Συνέντευξη με τον οικονομολόγο-αρθρογράφο για τα 20 χρόνια του Ευρώ, την ενεργειακή κρίση, τον πληθωρισμό, τη νέα κυβέρνηση στη Γερμανία και την αριστερά στον Δημήτρη Κούλαλη για το Κοσμοδρόμιο.
Ευρώ, είκοσι χρόνια μετά. Ενεργειακή κρίση. Η πανδημία και το οικονομικό της αποτύπωμα στη ζωή των «από κάτω». Η νέα γερμανική κυβέρνηση, ο πληθωρισμός, η αριστερά. Θα μπορούσα να γράψω ακόμη περισσότερα σχετικά με όσα ενδιαφέροντα συζητήσαμε με τον οικονομολόγο και αρθρογράφο, Λεωνίδα Βατικιώτη. Όμως, θα αφήσω τον ίδιο να εξηγήσει τη χλιαρή στάση των Ευρωπαίων πολιτών έναντι της εικοσαετούς επετείου της εισόδου του κοινού νομίσματος στη ζωή μας. Ακόμη, θα είναι εκείνος που θα εξηγήσει πώς κι αν γίνεται ευρώ χωρίς λιτότητα, αλλά και τον τρόπο με τον οποίο ο πληθωρισμός αδειάζει τις τσέπες μας. Κι όταν φουντώσετε από το καλά οργανωμένο «ριφιφί» που υφιστάμεθα, ο αέρας των ΑΠΕ θα έρθει να σας δροσίσει, πριν σας κάψει ο λογαριασμός της βίαιης απολιγνιτοποίησης της χώρας…
Αυτό σημαίνει ότι δεν πρέπει να ληφθούν μέτρα για να προστατευτεί ο πλανήτης; Ο Βατικιώτης δεν λέει αυτό. Χαρακτηρίζει «αναγκαία την πράσινη μετάβαση», όμως ταυτόχρονα τονίζει ότι αυτή έχει μετατραπεί σε ένα πάρτι εκατομμυρίων για την ελληνική ολιγαρχία. Αλλά, δεν ανησυχώ, η κυβέρνηση θα μας προστατέψει από τη βουλιμία των παικτών του ενεργειακού τζόγου. Τουλάχιστον εν μέρει, αφού, όπως λέει ο συνομιλητής μου, τα μέτρα που έλαβε η κυβέρνηση είναι αναγκαία, αλλά πολύ λίγα. Θα μου πείτε, την ίδια εικόνα δεν συναντά κανείς επιχειρώντας την οικονομική ιχνηλάτηση των παθήσεων που εκδηλώθηκαν με την έλευση της πανδημίας στην καθημερινότητα μας; Ναι, μόνο που δεν πρόκειται ακριβώς για έναν οικονομικό ζόφο που ήρθε ως απότοκο της υγειονομικής κρίσης, αλλά μάλλον ως επιταχυντής προγενέστερων τάσεων που έκανε τους πλούσιους πλουσιότερους και τους φτωχούς φτωχότερους. Τουλάχιστον, αυτό ο υποστηρίζει ο καλεσμένος μου, κάνοντας ακόμη πιο επιτακτική την ανάγκη για την ανάληψη πρωτοβουλιών από την επαναστατική κομμουνιστική Αριστερά, με την οποία κλείσαμε την κουβέντα μας…
Aς ξεκινήσουμε επετειακά: Συμπληρώνονται 20 χρόνια από την εισαγωγή του Ευρώ στη ζωή μας. Ποια η κατάσταση που διαμόρφωσε η έλευση του ενιαίου νομίσματος στη ζωή τόσο των Ελλήνων, όσο και των Ευρωπαίων πολιτών συλλογικά. Έγινε όντως καλύτερη η ζωή μας, όπως έγραψε πρόσφατα η επικεφαλής της ΕΚΤ;
Το ευρώ συμπλήρωσε τα 20 χρόνια του μέσα σε ένα κλίμα γενικής αδιαφορίας, που θα όφειλε να προβληματίσει τις ελίτ. Η απάθεια των πολιτών είναι αποτέλεσμα του αρνητικού ρόλου που έχει διαδραματίσει το ευρώ στο βιοτικό επίπεδο της πλειοψηφίας των Ευρωπαίων. Το κοινό νόμισμα μετέτρεψε τη λιτότητα σε σιδερένιο και απαραβίαστο νόμο της οικονομικής πολιτικής από την μια άκρη της Ευρώπης ως την άλλη. Με το κοινό νόμισμα οι περικοπές στις κοινωνικές δαπάνες των κρατικών προϋπολογισμών και το πάγωμα μισθών, ημερομισθίων και συντάξεων εξελίχθηκε σε μια ευρωπαϊκή σταθερά στην οποία υποτάχθηκαν όχι μόνο συντηρητικές και σοσιαλδημοκρατικές κυβερνήσεις αλλά ακόμη και αριστερά κόμματα και κυβερνήσεις που υπόσχονταν να ακυρώσουν την λιτότητα. Η υποταγή τους στο ευρώ εξελίχθηκε σε βασιλική οδό για τη συντηρητικοποίηση και πλήρη αφομοίωσή τους που τα οδήγησε να επιβάλλουν και τα ίδια λιτότητα, μπαίνοντας πλήρως και οργανικά στο κάδρο της κυρίαρχης πολιτικής.
Παρατηρώ ένα μοτίβο: Για να εισαχθούμε στο ενιαίο νόμισμα προηγήθηκαν πέντε χρόνια λιτότητας (Μάαστριχτ). Μερικά χρόνια μετά, ιδίως από το 2010 κι έπειτα, ζούμε σε καθεστώς σκληρής λιτότητας. Με το πρώτο κύμα της πανδημίας, φάνηκε να χαλαρώνει κάπως ο δημοσιονομικός ζουρλομανδύας, ωστόσο τα μηνύματα που έρχονται από Βρυξέλλες και Φρανκφούρτη μάλλον δείχνουν επιστροφή στην οικoνομική πραγματικότητα που επιβάλλει το Σύμφωνο Δημοσιονομικής Σταθερότητας. Τελικά, υπάρχει ευρώ χωρίς λιτότητα για τον κόσμο της εργασίας;
Οι αυξημένες κρατικές δαπάνες με τις οποίες καλύφθηκαν οι έκτακτες χρηματοδοτήσεις στη διάρκεια της πανδημίας το 2020 και το 2021 δεν αναιρούν την πολιτική της λιτότητας. Επί της ουσίας αντικρίστηκαν με τη δημιουργία χρέους το οποίο ανέλαβε μεν υπό κοινούς όρους η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, με αποτέλεσμα κράτη με χαμηλό αξιόχρεο όπως τα νοτιοευρωπαϊκά κράτη να δανειστούν με ευνοϊκούς όρους, από την άλλη ωστόσο δεν είχαμε δημοσιονομική επέκταση: μισθοί, ημερομίσθια και συντάξεις δεν αυξήθηκαν, η εμπορευματοποίηση – ιδιωτικοποίηση κοινωνικών υπηρεσιών όπως η υγεία και η παιδεία συνεχίστηκε, κοκ. Ως αποτέλεσμα της ανάληψης νέου χρέους, το δημόσιο χρέος όλων σχεδόν των χωρών έφτασε σε δυσθεώρητα ύψη, με το ελληνικό χρέος φυσικά που είναι διπλάσιο του ΑΕΠ να διατηρεί το αρνητικό ρεκόρ. Μάλιστα, τα πιο ευάλωτα απ’ αυτά τα κράτη θα βρεθούν εκ νέου στο μάτι του κυκλώνα, όταν θα επιταχυνθεί η άνοδος των επιτοκίων δανεισμού.
Η δομική ασυμβατότητα του ευρώ με τα συμφέροντα του κόσμου της εργασίας φάνηκε επίσης το 2021 με αφορμή τον πληθωρισμό. Το ευρώ αποδείχτηκε ανίκανο κι όχι απλώς ακατάλληλο να κάνει τη μία και μοναδική δουλειά που υπερηφανευόταν πως έκανε επαρκώς: να εξασφαλίζει τη σταθερότητα των τιμών. Οι τιμές καλπάζουν ενώ οι μισθοί παραμένουν παγωμένοι, με αποτέλεσμα οι εργαζόμενοι κάθε μήνα να χάνουν περίπου 5% της αγοραστικής τους δύναμης· να γίνονται φτωχότεροι δηλαδή. Κατά συνέπεια ευρώ δεν σημαίνει μόνο λιτότητα, αλλά και συνεχή μείωση μισθών…
Δεδομένης της καλής εικόνας που έχεις για τα γερμανικά πολιτικά τεκταινόμενα, θα ήθελα ένα πρώτο σχόλιό σου για τη νέα, τρίχρωμη γερμανική κυβέρνηση. Αλλάζει κάτι στο οικονομικό πεδίο ή θα ακολουθηθεί το ίδιο μείγμα οικονομικής πολιτικής με έναν πιο προοδευτικό μανδύα;
Η νέα γερμανική κυβέρνηση προσθέτει πολλά νέα στοιχεία στην πολιτική ζωή, τα οποία μόνο ευχάριστα δεν είναι. Αρχικά, μπορούμε να πούμε ότι αποτελεί συνέχεια του μεγάλου συνασπισμού δεξιάς – σοσιαλδημοκρατών του οποίου ηγούταν η Άνγκελα Μέρκελ. Η σχέση συνέχειας φάνηκε τόσο από τις προγραμματικές δηλώσεις όσο και από την ανάδειξη στην καγκελαρία του Όλαφ Σολτς ο οποίος στην προηγούμενη κυβέρνηση ήταν αντι-καγκελάριος και υπουργός Οικονομικών. Αποτελεί μάλιστα κοινή παραδοχή ότι συνέβαλε καθοριστικά στο σχεδιασμό του Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας της ΕΕ ύψους 750 δισ. που διέπεται από ένα βαθιά νεοφιλελεύθερο χαρακτήρα: Το ύψος του μειώθηκε κατ’ απαίτηση των πλουσίων χωρών, σημαντικό μέρος του αντιστοιχεί σε χρέος, ενώ η υποχρεωτική συμμετοχή των τραπεζών τις αναγορεύει σε μεγάλους κερδισμένους· για μια ακόμη φορά… Κατά συνέπεια η ανάληψη των καθηκόντων του καγκελάριου από σοσιαλδημοκράτη για πρώτη φορά μετά από 16 χρόνια δεν ισοδυναμεί με αριστερή στροφή.
Αντιθέτως, τόσο η συμμετοχή των φιλελεύθερων Ελεύθερων Δημοκρατών όσο και των Πράσινων ισοδυναμεί με ακόμη πιο συντηρητική στροφή. Οι φιλελεύθεροι που πήραν μάλιστα το υπουργείο Οικονομικών θα επιχειρήσουν να φιλελευθεροποιήσουν τη γερμανική οικονομία, να εισάγουν δηλαδή περαιτέρω φιλελευθερισμό στο κράμα του κυρίαρχου ορντοφιλελευθερισμού που τόσο παραστατικά εξηγεί ο Β. Μπόνεφελντ στο πρόσφατο βιβλίο του «Ισχυρό κράτος και ελεύθερη οικονομία» (Angelus Novus). Οι Πράσινοι από την άλλη θα δώσουν ένα φιλοπεριβαλλοντικό επίχρισμα στην κυρίαρχη φιλοεργοδοτική πολιτική, εμβαθύνοντας τον συστημικό τους χαρακτήρα, όπως ξεκίνησε με τον Γιόσκα Φίσερ που νομιμοποίησε ακόμη και την γερμανική εισβολή στη Γιουγκοσλαβία.
Τι μπορούμε, αν μπορούμε, να περιμένουμε από τον απροκάλυπτα νεοφιλελεύθερο ισχυρό άντρα της γερμανικής Κεντρικής Τράπεζας, κ. Νέιτζελ;
Η επιλογή του Χοακίμ Νέιτζελ, ως διαδόχου του Γενς Βάιντμαν, βρίθει χαρακτηριστικών που τονίζουν τη συνέχεια: από την προϋπηρεσία του στην Μπούντεσμπανκ μέχρι τη συνεργασία του με το νέο καγκελάριο. Η άποψή μου ωστόσο είναι πως το 2022 μόνο συνέχεια δεν θα αποτελεί για την ΕΚΤ. Η αναδίπλωσή της, εξαιτίας της ανόδου του πληθωρισμού, με την επιβράδυνση αρχικά και τον τερματισμό στη συνέχεια του προγράμματος αγοράς ομολόγων (ΡΕΡΡ) θα προκαλέσει αναταράξεις εντός του ευρώ, λόγω των χρόνιων και δομικών ανισοτήτων που ήδη υφίστανται. Και σε αντίθεση φυσικά με την αμερικανική ομοσπονδιακή τράπεζα μιας και τα θύματα της προγραμματισμένης για τον Μάρτιο ανόδου των επιτοκίων στην άλλη όχθη του Ατλαντικού θα κείτονται… εκτός και μακράν των συνόρων της. Κι η τρέχουσα κατάσταση στην ευρωζώνη μόνο ανέφελη δεν είναι. Αρκεί να ρίξουμε μια ματιά στα ισοζύγια διατραπεζικών συναλλαγών του συστήματος Target για να διαπιστώσουμε ότι το έλλειμμα της Ελλάδας έφτασε πάλι τα 100 δισ. ευρώ, πήγε δηλαδή ξανά εκεί που βρισκόταν στο απόγειο της κρίσης του ευρώ το 2011-2012 και στη διάρκεια των capital controls που επέβαλε η ΕΚΤ, το 2015. Η ελληνική κυβέρνηση φυσικά επιλέγει να στρουθοκαμηλίζει επικαλούμενη τις καθησυχαστικές δηλώσεις της Λαγκάρντ για τα ελληνικά ομόλογα, που γίνονται κατ’ εξαίρεση των κανόνων και παρά την αθλιότητα των θεμελιωδών της ελληνικής οικονομίας. Ο πληθωρισμός θα αναγκάσει την ΕΚΤ να υιοθετήσει πιο αυστηρές πολιτικές.
Ποιος φοβάται τον πληθωρισμό, τελικά;
Και τα δύο… άκρα τον φοβούνται, αλλά υπάρχει μια θεμελιώδης διαφορά. Το ένα άκρο, το κεφάλαιο και πιο συγκεκριμένα οι πιστωτές που με κάθε άνοδο των τιμών μετρούν ζημιές καθώς οι αποτιμήσεις φθίνουν χάνοντας ένα μέρος τους, διαθέτουν εργαλεία να τον διαχειριστούν και να περιορίσουν τη ζημιά τους: είτε με επενδύσεις σε αγορές μετοχών και στις φούσκες των κάθε λογής χρηματιστηρίων, είτε με τοποθετήσεις σε προϊόντα αντιστάθμισης κινδύνου, είτε με τα συσσωρευμένα κέρδη δύο δεκαετιών. Τα μονοπώλια και οι μεγάλες επιχειρήσεις μπορούν να μετακυλίουν τις αυξήσεις των πρώτων υλών στη τελική τιμή του προϊόντος, ξέροντας ότι δεν κινδυνεύουν τα μερίδια πωλήσεων τους, λόγω της ηγετικής θέσης τους στην αγορά. Οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις στην παραγωγή και τις υπηρεσίες, μόνο μερικώς μπορούν να μετακυλήσουν τα αυξημένα κόστη.
Αντίθετα με όλους τους παραπάνω οι εργαζόμενοι χάνουν σταθερά από τον πληθωρισμό. Κι έτσι η άνοδος των τιμών επιδεινώνει τη σχέση κεφαλαίου – εργασίας, όπως θα το έκανε η επιμήκυνση της εργάσιμης μέρας ή η εντατικοποίηση της εργασίας. Μέχρι τουλάχιστον οι εργαζόμενοι να εξασφαλίσουν αυξήσεις που αρχικά θα καλύπτουν τις αυξήσεις των τιμών, επαναφέροντας έτσι την αρχική ισορροπία, και στη συνέχεια περαιτέρω αυξήσεις που θα βελτιώνουν τη θέση τους έναντι του κεφαλαίου. Ήρθε ο καιρός επομένως για γενναίες αυξήσεις σε όλη την κλίμακα των μισθών και ημερομισθίων!
Πράσινη μετάβαση: Στροφή με γνώμονα το γενικό καλό ή εκπλήρωση των διακαών πόθων της ολιγαρχίας;
Η πράσινη μετάβαση είναι αναγκαία για να αποτραπεί η υπερθέρμανση του πλανήτη και να αντιστραφεί η κλιματική αλλαγή. Όπως όμως συμβαίνει σχεδόν πάντα με κάθε ευγενικό σκοπό, η προώθηση αυτού του στόχου έχει αποδειχθεί το πιο πρόσφορο μέσο για να υλοποιηθούν οι πιο άδικες και ταξικές πολιτικές, όπως είναι η ιδιωτικοποίηση του τομέα της ενέργειας. Η παράδοσή του μάλιστα στην αγορά πραγματοποιείται με «προίκα» τα δισεκατομμύρια των επιδοτήσεων που συνοδεύουν την εγκατάσταση των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας. Πρόκειται για μυθικά ποσά που είτε προέρχονται από το ειδικό τέλος που συμπεριλαμβάνεται στους λογαριασμούς μας, δηλαδή από τις τσέπες μας, ή από το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας έχουν μετατρέψει την πράσινη μετάβαση σε ένα χορό εκατομμυρίων για την κρατικοδίαιτη ελληνική ολιγαρχία. Ταυτόχρονα άλλες επιλογές όπως για παράδειγμα η εγκατάσταση φωτοβολταϊκών στις στέγες, που έχουν επιλεγεί μαζικά σε άλλες χώρες της ΕΕ, ούτε καν συζητιούνται γιατί η επιλογή είναι να ευνοηθούν λίγοι με πολλά κι όχι πολλοί με λίγα. Κι αντί για ενεργειακή δημοκρατία οι ΑΠΕ γίνονται όχημα για την εγκαθίδρυση μια ενεργειακής ολιγαρχίας.
Πολλοί συνδέουν την ενεργειακή κρίση με την απότομη μετάβαση στη νέα «πράσινη» εποχή (βλ. Ελλάδα), αλλά και τη γεωπολιτική διελκυστίνδα στην Ουκρανία. Αποκλείεται αφενός, οι ισχυροί του πλανήτη να διείδαν το μέγεθος της απειλής (Γλασκόβη)· αφετέρου, να είναι ένα πρώτο βήμα για τη σταδιακή απεξάρτηση της ηπείρου μας από το ρωσικό φυσικό αέριο;
Η μετάβαση στη νέα πράσινη εποχή συνδέεται με την ενεργειακή κρίση (χωρίς να είναι η αποκλειστική αιτία) για έναν πολύ απλό λόγο: Επειδή η εγκατάλειψη του άνθρακα ή του λιγνίτη γίνεται προς όφελος του εισαγόμενου φυσικού αερίου. Οι χώρες που βλέπουν τις τιμές χονδρικής στην ενέργεια να εκτοξεύονται είναι εκείνες που χρησιμοποιούν μεγάλη αναλογία φυσικού αερίου στο ενεργειακό μίγμα τους. Η Ελλάδα είναι από τις πιο χαρακτηριστικές περιπτώσεις. Όσο χρησιμοποιούσε τον λιγνίτη είχε μια από τις φθηνότερες κιλοβατώρες σε όλη την Ευρώπη. Όταν εισήγαγε το φυσικό αέριο, το 2020 για παράδειγμα είχε την δεύτερη ακριβότερη τιμή κιλοβατώρας σε όλη την Ευρώπη, μετά την Ιταλία.
Η ενεργειακή εξάρτηση της Ευρώπης, που επιχειρείται να ξεπεραστεί με την πριμοδότηση των ΑΠΕ, ποτέ δεν θα πάψει στο ορατό μέλλον επειδή κάθε μεταβλητή μονάδα ΑΠΕ χρειάζεται για υποστήριξη κι ένα αντίστοιχο φορτίο βάσης. Το μπρα ντε φερ πίσω από τον αγωγό NordStream 2 δεν αφορά μια υποτιθέμενη απεξάρτηση της Ευρώπης από το ρωσικό φυσικό αέριο, αλλά τη διαιώνιση της ενεργειακής εξάρτησης της Ευρώπης από πηγές οι οποίες ελέγχονται πλήρως από τους Αμερικανούς και δη από το δικό της LNG που είναι πιο ακριβό και λιγότερο αξιόπιστο. Η Ουάσιγκτον ξέροντας ότι με όρους αγοράς δεν μπορεί να ανταγωνιστεί το ρωσικό αέριο δημιουργεί ένα ψυχροπολεμικό κλίμα και οξύνει τις αντιθέσεις μεταξύ των λαών στην ήπειρό μας προκειμένου να εξυπηρετήσει τα συμφέροντα των πετρελαϊκών εταιρειών της. Και για να τα προωθήσει επικαλείται την ενεργειακή ανεξαρτησία της Ευρώπης.
Η Ελλάδα, συχνά κατέχει τα σκήπτρα της ακριβότερης αγοράς ενέργειας πανευρωπαϊκά. Πώς φτάσαμε σ’ αυτό το σημείο; Είναι αρκετά τα μέτρα στήριξης των νοικοκυριών, όπως ανακοίνωσε η κυβέρνηση;
Τα μέτρα στήριξης των νοικοκυριών είναι απαραίτητα, αλλά είναι πολύ λίγα. Αφορώντας κατανάλωση μέχρι 300 κιλοβατώρες, όταν το μέσο νοικοκυριό καταναλώνει γύρω στις 1.000, καταλαβαίνουμε ότι το μεγαλύτερο μέρος των ανατιμήσεων θα το επωμιστούν τελικά οι καταναλωτές. Το χειρότερο ωστόσο είναι ότι ακόμη κι αυτά τα ανεπαρκή μέτρα, πολύ σύντομα θα αποτελούν ανάμνηση. Ανακοινώνονται τώρα σαν ένα μεταβατικό στάδιο μέχρι να συνηθίσουμε να λαμβάνουμε λογαριασμούς 2 και 3 φορές ακριβότερους σε σχέση ακόμη και με τους λογαριασμούς του 2020. Απέναντι σε αυτή την ζοφερή πραγματικότητα υπάρχουν μέτρα τα οποία μπορούν να ληφθούν άμεσα ανακουφίζοντας τα νοικοκυριά και τον ιδιωτικό τομέα, όπως η επαναλειτουργία όλων των λιγνιτικών μονάδων που είναι σε θέση να ενταχθούν στο σύστημα, η έξοδος της Ελλάδας από το σύστημα εμπορίας ρύπων που έχει εξελιχθεί σε κερδοσκοπικό πάρτυ χωρίς τέλος, η μετάθεση της απολιγνιτοποίησης για μετά το 2035-2040, όπως έχει επιλέξει να κάνει η Γερμανία και πολλές χώρες της Ευρώπης ακόμη. Πρόκειται για μέτρα που είναι συμβατά με το στόχο της ανθρακικής ουδετερότητας μέχρι το 2050. Τέλος, η σπουδαιότερη μεταρρύθμιση σήμερα στον τομέα της ενέργειας θα ήταν η αναίρεση του κατακερματισμού που ξεκίνησε με την διάσπαση της ΔΕΗ σε ΔΕΔΔΗΕ και ΑΔΜΗΕ, η εθνικοποίηση των ιδιωτών παραγωγών (όπως έγινε το 1950 με τη ΔΕΗ) και η συγχώνευσή τους σε μία ενιαία μονάδα που θα εξασφάλιζε φθηνή και άφθονη ενέργεια για όλη την οικονομία και κυρίως ενεργειακή ασφάλεια.
Ποιο το οικονομικό αποτύπωμα της πανδημίας, από τη μια για το μεγάλο κεφάλαιο, από την άλλη για τη μικρομεσαία επιχειρηματικότητα και τα νοικοκυριά;
Βάσει δύο στοιχείων μπορούμε να συνάγουμε ότι η πανδημία λειτούργησε σαν επιταχυντής προγενέστερων τάσεων, κάνοντας τους πλούσιους πλουσιότερους και τους φτωχούς ξέρετε… Αυτό το συμπέρασμα πηγάζει αρχικά από τον δείκτη της ΕΛΣΤΑΤ, που αφορά την μεταβολή του εισοδήματος λόγω της πανδημίας. Παρατηρούμε λοιπόν ότι μεταβολή σημειώθηκε στο 15,9% των περιπτώσεων, εκ των οποίων μόνο το 2,9% είδε αύξηση και ένα πολύ μεγαλύτερο, πολλαπλάσιο ποσοστό της τάξης του 13%, είδε μείωση στο εισόδημά του, λόγω της πανδημίας. Αυτό το δεδομένο πρέπει να το συνδυάσουμε με την αύξηση των τραπεζικών καταθέσεων κατά 30 δισ. ευρώ(!) στη διάρκεια των 17 πρώτων μηνών της πανδημίας. Συνάγουμε έτσι ότι αυτή η ισχνή μειοψηφία που είδε τα εισοδήματα της να αυξάνονται, κατέγραψε μια θεαματική άνοδο, πολύ πάνω της συνηθισμένης των προηγούμενων χρόνων! Βελτίωσε θεαματικά την θέση της, αξιοποιώντας τη ρευστότητα που απελευθέρωσε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και περισσότερο η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.
Νιώθω ότι οι εξελίξεις τρέχουν με τέτοιους ρυθμούς που καθιστούν αδύνατη την οικοδόμηση οποιασδήποτε βεβαιότητας. Μέσα σε ένα τέτοιο περιβάλλον, ένα περιβάλλον διαρκούς ρευστότητας και ώσμωσης νεοφιλελευθερισμού και θανάσιμων απειλών, ποιο το πρόταγμα των σύγχρονων, ριζοσπαστικών, αντικαπιταλιστικών δυνάμεων;
Πράγματι. Η εναλλαγή από την κρίση των Μνημονίων στην αναιμική μεγέθυνση των ετών 2017-2019 και μετά ξανά στην κρίση, κι όλα αυτά εντός μιας δεκαετίας, δηλώνει ότι οι βεβαιότητες ανήκουν στο παρελθόν. Από την άλλη ζούμε και σε μια συναρπαστική εποχή: η υπό εξέλιξη τέταρτη βιομηχανική επανάσταση με την έκρηξη των μεγάλων δεδομένων, της δυνατότητας επικοινωνίας και ανταλλαγής πληροφοριών και τόσων άλλων δυνατοτήτων δημιουργεί έναν κόσμο που ούτε να τον φανταστεί δεν μπορούσε η προηγούμενη γενιά. Μεγαλώνει ωστόσο και η απόσταση ανάμεσα σε όσα έχουμε και σε όσα μας στερούν και δικαιούμαστε. Η δυνατότητα εξάλειψης της ανεργίας με την μείωση των ωρών εργασίας είναι το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα.
Η κινητικότητα των λίγων τελευταίων χρόνων στην επαναστατική κομμουνιστική Αριστερά δυναμώνει την ελπίδα και μπορεί να διευκολύνει την αντεπίθεση του κινήματος, την ανάπτυξη εργατικών αγώνων και την επανεξόρμηση των απελευθερωτικών κομμουνιστικών δυνάμεων, σηματοδοτώντας το τέλος της χρόνιας υποχώρησης. Ξεχωρίζω την δημιουργία της οργάνωσης Κομμουνιστικό Σχέδιο, την συγκρότηση του πολιτικού μετώπου Συντονισμού Δράσης και Διαλόγου Κομμουνιστικών Δυνάμεων και πιο πρόσφατα της Αριστερής Πρωτοβουλίας Διαλόγου και Δράσης που είναι ένα πλατύ εγχείρημα με σκοπό να αναπτύξει το διάλογο και τη δράση του κόσμου και των συλλογικοτήτων της Αριστεράς. Πρόκειται για εγχειρήματα που συγκεντρώνουν αγωνιστές και αγωνίστριες από διαφορετικές κομματικές και πολιτικές αφετηρίες και θα κριθούν από την συμβολή τους στην ιδεολογική αντιπαράθεση και τους καθημερινούς αγώνες για να ανατραπεί η σημερινή πολιτική και να ανοίξει ο δρόμος για μια κοινωνία χωρίς εκμετάλλευση και καταπίεση.