπινα δικαιώματα και του προσφυγικού δικαίου, συμπεριλαμβανομένης της Σύμβασης του 1951, καθώς και της ευρωπαϊκής νομοθεσίας.
Οι ευρωπαϊκές χώρες υποστηρίζουν σθεναρά εδώ και χρόνια το έργο της Ύπατης Αρμοστείας και παρέχουν σημαντική βοήθεια, η οποία συμβάλλει τόσο στην προστασία των προσφύγων όσο και στη στήριξη των χωρών υποδοχής. Ωστόσο, η οικονομική και άλλους είδους στήριξη σε τρίτες χώρες δεν μπορεί να αντικαταστήσει την ευθύνη και τις υποχρεώσεις των κρατών να υποδέχονται και να παρέχουν προστασία στους πρόσφυγες στη δική τους επικράτεια.
Τα προγράμματα επανεγκατάστασης και άλλες νόμιμες οδοί αποτελούν σημαντικά δείγματα στήριξης προς τις βασικές χώρες υποδοχής, ωστόσο δεν μπορούν να υποκαταστήσουν τις υποχρεώσεις των κρατών απέναντι σε ανθρώπους που αναζητούν άσυλο στα σύνορα, συμπεριλαμβανομένων των ανθρώπων που φτάνουν παράτυπα και αυθόρμητα, ακόμα και με πλοιάρια.
Τα κράτη πρέπει να τηρούν τις δεσμεύσεις τους και να σέβονται τα θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα, όπως το δικαίωμα στη ζωή και το δικαίωμα στο άσυλο. Ο τρόπος που η Ευρώπη επιλέγει να παρέχει προστασία στους αιτούντες άσυλο και τους πρόσφυγες έχει σημασία και δημιουργεί προηγούμενο όχι μόνο σε περιφερειακό αλλά και σε παγκόσμιο επίπεδο.