Του Θανάση Γιαλκέτση για την Εφημερίδα των Συντακτών

Κυκλοφόρησε πρόσφατα και στη γλώσσα μας το βιβλίο της Μαριάννα Ματζουκάτο «Η αξία των πάντων» (μετάφραση: Ελένη Κοτσυφού, επιμέλεια-πρόλογος: Κώστας Π. Αναγνωστόπουλος, Επίκεντρο 2021). Σε αυτό το σημαντικό έργο, η Ιταλοαμερικανίδα οικονομολόγος ασκεί τεκμηριωμένη επιστημονική κριτική στην κυρίαρχη οικονομική ορθοδοξία. Η Ματσουκάτο αμφισβητεί ορισμένες από τις θεμελιώδεις έννοιες στις οποίες βασίζεται σήμερα η οικονομική πολιτική των περισσότερων χωρών και αντιπροτείνει τα «οικονομικά της ελπίδας». Στο επίκεντρο των αναλύσεών της βρίσκονται οι θεωρίες της αξίας. Τι είναι η αξία; Πώς δημιουργείται και πώς παράγεται σε μιαν οικονομία; Ποιες οικονομικές δραστηριότητες είναι παραγωγικές και ποιοι είναι οι πραγματικοί δημιουργοί του πλούτου στον σύγχρονο καπιταλισμό; Η Ματσουκάτο αναλύει τις διάφορες θεωρίες της αξίας που διατυπώθηκαν στο παρελθόν.

Στον 18ο αιώνα, ο Φρανσουά Κενέ και η σχολή των Φυσιοκρατών πίστευαν ότι η γη ήταν η πηγή όλης της αξίας και ότι οι αγρότες ήταν η μόνη παραγωγική τάξη. Στη συνέχεια ο Άνταμ Σμιθ θα συμπεριλάβει τη βιομηχανία στην κατηγορία των παραγωγικών δραστηριοτήτων. Οι κλασικοί της πολιτικής οικονομίας Άνταμ Σμιθ και Ντέιβιντ Ρικάρντο, καθώς και ο Καρλ Μαρξ, ήταν πολύ διαφορετικοί στοχαστές, αλλά είχαν κοινή μία τουλάχιστον σημαντική θέση. Γι’ αυτούς η αξία ενός αγαθού πηγάζει πρωτίστως από την εργασία που απαιτήθηκε για την παραγωγή του. Οι κλασικοί της οικονομικής σκέψης ασχολήθηκαν και με την πρόσοδο, επειδή η προσοδοθηρία (κυρίως με τη μορφή της έγγειας προσόδου) ήταν η χαρακτηριστική μορφή του κέρδους για τις ηγετικές τάξεις της εποχής τους. Στην ανάλυσή του για την πρόσοδο, ο Ρικάρντο την συσχέτιζε με οφέλη που πηγάζουν από καταστάσεις μονοπωλίου.

Οταν ένα αγαθό είναι σπάνιο και αναγκαίο, οι ιδιοκτήτες του μπορούν να αντλούν κέρδη χωρίς να συμμετέχουν στη διαδικασία παραγωγής. Στους κλασικούς της πολιτικής οικονομίας αντιπαρατέθηκε η σχολή των «νεοκλασικών» οικονομικών (Λεόν Βαλράς, Ουίλιαμ Τζέβονς, Καρλ Μένγκερ, Άλφρεντ Μάρσαλ). Η νεοκλασική οικονομική θεωρία, που γεννήθηκε στα τέλη του 19ου αιώνα, κυριάρχησε έκτοτε και συνεχίζει ακόμα και σήμερα να αντιπροσωπεύει την ηγεμονική ορθοδοξία τόσο στα Πανεπιστήμια όσο και στην εφαρμοζόμενη οικονομική πολιτική. Σύμφωνα με τους εκπροσώπους της, η αξία ενός αγαθού ή μιας υπηρεσίας καθορίζεται υποκειμενικά από τις προτιμήσεις των ατόμων και εκφράζεται με την τιμή που έχουν στην αγορά. Με άλλα λόγια, η αγορά κρίνει αυτό που έχει αξία, δίνοντας μια τιμή στα εμπορεύματα. Αν όμως αυτό που καθορίζει την αξία είναι η τιμή, τότε αρκεί μια δραστηριότητα να έχει μια τιμή ώστε να θεωρείται δημιουργός αξίας.

Η αντίληψη αυτή καταλήγει να συγχέει αυτούς που δημιουργούν αξία με εκείνους που περιορίζονται στο να την εξορύσσουν παρασιτικά· καταλήγει δηλαδή να ταυτίζει αυτούς που παράγουν με αυτούς που κερδίζουν. Το γεγονός ότι κάποιοι κερδίζουν πολλά στον σύγχρονο καπιταλισμό δεν σημαίνει κατ’ ανάγκη ότι είναι και δημιουργοί αξίας. Η δημιουργία αξίας (δηλαδή η αξιοποίηση των υλικών ή άυλων πόρων για την παραγωγή νέων προϊόντων και υπηρεσιών) δεν πρέπει να συγχέεται με την «εξόρυξη αξίας» (δηλαδή με τη μεταφορά πόρων ή υπαρχόντων προϊόντων και με το κέρδος που πηγάζει από την εμπορευματοποίησή τους). Σύμφωνα με τη Ματσουκάτο, η νεοκλασική θεωρία μάς εμποδίζει να αναγνωρίσουμε αξία σε όλες εκείνες τις δημόσιες λειτουργίες (εκπαίδευση, έρευνα, υγεία, ασφάλεια κ.ά.) καθώς και στις οικιακές εργασίες, στις οποίες δεν δίνεται μια τιμή από την αγορά, μολονότι αποτελούν αναγκαίες και κοινωνικά ωφέλιμες παραγωγικές δραστηριότητες.

Διόλου τυχαία άλλωστε το κράτος θεωρείται από τους νεοκλασικούς οικονομολόγους βάρος για την οικονομία και οι δραστηριότητες που αναπτύσσει παρουσιάζονται ως μη παραγωγικές ή και ως περιττή σπατάλη. Αντίθετα, παρασιτικές δραστηριότητες που δεν δημιουργούν αξία –όπως για παράδειγμα οι καθαρά κερδοσκοπικές χρηματοοικονομικές δραστηριότητες- θεωρούνται παραγωγικές, επειδή έχουν τιμή στην αγορά. Ετσι η κυρίαρχη οικονομική ιδεολογία αντιστρέφει την πραγματικότητα. Στην οικονομία της γνώσης, η καινοτομία και η ανανέωση πηγάζουν κυρίως από την επιστημονική έρευνα. Η βασική έρευνα ιδιαίτερα είναι ζωτικά αναγκαία για όλα τα τεχνολογικά άλματα στα πεδία των επικοινωνιών, των βιοτεχνολογιών, των νανοτεχνολογιών, της χημικής και φαρμακευτικής βιομηχανία κ.ο.κ. Η βασική έρευνα όμως έχει αβέβαια αποτελέσματα και από μόνη της δεν αποδίδει άμεσα κέρδη. Επομένως, το κράτος είναι εκείνο που την προωθεί και τη χρηματοδοτεί.

Επειτα, με βάση τις ανακαλύψεις που συνδέονται με τη δημόσια δραστηριότητα, γεννιούνται οι μεγάλες πετυχημένες ιδιωτικές επιχειρήσεις, όπως είναι για παράδειγμα οι Intel, Apple, Microsoft, Ibm κ.ά. Το πρόβλημα είναι ότι όλο το κέρδος της ανανέωσης το καρπώνονται ιδιώτες. Οι επιχειρηματικοί «ήρωες», που παρουσιάζονται σαν οι μεγάλοι δημιουργοί αξίας, δεν θα αποκτούσαν αυτή τη φήμη χωρίς τη δημόσια χρηματοδότηση για την εκπαίδευση, την έρευνα ή τις υποδομές. Κεντρική θέση στην ανάλυση της Ματσουκάτο κατέχει και η έννοια της προσόδου, δηλαδή η εξόρυξη αξίας χωρίς παραγωγική εργασία. Οπως η έγγεια πρόσοδος των γαιοκτημόνων στο παρελθόν, στην οποία ασκούσαν κριτική οι κλασικοί της πολιτικής οικονομίας, έτσι και σήμερα η χρηματοοικονομική και τεχνολογική πρόσοδος συνεπάγεται την εξόρυξη ή ακόμα και την καταστροφή αξίας από εκείνες τις παραγωγικές δραστηριότητες που γεννούν πραγματικά αξία για την κοινωνία.

Η πρόσοδος αντλείται μέσω της ιδιοκτησίας και της άσκησης ελέγχου σε ένα αναγκαίο και σπάνιο αγαθό (όπως είναι για παράδειγμα το χρήμα ή η τεχνολογία). Οποιος ελέγχει το χρήμα και τις τεχνολογικές γνώσεις μπορεί να συσσωρεύει πελώριο πλούτο, εξορύσσοντας αξία από τις παραγωγικές δραστηριότητες. Ο χρηματοπιστωτικός τομέας, αντί να εκπληρώνει το βασικό καθήκον που περιγράφουν τα οικονομικά εγχειρίδια, αντί δηλαδή να μετατρέπει τις αποταμιεύσεις σε επενδύσεις και να χρηματοδοτεί τις παραγωγικές δραστηριότητες που δημιουργούν αξία και καινοτομία, έχει γίνει σε μεγάλο βαθμό ανεξέλεγκτος και αυτόνομος σε σχέση με την υπόλοιπη οικονομία. Από τη δεκαετία του 1980 κι έπειτα, ο τομέας αυτός έχει συμβάλλει καθοριστικά στην άνοδο ενός «καζινοκαπιταλισμού», που τροφοδοτεί μιαν ακραία προσοδοθηρία. Με τη μεγάλη κρίση του 2008, το χρηματοοικονομικό χάος συμπαρέσυρε στην πτώση την παγκόσμια οικονομία.

Και συνεχίζει ακόμα και σήμερα να υπονομεύει την οικονομική ανάπτυξη και να απειλεί τη συλλογική ευημερία. Ολα αυτά συμβαίνουν επειδή τα κράτη έχουν απαρνηθεί ένα θεμελιώδες καθήκον: να ρυθμίζουν και να οργανώνουν τις χρηματοοικονομικές αγορές και να τις προσανατολίζουν στην εξυπηρέτηση των κοινωνικών αναγκών. Σύμφωνα με τη Ματσουκάτο, το κράτος θα έπρεπε να έχει έναν ενεργό ρόλο στη δημιουργία της αξίας και στη διαμόρφωση, την οργάνωση και τον προσανατολισμό των νέων αγορών. Οι δημόσιοι θεσμοί δεν πρέπει να παρεμβαίνουν μόνο για να διορθώνουν τις «αποτυχίες της αγοράς». Θα πρέπει να αναπτύσσουν την πολιτική ικανότητα και να εφοδιάζονται με τις αναγκαίες ειδικές και τεχνικές γνώσεις, ώστε να προσανατολίζουν ενεργητικά την οικονομία και τις αγορές στην αποτελεσματική αντιμετώπιση των συντελούμενων μεγάλων αλλαγών –των τεχνολογικών μετασχηματισμών, της κλιματικής αλλαγής, της ενεργειακής μετάβασης- προς όφελος του κοινού καλού. Η δημιουργία αξίας πρέπει να βελτιώνει τη ζωή όλων και όχι να μετατρέπεται σε κέρδος για τους λιγοστούς κατόχους του πλούτου.

 


Κείμενα με παρόμοιο περιεχόμενο:

Μ. Ματσουκάτο: δεν θέλουμε να χτυπήσουμε τη φαρμακοβιομηχανία, αλλά να διαχειριστούμε το σύστημα όταν αποτυχαίνει να υπερασπιστεί το δημόσιο συμφέρον