Στο διεθνές πρακτορείο ειδήσεων pressenza προσπαθούμε κατά το δυνατόν τα κείμενα που δημοσιεύουμε να μην συνεισφέρουν στο κλίμα της πόλωσης που γενικώς επικρατεί και είναι ένα παγκόσμιο χαρακτηριστικό, όχι μόνο ελληνικό. Ως προς το θέμα του εμβολιασμού, προβάλλουμε διαρκώς την πρωτοβουλία waiver που έχουν συνυπογράψει πάνω από 100 χώρες στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου με σκοπό την άρση των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας για σοβαρά ζητήματα όσο αυτό της πανδημίας, ζητώντας να μοιραστούν οι φαρμακοβιομηχανίες τη γνώση και να ενώσουμε δυνάμεις παγκόσμια ώστε να αναπτύξουμε τις απαιτούμενες δόσεις εμβολίων άμεσα. Την ίδια στιγμή, ζητούμε από τις επιστημονικές αρχές να ενημερώνουν για τα οφέλη και τις ανεπιθύμητες ενέργειες του εμβολιασμού με υπευθυνότητα και θάρρος. Ζητούμε από τις κυβερνήσεις να αίρουν τα εμπόδια πρόσβασης στον εμβολιασμό και να δίνουν κίνητρα σε όσους/ες επιθυμούν να εμβολιαστούν, χτίζοντας σχέσεις εμπιστοσύνης με τον κόσμο, αποφεύγοντας τις τιμωρητικές πολιτικές σε όσους/ες δεν επιθυμούν να εμβολιαστούν, αποφεύγοντας τη διγλωσσία, την ενεργοποίηση των προνομίων της πολιτικής ελίτ και την εκμετάλλευση των περιορισμών της πανδημίας για να περάσουν νομοσχέδια που δημιουργούν μεγάλες κοινωνικές αναταραχές.
Σε αυτό το πλαίσιο – και δεδομένης της συζήτησης που υπάρχει στο δημόσιο διάλογο και “ξεφεύγει” από ορισμένα ΜΜΕ αλλά και κυβερνητικά στελέχη πυροδοτώντας τους κοινωνικούς αυτοματισμούς – δημοσιεύουμε τοποθετήσεις ανθρώπων που εργάζονται ή έχουν εργαστεί σε δικαιωματικές οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών. Ο Σπύρος Απέργης είναι δικηγόρος με ειδίκευση στο προσφυγικό δίκαιο, πρώην Πρόεδρος του ελληνικού τμήματος της Διεθνούς Αμνηστίας και μέλος Εθνικής Επιτροπής για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου.
Οι εμβολιασμένοι δικαιούνται να έχουν προνομιακή μεταχείριση στην κοινωνική και εργασιακή τους ζωή; Αποτελούν ή όχι ανεπίτρεπτες διακρίσεις τα μέτρα της κυβέρνησης σε βάρος των ανεμβολίαστων;
Σύμφωνα με τα επιστημονικά δεδομένα, ένας εμβολιασμένος έχει πολύ μκρότερες πιθανότητες να μεταδώσει τον ιό από έναν ανεμβολίαστο, η δημόσια κυκλοφορία του οποίου δημιουργεί πρακτικά κινδύνους βλάβης της υγείας των ανθρώπων με τους οποίους έρχεται σε εγγύτητα ή επαφή. Συνεπώς είναι συνταγματικά ανεκτή η διαφορετική, άνιση μεταχείριση των εμβολιασμένων σε σχέση με τους ανεμβολίαστους γιατί δεν κρίνουμε ίσες αλλά άνισες καταστάσεις. Το κρίσιμο είναι εάν μπορεί να μεταδώσει κάποιος/α τον ιό σε άλλα άτομα. Η προστασία της δημόσιας υγείας είναι ένα έννομο, κοινωνικό αγαθό που υπερτερεί των ατομικών δικαιωμάτων των πολιτών, αν απαιτείται στάθμιση ή και σύγκρουση δικαιωμάτων. Γιατί υπερτερεί; Μα γιατί συνδέεται με την ανθρώπινη ζωή και υγεία που είναι τα αγαθά με την υψηλότερη κοινωνική και νομική αξία.
Παράλληλα, το Σύνταγμα της χώρας έχει αναγάγει την προστασία της δημόσιας υγείας σε δημόσιο αγαθό. Έτσι, σε περίοδο σοβαρού κινδύνου για τη δημόσια υγεία, το κράτος μπορεί και πρέπει να λαμβάνει όλα τα αναγκαία μέτρα για την προστασία της, τα οποία μπορεί να περιορίζουν άλλα συνταγματικά κατοχυρωμένα δικαιώματα, όμως μόνο στο βαθμό που είναι αναγκαίο και δεν προσβάλλει τον πυρήνα τους, ιδίως δικαιωμάτων άσχετων με το κρίσιμο ζήτημα του συνωστισμού ή της μεγάλης και συχνής εγγύτητας με ανθρώπους σε δημόσιους ή ιδιωτικούς χώρους. Γι’ αυτό, για παράδειγμα, ήταν σαφώς δυσανάλογα και, κατά τη γνώμη μου, αντισυνταγματικά μέτρα η απαγόρευση νυκτερινής άσκησης ενός ή λίγων ατόμων μαζί, η απαγόρευση ψαρέματος ή η επίσκεψη ενός πολίτη στο εξοχικό του/ης, ανεξαρτήτως νομού ή περιφέρειας και η πλήρης και απόλυτη απαγόρευση διαδηλώσεων, έστω για λίγες μέρες, το Νοέμβριο και τον Δεκέμβριο πέρσι. Οι απαγορεύσεις αυτές προσέβαλαν τον πυρήνα του δικαιώματος στην ελεύθεση ανάπτυξη της προσωπικότητας και των δημόσιων συναθροίσεων, χωρίς να προστατεύουν τη δημόσια υγεία, αφού δεν αφορούσαν συνωστισμούς ή μεγάλη πυκνότητα ανθρώπων.
Από την άλλη, μπορεί να θεσπισθούν κίνητρα υπέρ του εμβολιασμού ή και αντικίνητρα για όσους αρνούνται να εμβολιαστούν στο πλαίσιο της συνταγματικά επιβεβλημένης υποχρέωσης του κράτους για την προστασία της δημόσιας υγείας. Για παράδειγμα, το κράτος δεν μπορεί να απαγορεύσει στους πολίτες να εισέρχονται στους κλειστούς χώρους εστίασης και εργασίας αλλά μπορεί να θέσει όρους στην ελευθερία κίνησής τους στους χώρους αυτούς προς προστασία της δημόσιας υγείας (π.χ. αρνητικά τεστ, εμβολιασμός, πιστοποιητικό νόσησης, αραιά τραπέζια).
Προφανώς, φυσικός εξαναγκασμός σε εμβολιασμό ή η απειλή ποινικών ή διοικητικών κυρώσεων λόγω μη εμβολιασμού προσκρούει σε συνταγματικά προστατευόμενες αξίες, όπως,τουλάχιστο, η αξία του ανθρώπου και η ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας. Όμως, το κράτος μπορεί και πρέπει να επιβάλει τον εμβολιασμό σε ορισμένες κατηγορίες πληθυσμού που έρχονται σε επαφή με πολύ κόσμο (π.χ. εργαζόμενους στην εστίαση, γιατρούς και νοσηλευτές, εκπαιδευτικούς, εργαζόμενους με ευάλωτες ομάδες π.χ. γηροκομεία).
Αν αυτοί δε δέχονται να εμβολιαστούν, τι γίνεται; Κατά τη γνώμη μου, τυχόν απόλυση εργαζομένων από τις δουλειές λόγω άρνησης εμβολιασμού προσβάλλει στον πυρήνα του το δικαίωμα στην εργασία και είναι αντισυνταγματικό μέτρο. Όμως, η μετάθεση εργαζομένων σε θέση που δεν έρχονται σε επαφή με κόσμο,εφόσον κάτι τέτοιο είναι εφικτό, είναι ένα αναλογικό και συνταγματικά ανεκτό μέτρο. Αν όμως, κάποιος εργάζεται από το σπίτι μέσω ηλεκτρονικού υπολογιστή, δεν μπορεί να επιβληθεί ο εμβολιασμός ή πρόστιμο για μη εμβολιασμό.
Συνεπώς μέτρα περιορισμού δικαιωμάτων των ανεμβολίαστων είναι ανεκτά και επιβεβλημένα στο βαθμό που δεν περιορίζουν υπέρμετρα αυτά τα δικαιώματα. Τώρα εάν οι ιδιοκτήτες καταστημάτων καθίστανται επιτηρητές του εμβολιασμού, στους πελάτες τους, αν είναι θεμιτό το οικονομικό κίνητρο στους νέους, οι ισχυρισμοί για τα μεγάλα κέρδη των ιδιωτικών εταιριών από τα εμβόλια με δημόσια χρηματοδότηση και η απαράδεκτη, κατ’ εμέ, μη άρση των πατεντών στα εμβόλια του κορωνοιού είναι άλλης τάξης ζητήματα, τα οποία μπορούμε να θέσουμε αλλά δεν αφορούν τη στάθμιση συνταγματικών δικαιωμάτων και την υποχρέωση του κράτους για προστασία της δημόσιας υγείας. Και τα ατομικά δικαιώματα των πολιτών, όπως η επίσκεψη σε χώρους εστίασης, γήπεδα, σινεμά, θέατρα κλπ, δεν είναι απόλυτα ούτε ασκούνται σε κοινωνικό κενό. Ασκούνται σε κοινωνικό περιβάλλον και υπόκεινται σε περιορισμούς, όταν υπάρχει ανάγκη να προστατευθεί η δημόσια υγεία, αρκεί να υπάρχει αναλογία περιορισμού με το αγαθό υπό διακύβευση και όχι υπερβολικά περιοριστικά μέτρα, όπως ορισμένα μέτρα της κυβέρνησης την περίοδο της πανδημίας.
Αρχική δημοσίευση στο προφίλ του Σπύρου Απέργη στο facebook.