Η πρωτοφανής, για τον σύγχρονο κόσμο, διάρκεια και εξέλιξη της πανδημίας δεν έχει αφήσει ανεπηρέαστες ούτε τις νησιωτικές περιοχές. Δύο χρόνια μετά το ξέσπασμα της πανδημίας, οι τελευταίες εξακολουθούν να δοκιμάζονται τόσο λόγω της πανδημικής κρίσης όσο και λόγω των προκλήσεων που συνδέονται με την ίδια τη φύση τους αλλά και με την προσέγγιση που συνήθως τους επιφυλάσσεται. Στη συνέντευξη που παραχώρησε στο ΕΝΑ ο καθηγητής Κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο της Μάλτας Godfrey Baldacchino αναλύει τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που συνθέτουν την πολυδιάστατη έννοια της νησιωτικότητας και εξηγεί πώς και γιατί τα νησιά μπορούν να είναι κάτι περισσότερο από τουριστικοί προορισμοί: Αν η νησιωτικότητα είναι ένα «νόμισμα με δύο όψεις», τότε οι νησιωτικές περιοχές έχουν ανάγκη από τη χάραξη και υλοποίηση ολοκληρωμένων πολιτικών, που θα ανταποκρίνονται στις ιδιαίτερες απαιτήσεις της γεωγραφίας αλλά και της ιστορίας τους, με την ενεργό συμμετοχή των πολιτών που διαμένουν μόνιμα σε αυτές.
Για μια κατεξοχήν νησιωτική χώρα όπως η Ελλάδα, το 18,7% της συνολικής επιφάνειας και το 15% του συνολικού πληθυσμού της οποίας είναι νησιά και κάτοικοι νησιών, αντίστοιχα, και η οικονομία της οποίας εξαρτάται κατά κύριο λόγο από τον τουρισμό των νησιωτικών περιοχών, οι επισημάνσεις του Baldacchino αποδεικνύονται καίριες.
* Τη συνέντευξη πήρε η Αγγελική Μητροπούλου, Υποψήφια Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αιγαίου και Επιστημονική Συνεργάτιδα του Ινστιτούτου Εναλλακτικών Πολιτικών.
Στην ελληνική γλώσσα χρησιμοποιείται η λέξη «νησιωτικότητα» για την περιγραφή ενός συνόλου χαρακτηριστικών των νησιών. Στη διεθνή βιβλιογραφία, ωστόσο, η έννοια της νησιωτικότητας αποδίδεται πολλές φορές με δύο διακριτούς, αν και συχνά εναλλασσόμενους, όρους: «islandness» και «insularity». Πόσο επίκαιρη είναι σήμερα η συζήτηση για την εννοιολογική διάσταση ανάμεσα στους δύο αυτούς όρους;
Η απάντηση δεν είναι απλή. Γι’ αυτό και θα ξεκινήσω από την τρέχουσα συζήτηση στις νησιωτικές σπουδές. Φαίνεται ότι ο λόγος για τον οποίο τα νησιά αναδεικνύονται σήμερα εκ νέου σε ενδιαφέρον θέμα, στο επίπεδο του φαντασιακού, των ασκούμενων πολιτικών, αλλά και ευρύτερα στη θεματολογία που απασχολεί τόσο τους ίδιους τους νησιώτες όσο και τους κατοίκους των ηπειρωτικών περιοχών, είναι η συμβολή των νησιωτικών περιοχών στην αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής και την προώθηση της βιωσιμότητας: Σήμερα οι ίδιοι οι πολίτες λαμβάνουν πρωτοβουλίες για να μειώσουν το περιβαλλοντικό τους αποτύπωμα, προτείνοντας και εφαρμόζοντας στην πράξη οικοσυστήματα και οικονομικά συστήματα που βλάπτουν λιγότερο το περιβάλλον. Πολύ συχνά τα νησιά χρησιμοποιούνται ως παράδειγμα για να καταδειχθεί, ακριβώς, ότι αυτό είναι εφικτό.
Τα νησιά σήμερα αναπτύσσουν ένα ολοένα και περισσότερο επιχειρηματικό πνεύμα, αναπτύσσοντας όχι μόνο μηχανισμούς για την καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής και την επένδυση σε καθαρές μορφές ενέργειας ή στην «μπλε οικονομία» κ.λπ. αλλά και πρωτοβουλίες για την προσέλκυση τουριστών που δεν βλάπτουν τόσο πολύ το περιβάλλον. Οι τελευταίοι είναι συνήθως μορφωμένοι, μένουν για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα [στον προορισμό που θα επιλέξουν], ενώ τους αρέσει να γνωρίζουν καινούριους ανθρώπους και να επισκέπτονται σημεία ενδιαφέροντος και όχι απαραίτητα να περνούν όλη τους τη μέρα στην παραλία.
Όλα αυτά αποτελούν καλά νέα για τα νησιά, φέρνοντάς τα και πάλι στο προσκήνιο μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου. Μετά την πτώση του Τείχους του Βερολίνου, τα νησιά βρίσκονταν στο επίκεντρο για γεωπολιτικούς κυρίως λόγους. Τώρα η εστίαση έχει μετατοπιστεί σε γεωοικονομικά θέματα. Κάπως έτσι μπορούμε εν συντομία να περιγράψουμε τη μεταβολή που έχει συντελεστεί.
Μέσα σε όλα αυτά, η σημειολογική συζήτηση νομίζω ότι συνεχίζεται διότι οι νησιώτες παλεύουν διαρκώς ενάντια σε μια απλουστευτική θεώρηση των νησιών: Επειδή είναι νησιά, όχι επειδή κάνουν ή δεν κάνουν κάτι, αλλά μόνο και μόνο επειδή είναι νησιά, ξεκινούν με αρνητικό φορτίο. Και αυτό στην αγγλική, αλλά και σε αρκετές άλλες γλώσσες, αποδίδεται με τη χρήση της λέξης «insularity»: Ο Αμερικανός οικονομολόγος Michael Porter στο βιβλίο του The Competitive Advantage of Nations αναφέρεται μία μόνο φορά στα νησιά, για να περιγράψει συγκεκριμένες πρακτικές οι οποίες είναι στενόμυαλες, ανθρώπους συντηρητικούς, που δεν ενδιαφέρονται για καινούριες ιδέες. Όλη αυτή τη συνθήκη την περιγράφει ως «insular». Εμείς οι νησιώτες και οι θεωρητικοί των νησιωτικών σπουδών έχουμε να αναμετρηθούμε με ένα βουνό προκαταλήψεων και άγνοιας.
Η συζήτηση φυσικά δεν περιορίζεται μόνο στη σημειολογία. Πιστεύω ακράδαντα ότι τα νησιά πρέπει να ξεκινούν από ουδέτερη αφετηρία. Ο όρος «islandness», που προτείνεται ως εναλλακτικός, σε αντίθεση με τον όρο «insularity», είναι ουδέτερος. Η λέξη «islandness» αναφέρεται στη συνθήκη του να είναι μια περιοχή νησιωτική. Αυτό είναι όλο. Τελεία.
Τώρα φυσικά μπορούμε να συνεχίσουμε τη συζήτηση, αν αναρωτηθούμε ποια είναι αυτή η συνθήκη; Υπάρχουν διάφορες μεταβλητές – θα αναφερθώ στη συνέχεια στις βασικότερες από αυτές. Η απάντησή μου φυσικά εξαρτάται από το επιστημονικό μου υπόβαθρο. Είμαι κοινωνικός επιστήμονας, οπότε έχω διαφορετική οπτική από κάποιον που ασχολείται με το θέμα από τη σκοπιά της λογοτεχνίας ή της βιολογίας. Ωστόσο, εκτιμώ ότι μπορούμε να συμφωνήσουμε ότι τα βασικά χαρακτηριστικά της νησιωτικότητας είναι τα εξής: αρχικά, αναφερόμαστε στη γεωγραφία ενός νησιού. Μιλάμε για ένα κομμάτι γης που περικλείεται από νερό. Πρέπει να υπάρχει το στοιχείο του νερού. Οπότε, ας μη μας απασχολήσουν έννοιες όπως «νησιά στην πόλη», «νησιά στην έρημο» ή «νησιά στην κορυφή ενός βουνού». Πρέπει να το ξεκαθαρίσω αυτό, γιατί οι βιολόγοι αναφέρονται σε αυτά τα περιβάλλοντα επίσης ως «νησιά» και στους κατοίκους τους ως «απομονωμένους», με τα δικά τους εξελικτικά μοτίβα, είδη, και πάει λέγοντας. Αλλά αυτό ισχύει στη βιολογία.
Νομίζω ότι είναι σημαντικό να θυμίζουμε στους εαυτούς μας ότι το νερό είναι κρίσιμη παράμετρος για να κατανοήσει κανείς τη ζωή στο νησί. Είναι αδύνατον να καταλάβει κανείς τι συμβαίνει σε ένα νησί χωρίς το υδάτινο στοιχείο που το περικλείει. Αυτό είναι εξαιρετικά σημαντικό για τις νησιωτικές σπουδές. Είμαστε ακόμα προκατειλημμένοι, γιατί εξετάζουμε τα νησιά από την οπτική γωνία της στεριάς, ενώ θα έπρεπε να τα εξετάζουμε υπό το πρίσμα του συνεχούς ξηράς – θάλασσας. Ένας Γάλλος κοινωνιολόγος χρησιμοποιεί την έννοια «meritoire», από το συνδυασμό των λέξεων «mer» και «territoire»· και η Αμερικανίδα θεωρητικός Elizabeth De Loughrey αναφέρεται στη συνθήκη αυτή ως «terraqueousness». Ας προσπαθήσουμε να θυμόμαστε ότι πρόκειται για τη στεριά και τη θάλασσα μαζί, για ένα συνεχές στεριάς – θάλασσας, μία έννοια, αν γίνομαι κατανοητός.
Ο Γάλλος ανθρωπολόγος Joël Bonnemaison, όταν πραγματοποιούσε έρευνα στον Βόρειο Ειρηνικό, έγραψε ένα βιβλίο που λεγόταν Η πιρόγα και το δέντρο. Το δέντρο συμβολίζει το «ρίζωμα», δεν μετακινείται· αντίθετα, η πιρόγα είναι ένα κινητό μεταφορικό μέσο, φτιαγμένο όμως από το φλοιό του δέντρου. Η αλληγορία αυτή βοηθάει να δει κανείς το συνδυασμό στεριάς – θάλασσας μέσα από ένα πολύ ενδιαφέρον πρίσμα. Αυτό συνιστά και την «καρδιά» της νησιωτικότητας. Δεν πιστεύω να έχει κανείς αντίρρηση σε αυτό, ανεξάρτητα από το επιστημονικό του υπόβαθρο. Από εκεί και μετά μπορούμε να αρχίσουμε να προσθέτουμε χαρακτηριστικά.
Έτσι, αν αυτό, δηλαδή ο συνδυασμός στεριάς – θάλασσας, είναι η γεωγραφία ενός νησιού, η ιστορία του νησιού έχει να κάνει με τη σύνδεση. Ενώ η γεωγραφία αναφέρεται στην απομονωμένη επικράτεια που περικλείεται από νερό και στα είδη που διαβιούν σε αυτή, αν αυτό το μέρος είχε κάποτε κατοικηθεί ή κατοικείται ακόμα, θα έχει ιστορία· διότι η ιστορία σχετίζεται με τους ανθρώπους. Και, κατά κανόνα, αυτή η ιστορία θα αφορά την κινητικότητα από και προς το νησί, είτε πρόκειται για ανθρώπους που φεύγουν, μεταναστεύουν, πηγαίνουν για τα καλά κάπου αλλού ή επιστρέφουν, είτε για το εμπόριο, τις εξαγωγές ή την εισαγωγή νέων προϊόντων αλλά και ιδεών – τα περισσότερα νησιά είναι μάλλον κοσμοπολίτικα. Η ιστορία έχει να κάνει με την επαφή, και αυτό θα μπορούσε να είναι η άλλη πλευρά του νομίσματος.
Η γεωγραφία υποδηλώνει τι είναι ένα νησί: ένα κομμάτι γης που περικλείεται από νερό. Ενώ η ιστορία έχει να κάνει με την επαφή. Αν τώρα πρόκειται για την επαφή με άλλα μέρη, τότε εισέρχεται στη συζήτηση και η ηπειρωτική χώρα. Έτσι, η νησιωτικότητα έχει να κάνει και με τη σχέση του νησιού με την ηπειρωτική χώρα, συνήθως με το πιο κοντινό σημείο αυτής, αν και όχι απαραίτητα. Η Γαλλική Πολυνησία, για παράδειγμα, στον Ειρηνικό, έχει ως σημείο αναφοράς στην ηπειρωτική χώρα το Παρίσι. Για αποικιοκρατικούς, εμπορικούς, νομισματικούς λόγους, η μητρόπολη-σημείο αναφοράς της είναι το Παρίσι.
Έχουμε λοιπόν τη γεωγραφία ( = απομόνωση), έχουμε την ιστορία ( = επαφή), έχουμε και τη σχέση μεταξύ νησιών και ηπειρωτικής χώρας. Και εκεί είναι που μπαίνει η έννοια του «απομακρυσμένου». Το μέγεθος της απομόνωσης, ο βαθμός στον οποίο ένα νησί είναι αποκομμένο από την ηπειρωτική χώρα και η φύση της ιστορίας του θα καθορίσουν το πόσο απομακρυσμένο είναι. Αν είναι πολύ κοντά στην ηπειρωτική χώρα, πολύ συχνά δεν μπορεί παρά να «καπελωθεί», να «κυριευθεί» από όσα συμβαίνουν σε αυτή. Και μάλιστα σε τέτοιο βαθμό, που το νησί συνδέεται με την ηπειρωτική χώρα. Σε κάποιες περιπτώσεις ακόμα και με φυσικό τρόπο. Έτσι, αν έχεις ένα νησί που είναι πολύ κοντά στην ηπειρωτική χώρα, την Εύβοια, για παράδειγμα, δεν μπορείς παρά να το προσεγγίζεις ως προέκταση της ηπειρωτικής χώρας, γιατί δεν υπάρχει άλλη επιλογή. Αυτή είναι η μοίρα μιας τέτοιας περιοχής.
Έπειτα έχουμε την κλίμακα, ως συνάρτηση του μεγέθους: Δεν θυμίζουν όλα τα νησιά νησί. Αν είσαι στο κέντρο της Βρετανίας, όπως τότε που έκανα τη διδακτορική μου διατριβή στο Warwick και πέρασα έναν ολόκληρο χρόνο στο Coventry, σας διαβεβαιώ πως σε καμία περίπτωση δεν νιώθεις ότι βρίσκεσαι σε νησί. Η αίσθηση νησιωτικότητας είναι εξαιρετικά αμυδρή. Η νησιωτικότητα της Βρετανίας αναδείχθηκε πρόσφατα με αφορμή το Brexit και τα προβλήματα που έχουν ανακύψει ακριβώς επειδή το Ηνωμένο Βασίλειο δεν είναι νησί. Διότι, αν ήταν νησί, θα ήταν πολύ πιο εύκολο να οριστεί ένα σύνορο με την Ευρωπαϊκή Ένωση. Δυστυχώς, το Ηνωμένο Βασίλειο είναι «ένα νησί και κάτι». Και το «σκληρό σύνορο» μεταξύ της Βόρειας Ιρλανδίας και της Δημοκρατίας της Ιρλανδίας είναι, όπως θα γνωρίζετε, αυτό που δημιουργεί όλα τα προβλήματα. Μια «νησιωτική» λύση θα ήταν μια ωραία λύση, αλλά δεν είναι εφικτή.
Το τελευταίο κριτήριο [της νησιωτικότητας] είναι ο κατακερματισμός. Οφείλουμε να θυμόμαστε ότι τα νησιά είναι κερματισμένα. Όταν αναφερόμαστε σε αυτά, συνήθως δεν εννοούμε ένα μεμονωμένο νησί· εννοούμε πολλά μαζί, γιατί κάθε νησί τείνει να έχει τα δικά του νησιά. Και σε κάποιες περιπτώσεις ένα (μεγαλύτερο) νησί αποτελεί την «ηπειρωτική χώρα»-σημείο αναφοράς ενός μικρότερου νησιού. Αυτό συμβαίνει και στην περίπτωση του Αιγαίου. Αν ρίξουμε, για παράδειγμα, μια ματιά στις ακτοπλοϊκές συνδέσεις, θα διαπιστώσουμε ότι, για να φτάσουμε σε ένα μικρό [αιγαιοπελαγίτικο] νησί, χρειάζεται να πάμε πρώτα σε ένα άλλο (μεγαλύτερο) νησί. Έτσι, από την πλευρά του μικρότερου νησιού, το μεγάλο νησί μετατρέπεται στην κοντινότερη «ηπειρωτική περιοχή». Νομίζω ότι αυτό συνοψίζει τι είναι η νησιωτικότητα.
Όλα αυτά είναι απολύτως αντικειμενικά, μετρήσιμα κριτήρια. Το μόνο διαφιλονικούμενο ζήτημα είναι το αν κανείς συμφωνεί ότι είναι κρίσιμα και ενδημικά για την κατάσταση των νησιών ή όχι. Κατά τη γνώμη μου, είναι. Είναι αδύνατον να συζητήσεις για τα νησιά χωρίς να συζητήσεις για όλα αυτά. Είναι χρήσιμο να τα επιμερίζει κανείς με τέτοιον τρόπο ώστε να γίνονται κατανοητά, όταν προσπαθείς να τα εξηγήσεις σε κάποιον, όπως κάνω εγώ τώρα. Ωστόσο, πρέπει να έχουμε κατά νου ότι με τον τρόπο αυτό υποβαθμίζουμε την εσωτερική σχέση μεταξύ των κατηγοριών.
Η κλιματική αλλαγή είναι σήμερα κάτι περισσότερο από μια έννοια «της μόδας». Πόσο εκτιμάτε ότι κινδυνεύουν οι νησιωτικές περιοχές και κατά πόσον οι κυβερνήσεις παίρνουν μέτρα για την προστασία τους; Υπάρχουν κάποιες ενδεικτικές καλές πρακτικές στο πεδίο;
Άλλη μία πολύ περίπλοκη ερώτηση. Και οι απαντήσεις που υπονοούνται στις πολλαπλές ερωτήσεις που κρύβονται στην ερώτηση αυτή είναι σχεδόν πάντα «όχι». Οι άνθρωποι ολοένα και περισσότεροι αντιλαμβάνονται ότι η κλιματική αλλαγή είναι ένα υπαρκτό πρόβλημα. Ωστόσο, μεγάλο μέρος των πόρων που διατίθενται για τα νησιά προορίζεται για την αντιμετώπιση ή την προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή. Αλλά σε πολλές άλλες περιπτώσεις η απειλή δεν είναι τόσο άμεση. Συνεπώς, ενώ η απειλή είναι παρούσα, κατά πάσα πιθανότητα αφορά το μέλλον, και μάλιστα όχι το ορατό μέλλον. Είναι ένα πρόβλημα, αλλά για πολλές νησιωτικές οντότητες είναι ένα πρόβλημα του μέλλοντος. Και τα πιεστικά προβλήματα του παρόντος θεωρώ ότι αξίζουν μεγαλύτερη προσοχή από τα προβλήματα του μέλλοντος. Δεν λέω ότι θα έπρεπε να επιλέξουμε το ένα είτε το άλλο, αλλά, με όρους προτεραιοποίησης, θεωρώ ότι το άμεσο είναι πιο σημαντικό από αυτό που μας επιφυλάσσει το μέλλον.
Ποια διδάγματα έχετε αντλήσει από τα δύο αυτά χρόνια της πανδημικής κρίσης για την ανάπτυξη των μικρών νησιών;
Υπάρχει μια διαρκώς αναπτυσσόμενη βιβλιογραφία στο πεδίο. Υπάρχουν δημοσιεύσεις που αφορούν συγκεκριμένες περιπτώσεις νησιών και νησιωτικών κρατών, καθώς και ειδικές βάσεις δεδομένων. Πρώτον, γνωρίζουμε με βεβαιότητα ότι υπάρχουν κάποια νησιά που παραμένουν «Covid-free», καθώς έκλεισαν πολύ γρήγορα τα σύνορά τους στους επισκέπτες τον Φεβρουάριο του 2020 και αποφάσισαν να τα κρατήσουν κλειστά. Παρ’ όλα αυτά, είναι η εξαίρεση, όχι ο κανόνας. Υπάρχουν, ακόμα, ορισμένα νησιωτικά κράτη στον Ειρηνικό Ωκεανό, κάποιες νησιωτικές περιοχές, όπως η νήσος Αγία Ελένη στον Ατλαντικό Ωκεανό, και λίγα πολύ μικρά μέρη ακόμα, που είχαν το οικονομικό περιθώριο να κλείσουν τα σύνορά τους και να δουν πώς θα εξελιχθούν τα πράγματα. Αυτό όμως σημαίνει ότι δεν έχουν αποκτήσει φυσική ανοσία στον ιό. Δεν είχαν κανένα κρούσμα και φυσικά είχαν μηδενικούς θανάτους, πράγμα που μπορεί να ακούγεται καλό, σχεδόν παραδεισένιο, ωστόσο εκτιμώ ότι είναι ένας παράδεισος υπό αμφισβήτηση, γιατί αυτό μπορεί τελικά μακροπρόθεσμα να μη λειτουργήσει. Κάποια στιγμή τα νησιά αυτά θα χρειαστεί να ξανανοίξουν τα σύνορά τους. Και θα πρέπει να περιμένουμε για να δούμε τι θα συμβεί.
Δεύτερον (και αυτό είναι που σας έλεγα για τη Μάλτα, την Ισλανδία και ορισμένα ακόμα μέρη), τα νησιά μετέτρεψαν την απομόνωσή τους σε πλεονέκτημα, καθώς έχουν καταφέρει να ελέγξουν στην κυριολεξία ποιος μπαίνει και ποιος βγαίνει από το έδαφός τους. Εάν έχεις πολύ λίγα σημεία εισόδου, μπορείς να τα ελέγξεις με μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα. Ας πάρουμε για παράδειγμα τη Μάλτα, ένα από τα νησιά που γνωρίζω καλύτερα: Η κοντινότερη στεριά είναι η Σικελία, που βρίσκεται 70 μίλια μακριά. Αν λοιπόν θελήσει κάποιος να εισέλθει στη χώρα, είναι αδύνατο να διασχίσει αυτή την απόσταση κολυμπώντας. Αν προσπαθήσει να την προσεγγίσει με μικρό σκάφος, εκτιμώ ότι κινδυνεύει να πνιγεί, οπότε απαιτείται σκάφος συγκεκριμένου μεγέθους, το λιγότερο. Και αν συντρέχει αυτή η προϋπόθεση, τότε θα πρέπει να γίνει και η απαιτούμενη δήλωση στη λιμενική αρχή. Η λιμενική υπηρεσία είναι επομένως το ένα σημείο εισόδου. Έπειτα, υπάρχει το Μεγάλο Λιμάνι, από όπου γίνεται η ακτοπλοϊκή σύνδεση με τη Σικελία μέσω φεριμπότ και όπου δένουν τα κρουαζιερόπλοια και τα πλοία που μεταφέρουν σιτηρά, καύσιμα κ.λπ. Αυτό είναι το δεύτερο σημείο εισόδου. Υπάρχει, επίσης, ο τερματικός σταθμός εμπορευματοκιβωτίων στην Kalafrana, κυρίως για τη μεταφόρτωση εμπορευμάτων, καθώς και ένα και μοναδικό διεθνές αεροδρόμιο. Αυτό είναι όλο. Δεν υπάρχουν άλλα σημεία εισόδου στη χώρα. Ως εκ τούτου, είναι πολύ εύκολο να διασφαλιστεί ότι δεν υπάρχουν «διαρροές στο σύστημα». Έτσι, κάθε φορά που υπάρχει κάποιο κρούσμα, είναι πολύ εύκολη η ιχνηλάτηση, ο εντοπισμός και άλλων ατόμων που είναι πιθανό να έχουν εκτεθεί ή προσβληθεί από τον ιό, με αποτέλεσμα αυτό που περιέγραψα νωρίτερα: μια μάλλον σταθερή κατάσταση, η οποία έχει οριοθετηθεί με επιστημονικό σχεδόν τρόπο.
Παρεμπιπτόντως, η Μάλτα και άλλα μικρά νησιωτικά κράτη, όπως οι Σεϋχέλλες και η Ισλανδία, είναι μεταξύ των χωρών με τα υψηλότερα ποσοστά εμβολιασμού στον κόσμο. Σύμφωνα με το περιοδικό Economist (βλ. το τεύχος της 11ης Σεπτεμβρίου 2021), η Μάλτα έρχεται πρώτη, με 99% εμβολιαστική κάλυψη τόσο για την πρώτη όσο και για τη δεύτερη δόση. Ακολουθούν τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, που είναι άλλη μια μικρή χώρα. Συνεπώς, οι περισσότερες σχετικά μικρές χώρες, μερικές εκ των οποίων είναι νησιά, έχουν υψηλά ποσοστά εμβολιαστικής κάλυψης. Και αυτό, πάλι, έχει πιθανότατα να κάνει με το γεγονός ότι [στις χώρες αυτές] το πολιτικό σύστημα, το κράτος, είναι «πανταχού παρόν». Έτσι, αν το κράτος αποφασίσει ότι αυτή είναι η [ορθή] πολιτική, έχει τον τρόπο να το μάθουν στην κυριολεξία οι πάντες. Είτε από στόμα σε στόμα, είτε μέσω των εκπροσώπων του, του ραδιοφώνου, της τηλεόρασης, των εφημερίδων ή των μέσων κοινωνικής δικτύωσης. Είναι αδύνατον να μείνει κανείς απ’ έξω, να μην ξέρει τι γίνεται. Βοηθάει, επίσης, το ότι τα κυρίαρχα πολιτικά κόμματα συμφωνούν στην ακολουθητέα πολιτική. Δεν υπάρχουν διαφωνίες ως προς την ασκούμενη πολιτική ή τις λεπτομέρειές της. Για να το πούμε αλλιώς, έχει διαμορφωθεί ένα είδος συναινετικής πολιτικής. Αυτό εκτιμώ ότι απαντάει σε αυτή την πολύ σύνθετη ερώτηση.
Αν μου επιτρέπετε, θα ήθελα να προσθέσω ένα ακόμη σημείο, καθώς τα νησιά επανακάμπτουν ως μέρη τα οποία πολλοί άνθρωποι θα επέλεγαν για να ζήσουν. Και σε αυτή την περίπτωση η επίδραση της πανδημίας αποδεικνύεται καταλυτική: έκανε κάποιους να συνειδητοποιήσουν ότι μπορούν να δουλεύουν από το σπίτι – πολλοί από εμάς, άλλωστε, βρεθήκαμε σε αυτή τη συνθήκη. Και αν έχει κανείς καλή σύνδεση στο διαδίκτυο, πιθανόν να μπορεί να δουλέψει από οπουδήποτε. Υπάρχουν λοιπόν άνθρωποι που δούλευαν στη Νέα Υόρκη και τώρα δουλεύουν από τα νησιά Μπαρμπέιντος. Γιατί τα Μπαρμπέιντος εισήγαγαν μια βίζα ειδικά για Αμερικανούς πολίτες που θα εισέρχονται στη χώρα, θα ζουν στα Μπαρμπέιντος, αλλά δεν θα δουλεύουν για τα Μπαρμπέιντος. Δεν χρειάζονται βίζα εργασίας, αλλά βίζα κατοικίας.
Ακόμα και πριν από την πανδημία, κάτοικοι των αστικών κέντρων που είχαν υποστεί αρκετή εγκληματικότητα και ανησυχούσαν μήπως τα παιδιά τους δεχθούν επίθεση στο δρόμο συνειδητοποίησαν ότι πολλά νησιά είναι πολύ ασφαλείς κοινότητες όπου οι άνθρωποι προσέχουν ο ένας τον άλλο. Είναι πολύ δύσκολο να συμβεί ένα ανεξιχνίαστο έγκλημα σε ένα μικρό νησί. Είναι πολύ σπάνιο. Οπότε, ο πληθυσμός των νησιών, που παρουσίαζε πτωτική τάση σε πολλά μέρη του κόσμου, ξαφνικά, τα τελευταία 10-15 χρόνια, φαίνεται να αποκτά ξανά ανοδική πορεία.
Ορισμένες φορές δεν χρειάζεται καν να σχεδιάσεις κάποια πολιτική: Κάποιοι άνθρωποι μπορεί να εντοπίσουν ένα μέρος όπου τα χρήματά τους επαρκούν και όπου δεν χρειάζεται να ανησυχούν για το πού είναι το παιδί τους, γιατί το βλέπουν από το παράθυρο του σπιτιού τους να παίζει έξω. Δεν χρειάζεσαι καμιά κυβερνητική πολιτική για αυτό. Απλώς συμβαίνει. Η πολιτική θα ακολουθήσει, γιατί η κυβέρνηση θα δει τι συμβαίνει και θα πει: «Αυτό είναι κάτι στο οποίο μπορούμε ίσως να επενδύσουμε ή να το ενισχύσουμε με την πολιτική μας».
Είναι εφικτό να επιτευχθούν υψηλά επίπεδα ελκυστικότητας και ανταγωνιστικότητας των μικρών νησιών σήμερα;
Εκτιμώ ότι μια από τις άμεσες επιπτώσεις της πανδημίας οπωσδήποτε είναι το γεγονός ότι πολύς κόσμος φοβάται ακόμα να ταξιδέψει και, αν πρόκειται να το κάνουν, δεν θα θέλουν να είναι πατείς-με-πατώ-σε με ανθρώπους που δεν ξέρουν. Θα προσπαθήσουν λοιπόν να αποφύγουν μέρη που έχουν τη φήμη του μαζικού προορισμού. Η Μύκονος και η Σαντορίνη, για παράδειγμα, αντιμετωπίζουν ήδη εμφανώς πολύ σοβαρό πρόβλημα – έξι κρουαζιερόπλοια τη μέρα στη Σαντορίνη είναι μια τρέλα για το μέγεθος του νησιού.
Καταρχήν, φαίνεται να κυριαρχεί μια λανθάνουσα αντίληψη σύμφωνα με την οποία τα νησιά θεωρείται ότι είναι τουριστικοί προορισμοί. Αυτό είναι λάθος. Υπάρχουν πολλά νησιά στον κόσμο που δεν βρίσκονται σε τουριστικές ζώνες – η Ισλανδία, για παράδειγμα: Δεν πας στην Ισλανδία για να κολυμπήσεις, γιατί είναι μια «cold water» νησιωτική τοποθεσία. [Οι περιοχές αυτές], ωστόσο, τα έχουν καταφέρει πολύ καλά. Όχι χάρη στις παραλίες και τη θάλασσα, αλλά για άλλους λόγους, όπως η [άγρια] φύση. Συνεπώς, πρέπει καταρχήν να διευρύνουμε τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε την έννοια του νησιωτικού τουρισμού. Το 2006 είχα γράψει ένα βιβλίο για τον extreme νησιωτικό τουρισμό, όπου μιλούσα για το πώς αυτές οι «cold water» νησιωτικές τοποθεσίες μετατράπηκαν σε τουριστικούς προορισμούς βασισμένες όχι στα συνήθη 3 “s” (sun, sea και sand – ήλιος, θάλασσα και άμμος) αλλά στα 3 “i” (isolation, ice and indigeneity – απομόνωση, πάγος και αυθεντικότητα). Πρόκειται για μια εντελώς διαφορετική λογική για την προσέλκυση επισκεπτών, πάντα μακριά από το μοντέλο του μαζικού τουρισμού, με στόχευση στον εξειδικευμένο τουρισμό.
Τα νησιά δεν είναι απαραίτητο να γίνουν μοιραία τουριστικοί προορισμοί, παρότι έτσι γίνεται συνήθως, καθώς υπάρχει το στοιχείο του τουρισμού στην οικονομία τους. Ωστόσο, δεν χρειάζεται αυτός να είναι ο κυρίαρχος τομέας. Γιατί, όταν συμβαίνει αυτό, όταν [η τουριστική οικονομία] καταλαμβάνει περισσότερο από το 20% του ΑΕΠ, τότε δημιουργούνται και πολιτικά προβλήματα. Διότι τα νησιά είναι αυτό που είναι, μια πολύ μικρή οικονομικοπολιτική ελίτ που βασίζεται σε επενδύσεις στον τουρισμό. Αυτές οι ελίτ κινούν όλα τα νήματα που μπορείς να φανταστείς –ακόμα και κάποια που δεν μπορείς–, πείθοντας το πολιτικό σύστημα να τις βοηθήσει, να τους δώσει επιδοτήσεις, δάνεια και αυξήσεις στον επιτρεπόμενο αριθμό κλινών και τραπεζοκαθισμάτων, να χτίσει μαρίνες για σκάφη κ.ο.κ. Η πίεση λαμβάνει μεγάλες διαστάσεις. Και είναι πολύ εύκολο για μια κυβέρνηση που εξαρτάται από τις ψήφους λίγων νησιωτών να υποκύψει σε αυτές τις πιέσεις.
Συνεπώς, είναι πάντα προτιμότερο, όχι μόνο από οικονομική πλευρά ή από την οπτική της βιωσιμότητας αλλά και από πολιτική σκοπιά, τα νησιά να διαφοροποιούν την οικονομία τους. Και μπορούν να το κάνουν. Ας πάρουμε πάλι για παράδειγμα τη Μάλτα: Ο τουρισμός στη Μάλτα αποτελεί μόλις το 18%-20% του ΑΕΠ (πριν από την πανδημία – τώρα είναι λιγότερο). Άλλα πεδία της οικονομίας τα πάνε εξίσου καλά, συμπεριλαμβανομένων των κατασκευών, του χρηματοοικονομικού κλάδου αλλά και του gaming (12.000 άτομα δουλεύουν σε πλατφόρμες gaming). Υπάρχει, επίσης, ο τομέας της μεταφόρτωσης (η Μάλτα διαθέτει έναν από τους μεγαλύτερους σταθμούς μεταφόρτωσης στη Μεσόγειο). Υπάρχουν λοιπόν άλλα μέσα που μπορούν τα νησιά να εκμεταλλευτούν –όπως είναι η τοποθεσία τους ή το γεγονός ότι συνήθως υπάρχει μια σταθερή κυβέρνηση, πράγμα πολύ ελκυστικό για τους επενδυτές, προκειμένου να προσφέρουν υπηρεσίες και προϊόντα που δεν περιορίζονται στον τουρισμό.
Ποιες είναι οι μεγαλύτερες προκλήσεις που αντιμετωπίζουν τα μικρά νησιά και οι κάτοικοί τους σήμερα;
Το να πεισθούν οι πολιτικοί (που έχουν τη ματιά) της ηπειρωτικής χώρας ότι τα νησιά αξίζουν μια αυτόνομη αναπτυξιακή στρατηγική είναι η κυρίαρχη πρόκληση. Τα νησιά πολλές φορές αντιμετωπίζονται ως προέκταση, ως ένα ακόμη κομμάτι της στεριάς. Έτσι, αν έχεις ένα μοντέλο, ένα σχέδιο που λειτούργησε εδώ, νομίζεις ότι, αν απλά το μεταφέρεις από το Α στο Β, θα δουλέψει εξίσου καλά και εκεί. Πρέπει να επικρατήσει περισσότερη λογική. Ας αφουγκραστούμε τι έχουν να πουν οι νησιώτες και ας εξετάσουμε τις ειδικές συνθήκες στις οποίες ζουν, διότι αξίζουν σεβασμό, απαιτούν αναγνώριση. Μια από αυτές είναι οι μετακινήσεις. Πρέπει πάντα να έχουμε κατά νου ότι η «σανίδα σωτηρίας» ενός νησιού είναι η σύνδεση (όπως αναφέρθηκε νωρίτερα, η ιστορία των νησιών έχει να κάνει με τη σύνδεση), η οποία σήμερα εξαρτάται από τις ακτοπλοϊκές υπηρεσίες, τις αεροπορικές συνδέσεις, την ευρυζωνικότητα. Όλα αυτά δυστυχώς κοστίζουν, γι’ αυτό και χρειάζεται είτε η κυβέρνηση είτε κάποιοι με γερό κομπόδεμα «να βάλουν πλάτη». Και αυτοί είναι που θα αποφασίσουν για το ποιες θα είναι εντέλει οι συνθήκες ζωής των νησιωτών.
Υπάρχουν κάποιες καταληκτικές επισημάνσεις που θα θέλατε να κάνετε σχετικά με τα ελληνικά νησιά και το ελληνικό αρχιπέλαγος;
Όταν άκουσα για τις φωτιές του περασμένου καλοκαιριού στην Ελλάδα, βρισκόμουν στον Καναδά. Δεν είναι σύνηθες τα καναδέζικα Μέσα να φιλοξενούν νέα για την Ελλάδα. Ωστόσο, οι φωτιές ήταν γεγονός, βλέπαμε τι συνέβαινε, άνθρωποι πέθαιναν ή είχαν χάσει τα σπίτια τους και φοβόντουσαν να επιστρέψουν, και πάει λέγοντας. Όλο αυτό όμως κράτησε 2-3 μέρες μόνο. Αυτό ήταν όλο. Έπειτα η Ελλάδα εξαφανίστηκε από το ραντάρ των καναδέζικων Μέσων. Ενάντια σε αυτό πρέπει να παλέψουμε. Κι αυτό δεν πρόκειται να αλλάξει. Το ενδιαφέρον των ανθρώπων για τα μικρά νησιά –και κατά συνέπεια για τις μικρές χώρες– θα εξακολουθήσει δυστυχώς να κεντρίζεται από παροδικά, περιστασιακά, άσχημα νέα.
Θυμίζω το ναυάγιο του Costa Concordia το βράδυ της 13ης Ιανουαρίου του 2010 στο μικρό νησάκι Giglio της Ιταλίας με πληθυσμό 1.600 ατόμων. Οι κάτοικοι του νησιού έγιναν ήρωες για μία νύχτα, και αυτό ήταν όλο. Ο καπετάνιος του πλοίου ήταν από τους πρώτους που το εγκατέλειψαν. Την ώρα που εκείνος προσπαθούσε να φτάσει στο νησί, ο δήμαρχος του νησιού κατευθυνόταν προς το πλοίο για να βοηθήσει στην ασφαλή απομάκρυνση των επιβατών και του πληρώματος.
Είναι τρελό, αλλά αυτή είναι η φύση των μικρών νησιών: γίνονται δυστυχώς είδηση για τους λάθος λόγους. Ενώ, ακόμα και όταν ο κόσμος δείχνει ενδιαφέρον για αυτά, συνήθως η ατζέντα είναι προκαθορισμένη: Ξέρουν τι θέλουν να πουν ή να κάνουν για εμάς (τους νησιώτες), αλλά χωρίς εμάς. Θέλουν να μας δώσουν λεφτά για την κλιματική αλλαγή, επειδή πιστεύουν ότι αυτό θα έπρεπε να κάνουμε. Αλλά αν εμείς θέλουμε να χτιστεί ένα νοσοκομείο, τότε η πιθανότερη απάντηση θα είναι «συγγνώμη, δεν ενδιαφερόμαστε».
**Ο Godfrey Baldacchino είναι Καθηγητής Κοινωνιολογίας στο τμήμα Κοινωνιολογίας του Πανεπιστημίου της Μάλτας. Έχει χρηματίσει συμπρόεδρος της UNESCO και πρόεδρος της Ερευνητικής Έδρας για τις Νησιωτικές Σπουδές στο Πανεπιστήμιο Prince Edward Island (UPEI) του Καναδά, ενώ έχει συμμετάσχει ως executive editor στην ίδρυση αναγνωρισμένων ακαδημαϊκών περιοδικών του χώρου. Έχει διατελέσει επισκέπτης καθηγητής Νησιωτικού Τουρισμού στο Πανεπιστήμιο Pasquale Paoli της Κορσικής και βασικό μέλος της Συντονιστική Επιτροπή Μάλτας – Ευρωπαϊκής Ένωσης (MEUSAC). Είναι από το 2014 Πρόεδρος της International Small Islands Studies Association (ISISA), ενώ τον Ιούνιο του 2015 εξελέγη Πρόεδρος του Επιστημονικού Συμβουλίου του RETI, του παγκόσμιου δικτύου αριστείας των νησιωτικών πανεπιστημίων. Το 2021 διορίστηκε (θεματικός) Πρέσβης της Μάλτας για τα νησιά και τα μικρά κράτη. Στα ερευνητικά του ενδιαφέροντα συγκαταλέγονται, μεταξύ άλλων, οι νησιωτικές μελέτες, η πολιτική γεωγραφία, η κοινωνιολογία της εργασίας, οι διεθνείς σχέσεις, ο νησιωτικός και η μετανάστευση. Ο καθηγητής Baldacchino έχει (συν)γράψει ή (συν)επιμεληθεί περίπου 50 βιβλία, εκθέσεις και μονογραφίες, καθώς και περίπου 160 άρθρα σε περιοδικά ή κεφάλαια βιβλίων. Το έργο του έχει κυκλοφορήσει στα γαλλικά, γερμανικά, ιταλικά, ιαπωνικά, κορεατικά, πορτογαλικά και σουηδικά (εκτός από τα αγγλικά και τα μαλτέζικα).