Χρειάζεται αλλαγή το Οικογενειακό Δίκαιο; Η αναχρονιστικότητα των νομοθετικών διατάξεών του καθιστά αναγκαία την αναμόρφωσή του. Όταν στη χώρα μας, το σύνολο των νομικών κανόνων που διέπουν τις σχέσεις μεταξύ των συζύγων, των γονέων και τέκνων, καθώς και οι διατάξεις που αναφέρονται στη διατροφή, την επιτροπεία ή τη δικαστική συμπαράσταση χρονολογούνται από το 1983, η ανάγκη να ανταποκριθούν στα νεότερα κοινωνικά και οικονομικά δεδομένα είναι αναμφισβήτητη. Η κυβέρνηση, επικαλούμενη επιπλέον και τη συμμόρφωση με τις ευρωπαϊκές οδηγίες, έχει συντάξει το προσχέδιο ενός νομοσχεδίου που κατεβαίνει τις επόμενες μέρες για συζήτηση στη βουλή και θα ισχύει από τις 30 Ιουνίου.
Το νομοσχέδιο ωστόσο εδώ και καιρό έχει προκαλέσει μια έντονη δημόσια συζήτηση. Από τη μια πλευρά τους κύριους υποστηρικτές της αναμόρφωσης του Οικογενειακού Δικαίου από το κίνημα που διεκδικεί την ανατροφή των παιδιών και από τους δύο γονείς, μητέρα και πατέρα, ανεξάρτητα από τη νομική σχέση των τελευταίων (πχ έγγαμος βίος, διάσταση, διαζύγιο, παιδιά εκτός γάμου/συμφώνου συμβίωσης). Από την άλλη πλευρά τις γυναικείες οργανώσεις που θεωρούν ότι το επιδιωκόμενο νομοσχέδιο θίγει βασικά δικαιώματά τους σχετικά με την αποκλειστική επιμέλεια των τέκνων. Οι επικρίσεις τους επιπλέον εστιάζουν στο ότι η δημόσια διαβούλευση κατά τη διαδικασία της σύνταξής του δεν συμπεριέλαβε όλους τους εμπλεκόμενους φορείς, καθώς και ότι το πόρισμα της νομοπαρασκευαστικής επιτροπής δεν λήφθηκε υπόψη. Οι επιδιωκόμενες επίσης αλλαγές δεν χαρακτηρίζονται από μια ολιστική προσέγγιση. Δεν θίγονται για παράδειγμα θέματα που αφορούν τις μονογονεϊκές οικογένειες, ή την τεκνοθεσία από ομόφυλα ζευγάρια. Αντίθετα, το νομοσχέδιο προχωρά σε ρύθμιση αποκλειστικά των όρων της επιμέλειας των παιδιών στις περιπτώσεις των διαζυγίων.
Η επιμέλεια του ανήλικου τέκνου, που αποτελεί κομμάτι της γονικής μέριμνας, περιλαμβάνει την ανατροφή, την επίβλεψη της μόρφωσης και της εκπαίδευσής του, τη διαχείριση της περιουσίας, την εκπροσώπηση αλλά και τον προσδιορισμό του τόπου διαμονής. Σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις, σε περίπτωση διαζυγίου, ή ακύρωσης του γάμου, ή διακοπής της συμβίωσης, το δικαστήριο δύναται να αναθέσει την άσκηση της γονικής μέριμνας στον έναν από τους δύο γονείς, και στους δύο από κοινού, ή να την κατανείμει λειτουργικά ή χρονικά μεταξύ τους. Ο νομοθέτης αναγνώριζε πως οι γονείς, ιδίως μετά το στάδιο της νηπιακής ηλικίας, θα πρέπει να αντιμετωπίζονται ισότιμα. Στην πράξη ωστόσο αυτό που συνέβαινε συνήθως ως τώρα, ήταν ότι η επιμέλεια των ανηλίκων επιδικαζόταν στις μητέρες.
Σύμφωνα με το νομοσχέδιο εισάγεται για πρώτη φορά η υποχρέωση των γονιών να προσφεύγουν αρχικά σε διαμεσολαβητή σε περίπτωση που διαφωνούν για ζητήματα του ανήλικου παιδιού τους. Αν δεν καταφέρουν με τον τρόπο αυτό να βρουν λύση, τότε θα επιλαμβάνεται η Δικαιοσύνη. Το δικαστήριο μπορεί να ζητήσει τη γνώμη του παιδιού, αν κριθεί ότι η γνώμη του παιδιού δεν αποτελεί προϊόν καθοδήγησης ή υποβολής, ενώ οι υποθέσεις οικογενειακού δικαίου θα εκδικάζονται πλέον μόνο από δικαστές οι οποίοι θα έχουν περάσει από ειδικά σεμινάρια και προγράμματα επιμόρφωσης από την Εθνική Σχολή Δικαστικών Λειτουργών. Σε περίπτωση που η υπόθεση φτάνει στο δικαστήριο, η επιμέλεια ανατίθεται από κοινού και στους δύο γονείς, οι οποίοι συναποφασίζουν για την ονοματοδοσία, για ζητήματα υγείας, καθώς και για ζητήματα εκπαίδευσης, ακόμα και όταν η επιμέλεια ασκείται από τον ένα γονέα ή έχει γίνει κατανομή της μεταξύ των γονέων. Ο γονέας με τον οποίο διαμένει το τέκνο οφείλει να διευκολύνει και να προωθεί την επικοινωνία του τέκνου με τον άλλο γονέα σε καθημερινή βάση. Ο χρόνος επικοινωνίας του τέκνου με φυσική παρουσία με τον γονέα, με τον οποίο δεν διαμένει, τεκμαίρεται στο ένα τρίτο του συνολικού, εκτός αν ο γονέας αυτός ζητά μικρότερο χρόνο επικοινωνίας, ή για λόγους, που αφορούν στις συνθήκες διαβίωσης ή στο συμφέρον του τέκνου, επιβάλλεται να καθορισθεί μικρότερος ή μεγαλύτερος χρόνος επικοινωνίας, εφόσον, σε κάθε περίπτωση, δεν διαταράσσεται η καθημερινότητα του τέκνου. Προβλέπονται επίσης μηχανισμοί εφαρμογής της συνεπιμέλειας, με παράλληλη θεσμοθέτηση ψυχοκοινωνικών υπηρεσιών που μπορούν να φτάσουν μέχρι και την αφαίρεση της επιμέλειας, αν διαπιστωθεί η κατηγορία της γονικής αποξένωσης.
Αιχμή του δόρατος των επικρίσεων είναι ακριβώς η «τομή», λοιπόν, που φέρνει ένα μοντέλο υποχρεωτικής συνεπιμέλειας για το παιδί. Ο/Η δικαστής θα είναι εκ των προτέρων δεσμευμένος/η να δεσμευτεί οριζόντια στη λύση της συνεπιμέλειας, χωρίς την εξατομικευμένη κρίση που απαιτούν οι υποθέσεις του οικογενειακού δικαίου, ενώ ήδη στο ισχύον νομικό πλαίσιο η συνεπιμέλεια προβλέπεται και οι γονείς μπορούν ελεύθερα να την αποφασίσουν.
Τι θα γίνεται ωστόσο στις περιπτώσεις της ενδοοικογενειακής βίας; Το νομοσχέδιο ορίζει ότι η επικοινωνία του κακοποιητή γονέα προς το παιδί θα αποκλείεται εφόσον προκύψει τελεσίδικη απόφαση δικαστηρίου και όχι εφόσον υπάρχει υπόνοια κακοποίησης. Στην πράξη ωστόσο αυτό σημαίνει ότι μια υπόθεση κακοποίησης πιστοποιείται δικαστικά συνήθως μετά από 5-8 χρόνια.
Τα μέτρα επίσης του νομοσχεδίου που σχετίζονται με την εξασφάλιση της επικοινωνίας και των δύο γονέων που μπορεί να οδηγήσουν μέχρι και στην αφαίρεση της γονικής μέριμνας, χαρακτηρίζονται για τον τιμωρητικό και όχι τον προληπτικό χαρακτήρα τους. Η απουσία των κατάλληλων δομών, όπως και η έλλειψη των οικογενειακών δικαστηρίων, καθιστά αδύνατη τη λειτουργία του μηχανισμού ελέγχου για τη σωστή επίβλεψη της γονικής μέριμνας.
Κανείς δεν μπορεί να παραβλέψει τη σημασία της ωριμότητας των εμπλεκομένων πλευρών, ώστε οι δύο γονείς να ξεπεράσουν τις προσωπικές αντιδικίες, τα συμφέροντα και τους εγωισμούς που -ενδεχομένως- ανακύπτουν μετά από τη διάλυση μιας σχέσης. Όπως και την έμφαση που πρέπει να δοθεί στις συναινετικές διαδικασίες επίλυσης των διαφορών τους. Οι ασάφειες ωστόσο του νομοσχεδίου σε σχέση με τις υπό προϋποθέσεις συνεκτίμηση της γνώμης των παιδιών, ή τον ορισμό σε μερικές περιπτώσεις της εναλλασσόμενης κατοικίας των τέκνων, καθώς και οι προβλέψεις για την αφαίρεση της επιμέλειας, όταν προκύπτει γονική αποξένωση, είναι πιθανό να οδηγήσουν σε μια σειρά νέων πολύχρονων δικαστικών διαμαχών. Αβέβαιο ακόμα παραμένει αν οι αλλαγές αυτές θα συμπαρασύρουν και το ύψος της διατροφής.
Η έλλειψη υπηρεσιών για την πρόβλεψη της οικογενειακής βίας, η απουσία κοινωνικών υπηρεσιών, όπως και οικογενειακών δικαστηρίων, η αδυναμία των δικαστηρίων να εντοπίσουν τα οικογενειακά προβλήματα, η υποχρεωτικότητα της απόφασης που καθιστά τον/την δικαστή διεκπεραιωτή/τρια, η οριζόντια εφαρμογή του Νόμου και η απουσία ευελιξίας σε εξατομικευμένες αποφάσεις, δεν δημιουργούν συνθήκες ευνοϊκές προκειμένου να εξασφαλιστεί το βέλτιστο συμφέρον του παιδιού.