H Ελλάδα έχει σήμερα το δεύτερο υψηλότερο ποσοστό ανεργίας και το υψηλότερο ποσοστό μακροχρόνια ανέργων στην Ε.Ε. Αυτή η πραγματικότητα αντανακλά το έλλειμμα θέσεων εργασίας στην οικονομία, το οποίο προέκυψε από τον ακρωτηριασμό του παραγωγικού συστήματος, την επενδυτική καθίζηση και το παραγωγικό/αναπτυξιακό κενό που προκάλεσαν η ύφεση του 2008 και η λιτότητα των Μνημονίων, παρά την ανάκαμψη των επενδύσεων μετά το 2016 και τη σταθερή αύξηση της απασχόλησης από το 2014 και μετά.
Η συνεχιζόμενη επαγγελματική κατάρτιση (ΣΕΚ) είναι χρήσιμο και απαραίτητο εργαλείο της πολιτικής απασχόλησης και της αναπτυξιακής πολιτικής. Με το να αναβαθμίζει τις γνώσεις, τις ικανότητες και δεξιότητες του εργατικού δυναμικού, αφενός επηρεάζει τη διάρθρωση της ανεργίας, αμβλύνοντας την επιλεκτικότητά της απέναντι στις ομάδες με τα λιγότερα εκπαιδευτικά και επαγγελματικά προσόντα και συμβάλλοντας στην επανένταξη των μακροχρόνια ανέργων, αφετέρου διευκολύνει την τεχνολογική και οργανωτική αλλαγή και ιδίως την καινοτομία, που έχει αποκτήσει κεντρική σημασία στις «οικονομίες της γνώσης».
Ωστόσο, η ΣΕΚ δεν αποτελεί πανάκεια ούτε για την καταπολέμηση της ανεργίας ούτε για την άνοδο της παραγωγικότητας της εργασίας στη χώρα μας, εφόσον δεν γεννά θέσεις εργασίας και δεν αποτελεί τον καθοριστικό παράγοντα εξέλιξης της παραγωγικότητας.
Το ελληνικό σύστημα ΣΕΚ είναι από τα πλέον υπανάπτυκτα, άναρχα και αναποτελεσματικά στην Ε.Ε., με ακέραιες τις πολιτικές ευθύνες των κυβερνήσεων που το δημιούργησαν και το διαχειρίστηκαν επί δεκαετίες.
Το διάστημα 2015-2019 πραγματοποιήθηκαν σημαντικές ενέργειες οικοδόμησης των προϋποθέσεων αλλαγής του μοντέλου κατάρτισης στη βάση των εξατομικευμένων αναγκών των ανέργων, κυρίως με τη δημιουργία και τη θεσμοθέτηση του Μηχανισμού Διάγνωσης Αναγκών της Αγοράς Εργασίας και τη μεταρρύθμιση του ΟΑΕΔ. Όμως, όσον αφορά τις θεσμικές αλλαγές στο πεδίο της επαγγελματικής εκπαίδευσης και κατάρτισης (ΕΕΚ), οι κυβερνήσεις της περιόδου δεν πρόλαβαν να ολοκληρώσουν την αναγκαία μεταρρύθμιση στο πεδίο της ΣΕΚ.
Με το σχεδιασμό της ως προς την κατεύθυνση των πόρων του Μηχανισμού Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας και του νέου ΕΣΠΑ, η σημερινή κυβέρνηση δείχνει να αφήνει την εξέλιξη της απασχόλησης και τη μείωση της ανεργίας στην πρωτοβουλία των εγχώριων και πολυεθνικών επιχειρήσεων και των αποφάσεών τους για παραγωγικές επενδύσεις στην Ελλάδα, εξασφαλίζοντάς τους χαμηλό εργατικό κόστος και χαμηλή φορολογία.
Οι κίνδυνοι από τη μετατροπή της χώρας, τα επόμενα χρόνια, σε ένα απέραντο εκπαιδευτήριο κατάρτισης του εργατικού δυναμικού είναι κυρίως ιδεολογικοί.
Η ΣΕΚ μπορεί να συμβάλει στην παραγωγική ανασυγκρότηση, αναδιάρθρωση και αναβάθμιση της οικονομίας, στον οικολογικό της μετασχηματισμό και στην άνοδο της παραγωγικότητας, εφόσον ενταχθεί στον αναπτυξιακό σχεδιασμό, συγχρονιστεί με παραγωγικές επενδύσεις και θεσμικές αλλαγές στο πλαίσιο λειτουργίας της οικονομίας που προάγουν την τεχνολογική/οργανωτική αλλαγή και την καινοτομία και συμπληρωθεί από ένα σύστημα εργασιακών σχέσεων και διαμόρφωσης μισθών που μειώνει την εργασιακή επισφάλεια και εξασφαλίζει στους εργαζομένους αξιοπρεπείς και καλούς μισθούς και συνθήκες εργασίας.
* Μελέτη της
Μαρίας Καραμεσίνη, Καθηγήτριας Οικονομικών στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, πρώην προέδρου & διοικήτριας του ΟΑΕΔ
Κατεβάστε το pdf της δημοσίευσης