Με αφορμή τον διαδικτυακό διάλογο που έγινε την Τρίτη 11 Μαΐου με θέμα «Η ζωή μας μετά την πανδημία και ο ρόλος του βασικού εισοδήματος», ο Κώστας Δημουλάς, αναπληρωτής Καθηγητής στο Τμήμα Κοινωνικής Πολιτικής του Παντείου Πανεπιστημίου, παρέθεσε έξι λόγους για τους οποίους πιστεύει ότι είναι επιτακτική ανάγκη να θεσμοθετηθεί το βασικό εισόδημα στην Ελλάδα.
- Η Ελλάδα είναι μια σχετικά εύπορη χώρα, με μέσο ετήσιο κατά κεφαλή εισόδημα 16.383 το 2020. Αυτό το ποσό αν ήταν ισομερώς καταμερισμένο, θα σήμαινε ότι δυο άτομα σε ένα σπίτι θα είχαν ένα οικογενειακό εισόδημα 32.000 ευρώ. Όχι μόνο δεν συμβαίνει αυτό αλλά μετά τις κοινωνικές μεταβιβάσεις παραμένουν φτωχοί 1.881.000 άνθρωποι.
- Το κατά κεφαλή καθαρό διαθέσιμο εισόδημα – μετά τους φόρους – είναι επίσης υψηλό, περίπου 1200 ευρώ το άτομο το μήνα. Το κατώφλι φτώχειας είναι 410 ευρώ το μήνα, αλλά το Ελάχιστο Εγγυημένο Εισόδημα, που προβάλλεται ως μέσο προστασίας, διασφαλίζει μέγιστο μηνιαίο εισόδημα 200 ευρώ το μήνα σε μόλις 273.000 άμεσα δικαιούχους. Αυτό σημαίνει ότι ένα μεγάλο μέρος των ανθρώπων που ζουν σε μεγάλη στέρηση, δεν έχουν τα απαραίτητα να διαβιώσουν με αξιοπρέπεια.
- Η απασχόληση, έτσι όπως είναι διαρθρωμένη η αγορά εργασίας σήμερα, διασφαλίζει αξιοπρεπή διαβίωση σε ένα πολύ μικρό ποσοστό του πληθυσμού εργάσιμης ηλικίας κι ο βασικός μισθός ειδικά για τους νέους/ες είναι εξευτελιστικός. Σήμερα ο καθαρός βασικός μισθός είναι 558,22 ευρώ το μήνα, που δεν επαρκούν για την κάλυψη των στοιχειωδών αναγκών πολλών εργαζομένων, στοιχείο που μας δείχνει ότι ο μηχανισμός της απασχόλησης δεν διασφαλίζει de facto αξιοπρεπή διαβίωση σε όσους εργάζονται.
- Οι πολιτικές απασχόλησης – είτε χαρακτηρίζονται παθητικές είτε ενεργητικές – όπως εφαρμόστηκαν τουλάχιστον τα τελευταία χρόνια απέτυχαν ως προς την επίτευξη των στόχων τους και δεν μείωσαν το πρόβλημα της ανεργίας, ούτε το πρόβλημα της κοινωνικής στέρησης. Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ το 2020 στην Ελλάδα έχουμε 892.000 άτομα που ζουν σε νοικοκυριά με χαμηλή ένταση εργασίας παρά τη θέλησή τους. Εργάζονται σε μερική απασχόληση και υποαπασχόληση περίπου 235.000 άνθρωποι και οι εγγεγραμμένοι άνεργοι, με βάση τα στοιχεία του ΟΑΕΔ, ξεπερνούν τα 1.100.000 άτομα, ενώ το τακτικό επίδομα ανεργίας δίνεται μόλις σε 150.000 άτομα, δηλαδή στο 13,5% των εγγεγραμμένων ανέργων. Συνεπώς δεν είναι επαρκής η κάλυψη που προσφέρει στη μεγάλη πλειοψηφία των ανέργων για να διασφαλιστεί η διαβίωσή τους.
- Υπάρχει ένα πολύ μεγάλο μέρος του πληθυσμού που προσφέρει με την αδήλωτη εργασία του στην παραγωγή του πλούτου που διαθέτει η κοινωνία μας αλλά με τον τρόπο που αυτός κατανέμεται δεν λαμβάνει αυτό που του αντιστοιχεί ούτε ασφαλίζεται και επίσημα θεωρείται άεργος πληθυσμός.
- Οι οικονομικές αναδιαρθρώσεις που στην περίοδο της πανδημίας επιταχύνθηκαν και θα επιταχυνθούν ακόμα περισσότερο με την ψηφιακή επανάσταση εντείνουν το διπολισμό μεταξύ των ανέργων και υποαπασχολούμενων και αυτών που εργάζονται σε εξαντλητικά δεκάωρα και δωδεκάωρα για να διασφαλίσουν έναν αξιοπρεπή μισθό, ενώ από την άλλη πλευρά, τα συνδικάτα αδυνατούν να προστατεύσουν το εισόδημα των εργαζομένων, όπως γνωρίζουμε πολύ καλά από την εμπειρία μας.
Πώς θα χρηματοδοτήσουμε το Βασικό Εισόδημα;
Στο ερώτημα πώς μπορεί να χρηματοδοτηθεί το Βασικό εισόδημα, ο κος Δημουλάς πρότεινε να γίνει αυτό με την αναδιάρθρωση του φορολογικού συστήματος. Προτείνει φόρους μεγάλης ακίνητης περιουσίας φυσικών αλλά και νομικών προσώπων(πολλά εκ των οποίων είναι υπεράκτιες εταιρίες), περιβαλλοντικούς φόρους ή φόρους εμπορικών και χρηματικών συναλλαγών και δευτερευόντως μέσω ομολογιακών τίτλων. Η έκδοση ομολόγων μπορεί να διασφαλίζει μεγαλύτερη συναίνεση για τη δημόσια χρηματοδότηση του βασικού εισοδήματος χωρίς να απαιτηθεί η άμεση αναδιάρθρωση της φορολογικής και δημοσιονομικής πολιτικής. Εφόσον όμως δεν συνδυαστεί με τη θεσμοθέτηση των παραπάνω φόρων θα μεταθέσει το βάρος της χρηματοδότησής του στη νέα γενιά που θα κληθεί να εξοφλήσει με την εργασία της αυτά τα ομολογιακά δάνεια. Σύμφωνα με τον κ. Δημουλά, ο συνδυασμός θεσμοθέτησης του βασικού εισοδήματος με μία νέα φορολογική και δημοσιονομική πολιτική αποτελεί θεμελιώδη προϋπόθεση ενίσχυσης της κοινωνικής δικαιοσύνης και προώθησης της ισότητας διότι δεν επιβαρύνει τα φτωχά και μικρομεσαία εισοδήματα αλλά μεταθέτει το βάρος της χρηματοδότησής του στο άυλο κεφάλαιο και τον συγκεντρωμένο – σε λίγους ιδιοκτήτες – πλούτο.