Των Iliana Papangeli και Stavros Malichudis
Παρότι θεωρητικά απολαμβάνουν την πλήρη πρόσβαση στην αγορά εργασίας, οι πρόσφυγες στην Ελλάδα ωθούνται συνήθως στη μαύρη αγορά εργασίας και παραμένουν αποκλεισμένοι από τα εργασιακά τους δικαιώματα και την πλήρη κοινωνική τους ένταξη.
Αυτό είναι ένα από τα κύρια ευρήματα μιας πρόσφατης έρευνας που δημοσιεύθηκε από τη Μη Κυβερνητική Οργάνωση Faros, που παρέχει ανθρωπιστική βοήθεια κι ενίσχυση σε ασυνόδευτους ανηλίκους και νεαρούς πρόσφυγες στην Ελλάδα, σε συνεργασία με το MIT D-Lab.
Η έκθεση An Abundance of Unleashed Potential (Αναξιοποίητο δυναμικό σε αφθονία) για την εργασιακή ένταξη των νεαρών προσφύγων στην ελληνική αγορά εργασίας εξετάζει, μεταξύ άλλων, το νομικό και πολιτικό πλαίσιο στην Ελλάδα, όπως επίσης και τις δυσκολίες που οι πρόσφυγες αντιμετωπίζουν στην προσπάθειά τους να βρουν ευκαιρίες απασχόλησης.
Στα πλαίσια της τρέχουσας έρευνας του Solomon για την πραγματικότητα σχετικά με τις δυνατότητες εργασίας των προσφύγων και μεταναστών στην Ελλάδα και τις επιπτώσεις της πανδημίας του κορονοϊού, μιλήσαμε με τον Πωλ Φέρντιναντ Σλαγκ, κύριο ερευνητή και συγγραφέα της έκθεσης.
Ο Πωλ Σλαγκ ξεκίνησε την έρευνά του στην Ελλάδα, αξιοποιώντας την εμπειρία του και επαναλαμβάνοντας την προσέγγισή του από μία άλλη αντίστοιχη έρευνα που πραγματοποίησε το 2019 στα πλαίσια της διατριβής του στις επαρχιακές περιοχές του Λιβάνου στα σύνορα με τη Συρία, όπου εξέτασε την επιχειρηματικότητα στους Σύριους πρόσφυγες.
«Στο Λίβανο αντιμετώπισα πολλές δυσκολίες», μας λέει. Εκτός των μαζικών διαδηλώσεων και κινητοποιήσεων με αίτημα την απομάκρυνση της παλαιάς πολιτικής τάξης που συνέπεσαν χρονικά με τη δική του παραμονή στη χώρα, καθιστώντας δύσκολη τη μετακίνηση μεταξύ περιοχών, είχε να αντιμετωπίσει και τη δυσπιστία του κόσμου.
«Την πρώτη φορά που πλησίασα ανθρώπους για να τους μιλήσω είχα μαζί μου ένα Λιβανέζο φίλο. Οι Σύριοι πρόσφυγες που είχαν επιχειρήσεις πρόσεξαν πως μιλούσε με προφορά, φοβούνταν πως θα μπορούσε να σχετίζεται με την κυβέρνηση, και δίσταζαν να μιλήσουν ελεύθερα». Την επόμενη φορά επέστρεψε με έναν άλλο φίλο, ένα Σύριο που ήταν πρόσφυγας και ο ίδιος, και μόνο τότε ήταν που ο κόσμος άρχισε να του ανοίγεται.
Οι δυσκολίες που αντιμετώπισε στην Ελλάδα είχαν να κάνουν, πρωτίστως, με την πρόσβαση σε αξιόπιστα, εξειδικευμένα δεδομένα. Δεύτερον, με τη σταδιακή αύξηση των κρουσμάτων στη χώρα, που οδήγησε στην επιβολή περιορισμών μετακίνησης, και τον ανάγκασε να αναπροσαρμόσει ορισμένα από τα αρχικά πλάνα του.
Η μελέτη του βασίζεται στην εμπειρία πολλών φορέων στην Ελλάδα και παρέχει μια σύνοψη όλων των εμποδίων που έχουν να αντιμετωπίσουν οι πρόσφυγες στην αναζήτηση εργασίας.
Ίσως όμως το σημαντικότερο που αναδύεται από τα ευρήματα της έρευνας είναι ότι η νέα κατάσταση που διαμορφώνει η πανδημία αποδεικνύει πως ο COVID-19 είναι η «νόσος της ανισότητας», όταν πρόκειται για την εργασία προσφύγων και μεταναστών.
Με βάση την εμπειρία σας στον Λίβανο, ποιες ήταν οι προσδοκίες σας όταν ξεκινήσατε την έρευνά σας στην Ελλάδα; Και ποιες ήταν οι πρώτες σας εντυπώσεις φτάνοντας εδώ;
Η κατάσταση στο Λίβανο ήταν πολύ δύσκολη για τους Σύριους. Η επανάσταση ξέσπασε, μερικώς, ακριβώς λόγω αυτής της μεγάλης οικονομικής κρίσης στη χώρα. Υπήρχαν πολλές δυσκολίες, ειδικά για τις απομακρυσμένες αγροτικές κοινότητες. Υπήρχαν μητέρες με μικρά παιδιά, και άστεγοι στους δρόμους, για τους οποίους δεν λάμβανε κανείς μέριμνα.
Οπότε, έχοντας δει αυτή την άσχημη κατάσταση στο Λίβανο, περίμενα πως θα υπήρχε περισσότερη υποστήριξη στους πρόσφυγες στην Ελλάδα, το οποίο αποδείχθηκε σωστό.
Και νομίζω πως αυτή ήταν η πρώτη μου εντύπωση. Ότι υπήρχαν πολλές οργανώσεις που δούλευαν με τους πρόσφυγες, το οποίο αποτελούσε μια απόλυτη διαφορά. Θα έλεγα πως εξεπλάγην επίσης από τον βαθμό υποστήριξης που υπήρχε από κυβερνητικούς παράγοντες σε ορισμένες περιπτώσεις.
Είχα εκπλαγεί πρώτα απ’ όλα από το ότι, τότε, υπήρχεαντιδήμαρχος για ζητήματα προσφύγων στην Αθήνα, και μιλώντας σε αυτόν, σε προσωπικό της Ύπατης Αρμοστείας και στο Υπουργείο Μετανάστευσης και Ασύλου, είχα εντυπωσιαστεί από το πόσο καλά ενημερωμένοι ήταν οι ίδιοι και πόσο καλές οι προθέσεις τους.
Και θα έλεγα πως αυτό με έκανε αισιόδοξο. Από την άλλη, στο Λίβανο, καλείσαι να αγνοήσεις τελείως το προσφυγικό ζήτημα. Μιλούσα σε κάποιον από την Ύπατη Αρμοστεία εκεί, και του πρότεινα την ιδέα πως θα μπορούσα να γράψω την πτυχιακή μου πάνω στο πώς η δημιουργία επιχειρήσεων από τους πρόσφυγες μπορεί να τους βοηθήσει να ενταχθούν. Μου είπε πως εν γένει η πρότασή μου ήταν μια χαρά, αλλά θα έπρεπε να αφήσουμε εκτός το κομμάτι της ένταξης. Και πως δεν υπήρχε η επιλογή για τους πρόσφυγες να ενταχθούν εκεί, η Λιβανέζικη κοινωνία δεν θα το επέτρεπε.
Οπότε, έχετε αυτή την πρώτη επαφή με όλους αυτούς τους παράγοντες, με οργανώσεις και κρατικούς αξιωματούχους. Καθώς αρχίσατε να εμβαθύνετε στην έρευνά σας, συναντήσατε αυτές τις καλές προθέσεις να μετουσιώνονται σε πράξεις;
Σε πρακτικό επίπεδο υπήρχαν ορισμένα πράγματα που κρατούσαν πίσω την ένταξη των προσφύγων στην αγορά εργασίας και την κοινωνία. Θα μπορούσα να μοιραστώ δύο μικρά παραδείγματα.
Το πρώτο είναι πως οι περισσότεροι επαγγελματικοί σύμβουλοι στους οποίους μίλησα μου είπαν πως τα διοικητικά εμπόδια είναι απλά πολύ μεγάλα ώστε να μπορέσουν να τα ξεπεράσουν μόνοι τους οι πρόσφυγες. Οπότε είναι πολύ δύσκολο για τους ίδιους να πλοηγηθούν σε αυτόν το χώρο. Και αυτό μπορεί να αφορά, για παράδειγμα, την απόκτηση ενός ΑΦΜ, για το οποίο ένας εκ των συμβούλων μου είπε πως απαιτείται από τους πρόσφυγες να συμπληρώσουν μια αίτηση, η οποία υπάρχει μόνο στα ελληνικά. Οπότε αυτά είναι ορισμένα, θα έλεγα, προφανή εμπόδια, τα οποία δεν καταλαβαίνεις γιατί ακριβώς υπάρχουν, ακριβώς επειδή φαντάζουν τόσο προφανή.
Και ένα άλλο ζήτημα αφορά το ότι είναι πολύ δύσκολο για τους ανθρώπους αυτούς να καταλάβουν ποια είναι τα δικαιώματά τους. Υπάρχει το παράδειγμα δημιουργίας ενός λογαριασμού τραπέζης, όπου καταγγελίες κάνουν λόγο για τράπεζες που αρνούνται να ανοίξουν λογαριασμούς τραπέζης σε πρόσφυγες. Εάν είσαι νέος στη χώρα και δεν είσαι σίγουρος για το πώς λειτουργούν τα πράγματα, απαιτείται μεγάλη κατανόηση της τοπικής πραγματικότητας για να διεκδικήσεις τα δικαιώματά σου, και πολλή υπομονή γιατί πρόκειται για κάτι δύσκολο σε πρακτικό επίπεδο.
Το πώς δουλεύουν τα πράγματα είναι κάτι αρκετά πολύπλοκο και θα πάρει πιθανότατα χρόνο για να συνηθίσεις, γιατί αυτή είναι μια ιδιαιτερότητα της ελληνικής κοινωνίας. Ακόμα και για μετανάστες, ας πούμε, από τη Γαλλία ή το Ηνωμένο Βασίλειο, είναι δύσκολο να κινηθούν σε αυτές τις διαδικασίες. Και φυσικά, η διαδικασία είναι το ίδιο ή περισσότερο δύσκολη για τους πρόσφυγες. Οπότε είναι αναπόφευκτο να υπάρχει το εμπόδιο αυτό.
Δεν θα έπρεπε τέτοιου είδους ζητήματα να έχουν λυθεί έως σήμερα; Πίσω στο 2015 και το 2016, ίσως η τράπεζα δεν γνώριζε πως οι αιτούντες άσυλο μπορούν να ανοίξουν λογαριασμό. Αλλά στο 2018 και το 2020, στο 2021 πλέον, δεν θα έπρεπε να έχει υπάρξει κάποια πρόοδος;
Ναι, πρακτικά θα έπρεπε να έχει υπάρξει. Νομίζω πως οι δυσκολίες για την ελληνική κυβέρνηση στο προσφυγικό λαμβάνουν χώρα σε τόσο πολλούς διαφορετικούς τομείς, που απλώς θα έδινα το πλεονέκτημα της αμφιβολίας και θα έλεγα πως αυτά τα μικρά διαδικαστικά βήματα παραβλέπονται.
Υπάρχουν ΜΚΟ που καταγγέλλουν τέτοια ζητήματα στην κυβέρνηση και την κάνουν να συνειδητοποιήσει πως υπάρχουν, αλλά νομίζω πως χρειάζεται να υπάρχει και ανάδειξή τους από τα κάτω. Και για αυτό, για παράδειγμα, είναι καλή μια έκθεση σαν αυτή, γιατί αναδεικνύει τέτοια πράγματα. Και γιατί δεν είμαι εντελώς σίγουρος πως η κυβέρνηση θα είχε από μόνη της επίγνωση τέτοιων ζητημάτων, εάν δεν της γίνονταν γνωστά από τα κάτω προς τα πάνω.
Θα μπορούσατε να μας πείτε δύο λόγια για το πώς πραγματοποιήθηκε η έρευνά σας;
Πραγματοποιήσαμε συνεντεύξεις με παράγοντες που εμπλέκονται στις διαδικασίες σχετικά με την ένταξη των προσφύγων, με ΜΚΟ και κυβερνητικούς αξιωματούχους, όπως επίσης και με ορισμένες εταιρείες. Και κάναμε επίσης μια δευτερεύουσα έρευνα μελετώντας κάποιες από τις αναλύσεις που είχαν γίνει νωρίτερα.
Λαμβάνοντας όλα αυτά υπόψη, προσπαθήσαμε να συνδυάσουμε την εικόνα στην οποία μας έδιναν πρόσβαση όλες οι διαφορετικές μέθοδοι, και να απαντήσουμε το κύριο ερώτημα του πώς μπορούν οι ΜΚΟ να βελτιώσουν την αγορά εργασίας και την ένταξη των προσφύγων.
Πώς ήταν η εμπειρία σας ως προς την πρόσβαση σε δεδομένα, για τα ζητήματα που διερευνήσατε;
Καθώς πραγματοποιούσα αναζητήσεις στις ελληνικές βάσεις δεδομένων συνειδητοποίησα πως είναι μεν αρκετά εκτενείς, αλλά δεν προσφέρουν τη δυνατότητα να ψάξεις αποκλειστικά για πρόσφυγες. Και αυτό μπορεί να είναι πολύ ενοχλητικό.
Μπορείς να φιλτράρεις για πολίτες τρίτων χωρών, αλλά οι πολίτες τρίτων χωρών είναι οι πρόσφυγες, εάν έχουν καταγραφεί, αλλά είναι και οι ξένοι εργαζόμενοι της Google ή άνθρωποι που δουλεύουν σε ΜΚΟ. Οπότε αυτά τα στατιστικά στοιχεία δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν.
Ίσως μπορείς να βγάλεις άκρη, εάν έχεις όλη την υπόλοιπη πληροφορία, αλλά ως πρώτη αναζήτηση θα ήταν πολύ ευκολότερο εάν υπήρχε η επιλογή φιλτραρίσματος όχι μόνο για υπηκόους τρίτων χωρών, αλλά πρόσφυγες συγκεκριμένα. Αλλά ίσως είναι απλά δύσκολο να γίνει κάτι τέτοιο.
Ποια είναι κάποια από τα ευρήματα που θα θέλατε να επισημάνετε, τα οποία βρήκατε να παρουσιάζουν περισσότερο ενδιαφέρον κατά την έρευνά σας;
Το πρώτο είναι πως, συχνά, η βελτίωση της εργασιακής ένταξης μπορεί να είναι μια πολύ μακρά διαδικασία. Γιατί οι άνθρωποι που φτάνουν στην Ελλάδα, ίσως 18 ή 20 χρονών, δεν είναι αμέσως έτοιμοι για να προσληφθούν από κάποιον, ακόμα και εάν έχουν τις δεξιότητες.
Μπορεί να είναι πολύ καλοί κομμωτές, για παράδειγμα, ή καταρτισμένοι σε κάποιο άλλο επάγγελμα, αλλά χρειάζεται να τους δοθεί λίγος χρόνος για να προσαρμοστούν στην ελληνική κοινωνία, να μάθουν ίσως λίγα ελληνικά, και να λάβουν κάποια υποστήριξη σε ψυχοκοινωνικό επίπεδο. Και αυτό σημαίνει πως χρειάζεται να υπάρχουν ΜΚΟ που λαμβάνουν μέριμνα για αυτούς τους ανθρώπους, και δεν εστιάζουν αποκλειστικά σε πρόσφυγες που μπορούν να ενταχθούν στην απασχόληση αμέσως.
Και αυτό ήταν το πρώτο μου συμπέρασμα στην έκθεση: προκειμένου να δημιουργηθεί ένα περιβάλλον στο οποίο οι πρόσφυγες μπορούν να ενταχθούν στην αγορά εργασίας, είναι πολύ σημαντικό να μην εστιάζει κάθε ΜΚΟ μονάχα στον δείκτη απασχολησιμότητάς που εξασφαλίζει. Νομίζω πως αυτό είναι κάτι που οι ΜΚΟ γνωρίζουν ήδη, αλλά ήθελα να το επισημάνω.
Ποιες ήταν ορισμένες διαφορετικές θέσεις που συναντήσατε ως προς αυτό;
Για παράδειγμα, υπάρχουν ΜΚΟ που προσφέρουν μαθήματα επιστήμης υπολογιστών ή κώδικα, οι οποίες τα καταφέρνουν αρκετά καλά στην εξασφάλιση εργασίας στους ωφελούμενους τους στη συνέχεια. Αλλά επιλέγουν εκ των προτέρων ποιοι θα ενταχθούν στις τάξεις τους, και διασφαλίζουν τη συνεχή παρακολούθηση, μέσα από τεστ με βάση τα οποία μπορεί να ζητηθεί σε κάποιο στάδιο από τους ωφελούμενους ακόμη και να αποχωρήσουν.
Οπότε, είναι λογικό πως οι δείκτες απασχολησιμότητάς τους είναι υψηλότεροι. Μετά, από την άλλη, έχεις ΜΚΟ όπως ο Faros που έχουν ανοίξει τις πόρτες τους σε όλους. Κάποιες φορές ακόμα και σε παιδιά που δεν μιλούν καν ελληνικά, μόνο λίγα αγγλικά. Και, αναπόφευκτα, αυτό σημαίνει πως ο δικός τους δείκτης απασχολησιμότητας δεν θα είναι το ίδιο υψηλός.
Αλλά και οι δύο επιτελούν σημαντικό ρόλο στην παροχή ενός περιβάλλοντος για την απασχόληση. Γιατί εάν δεν φροντίσεις τους ανθρώπους που χρειάζονται ψυχοκοινωνική υποστήριξη σήμερα, δεν θα έχεις τους ανθρώπους που μπορούν να εργαστούν σε πέντε χρόνια από τώρα.
Και ποιο θα ήταν ένα δεύτερο ζήτημα που θα θέλατε να επισημάνετε;
Το δεύτερο είναι ένα μάλλον προφανές: πως η ελληνική γλώσσα είναι το σημαντικότερο που μπορεί να διδαχθεί κανείς. Ό,τι και αν θέλει κανείς να προσφέρει, απαιτείται να προσφέρεται και η διδασκαλία ελληνικών. Και θα πρέπει να γίνει σαφές στους ανθρώπους πως, εάν θέλουν να ενταχθούν στην Ελλάδα, είναι πολύ σημαντικό να μάθουν ελληνικά.
Αυτό δεν είναι διαφορετικό στη Γερμανία: είναι κι εκεί σημαντικό να μάθεις γερμανικά αν θες να μείνεις στη χώρα. Κάναμε μια μικρή έρευνα πάνω σε αυτό, την οποία δυστυχώς δεν μπορέσαμε να επεκτείνουμε λόγω της πανδημίας. Αλλά βρήκαμε μια απόσταση ανάμεσα στο εάν οι πρόσφυγες ήθελαν να μείνουν στην Ελλάδα, ή στο πόσο καιρό ήθελαν να μείνουν στην Ελλάδα, και τη γλώσσα που προτιμούσαν να μάθουν.
Αυτό που θα ήταν λογικό να υποθέσει κανείς είναι πως εάν κάποιος θέλει να μείνει στην Ελλάδα για τρία, τέσσερα, ή περισσότερα χρόνια, θα είχε επίσης και επίγνωση ότι τα ελληνικά είναι η πρώτη γλώσσα που θα έπρεπε να μάθει. Αλλά στην έρευνά μας αυτή η σύνδεση δεν υπήρξε.
Έχετε κάποια εξήγηση ως προς το γιατί συναντάται αυτό το φαινόμενο, γιατί δηλαδή προτιμούν να μάθουν αγγλικά; Έχει να κάνει μήπως με το ότι θεωρούν πως μετά από λίγα χρόνια θα μπορέσουν να φύγουν από την Ελλάδα; Είναι υπερβολικά δύσκολη η γλώσσα;
Θα έλεγα πως είναι προφανές ότι στον οποιονδήποτε, οπουδήποτε στον κόσμο, φαντάζει ελκυστικό το να μάθει αγγλικά, γιατί ανοίγει τη δίοδο στην απασχόληση υψηλής κατάρτισης, τη διεθνή απασχόληση σε πολυεθνικές εταιρείες, ίσως.
Οπότε ίσως είναι αυτός ένας λόγος. Αλλά, πέρα από αυτό, ένα ακόμη μεγάλο μάθημα που πήρα από αυτή την έρευνα ήταν πως στους πρόσφυγες δείχνει να αρέσει η Ελλάδα. Εγώ ο ίδιος έχω κάποιες επαφές στη Γερμανία με πρόσφυγες από την Συρία, το Ιράκ και το Αφγανιστάν. Και η Γερμανία δεν είναι ακριβώς ο παράδεισος: ξέρεις πως πρέπει να μάθεις, να δουλέψεις, και να πληρώσεις πολλούς φόρους. Συνήθως κάνει κρύο και τα καλοκαίρια είναι μικρά. Αυτά μου λένε οι φίλοι μου που είναι προσφυγες. Δεν είναι τέλεια, όπως καμία χώρα στον κόσμο δεν είναι τέλεια.
Αλλά ίσως η Ελλάδα να είναι λιγάκι κοντύτερα σε αυτούς, αυτό έχω προσέξει. Από το κλίμα έως την κατασκευή των κτιρίων. Σε κάποια σημεία, όταν οδηγούσα στην πόλη, δεν μπορούσα να βρω διαφορά μεταξύ Βηρυτού και Αθήνας.
Και ποιο θα ήταν ίσως ένα ακόμη, τρίτο, ζήτημα που θα θέλατε να επισημάνετε;
Το τελευταίο που θέλω να επισημάνω είναι κυρίως επειδή ενδέχεται να διαβάσουν αυτή τη συνέντευξη ορισμένες ΜΚΟ. Έχει να κάνει με την ευκαιρία των κοινωνικών κοπερατίβων, οι οποίες προσφέρονται ως μια νόμιμη μορφή δημιουργίας εταιρείας, και στοχεύουν στην ένταξη.
Είναι πολύ πιο εύκολο να δημιουργήσει κανείς μια εταιρεία όταν ο αποκλειστικός λόγος έχει να κάνει με την ένταξη ωφελουμένων στην ελληνική κοινωνία. Ήμουν έκπληκτος που αυτή η μορφή δεν είναι περισσότερο γνωστή.
Είπατε επίσης πως στο Λίβανο οι αιτούντες άσυλο μπορούσαν να είναι αυτοαπασχολούμενοι, εδώ όμως δεν ισχύει κάτι τέτοιο. Στην Ελλάδα αιτούντες άσυλο μπορούν να εργαστούν μόνο εάν τους προσλάβει κάποιος άλλος.
Βασικά, αυτό απαγορευόταν και στο Λίβανο, αλλά εκεί δεν υπήρχε κανένας που να κάνει ελέγχους. Εμπλέκεται και αρκετός χρηματισμός οπότε συμβαίνει. Έτσι, επενδύουν απροσδόκητα χρηματικά ποσά στη δημιουργία καταστημάτων που είναι παράνομα και δίχως τις απαιτούμενες άδειες, ή μερικές φορές εξασφαλίζουν τις άδειες αφού έχουν πρώτα ανοίξει το μαγαζί.
Τα Συριακά καταστήματα βρίσκονται συνήθως σε φτωχότερες περιοχές στα προάστια της Βηρυτού, και φυσικά κοντά στα σύνορα με την Συρία, όπου δημιουργούν επίσης τις δικές τους κοινότητες. Είναι στην ουσία κοντά σε άλλα Συριακά μαγαζιά, και κρυμμένα σε στενάκια αντί για τους κεντρικούς δρόμους.
Εδώ στην Ελλάδα συναντήσατε πρόσφυγες που να είναι επιχειρηματίες;
Βασικά μίλησα μόνο σε ένα πρόσφυγα στην Αθήνα που έτρεχε κάποιο τέτοιο πρότζεκτ. Ψάχναμε για πρόσφυγες που είχαν στήσει τις επιχειρήσεις τους, ακριβώς γιατί αυτή ήταν μια διάσταση που θέλαμε να αναδείξουμε, αλλά δεν μπορούσαμε να βρούμε κανέναν εκτός από εκείνον.
Κι ο ίδιος αποτελούσε ειδική περίπτωση γιατί μιλούσε πολύ καλά αγγλικά, μιλούσε και ελληνικά, και ήταν τρομερά ενταγμένος και σε διάφορα άλλα πρότζεκτ. Είχε ιδρύσει το δικό του ραδιοφωνικό πρόγραμμα, για παράδειγμα. Οπότε κατά κάποιο τρόπο αποτελούσε την εξαίρεση.
Και αυτό είναι κάτι που συναντήσαμε σε αυτή την έκθεση: η επιχειρηματικότητα είναι μια buzzword που χρησιμοποιείται πολύ συχνά. Αλλά χρειάζεται να κοιτάξει κανείς πίσω από αυτό τον όρο. Η πραγματικότητα είναι πως οι βασικές αναγκαιότητες που απαιτούνται για να υπάρχει αυτή η δίοδος δεν υπάρχουν στην Ελλάδα, η οποία είναι μια από τις χειρότερες χώρες ως προς αυτό.
Κι αυτό ισχύει για Έλληνες, που μιλούν ελληνικά και είναι συνηθισμένοι στην όλη κουλτούρα. Η επιχειρηματικότητα για τους πρόσφυγες δεν είναι πράγματι εφικτή. Και αυτό είναι κάπως εξοργιστικό γιατί στην εθνική στρατηγική για την ένταξη, αναφέρεται ως ένας από τους κύριους άξονες της ένταξης των προσφύγων.
Ο Φίλιπ Λεκλέρ, αντιπρόσωπος της Ύπατης Αρμοστείας στην Ελλάδα, έγραψε την εισαγωγή της έκθεσής σας. Και αναφέρει πως εάν η ελληνική κοινωνία και αγορά εργασίας συνεργαστούν, μπορούν να εντάξουν τους ανθρώπους που φτάνουν εδώ. Ποια είναι η εντύπωσή σας, δουλεύουν προς αυτή την κατεύθυνση;
Γενικά μιλώντας, ως προς την ανοικτότητα των ανθρώπων και την διάθεση να βοηθήσουν που συνάντησα, υπάρχει σίγουρα το ανθρώπινο δυναμικό και η ικανότητα για να επιτευχθεί αυτό.
Η προσωπική μου άποψη, ωστόσο, είναι πως συνήθως, οικονομικά μιλώντας, υπάρχουν αρκετά για όλους. Η ερώτηση δεν είναι ποτέ εάν μια μη προνομιούχα ομάδα ανθρώπων παίρνει κάτι από μια άλλη μη προνομιούχα ομάδα. Μολονότι αυτή είναι η πρώτη δυναμική που αναδεικνύεται.
Υπάρχουν αρκετά για όλους, το ερώτημα είναι πως τα μοιράζεις. Και αυτό είναι πολύ σαφές για εμένα στη Γερμανία, υποθέτω πως είναι επίσης σαφές σε χώρες όπως οι ΗΠΑ όπου η ανισότητα είναι απλά συγκλονιστική. Ως προς την Ελλάδα, δεν μπορώ πράγματι να πω γιατί δεν είμαι τόσο καλά ενημερωμένος για τους πολιτισμικούς παράγοντες. Αλλά η αίσθησή μου είναι πως αυτή η ερώτηση, ως προς το εάν η κοινωνία μπορεί να εντάξει μια αδύναμη ομάδα ανθρώπων, η οποία επίσης δεν είναι και τεράστια σε αριθμούς, είναι μάλλον μια κακή ερώτηση.
Θα θέλαμε να σταθούμε κλείνοντας στις επιπτώσεις της πανδημίας. Ποια ήταν τα ευρήματά σας ως προς το πώς έχουν επηρεαστεί οι πρόσφυγες που φτάνουν στην Ελλάδα;
Κατά τη διάρκεια της έρευνάς μας το αντίκτυπο της COVID-19 δεν ήταν όσο μεγάλο προσωπικά περίμενα. Οι περισσότερες οργανώσεις με τις οποίες βρισκόμουν σε επικοινωνία τα κατάφερναν σχετικά καλά, οπότε η πανδημία δεν λάμβανε μεγάλο χώρο στις συνεντεύξεις μας.
Αλλά θα πρέπει να θυμάστε πως αυτό ήταν το καλοκαίρι, όταν η γενικότερη κατάσταση ήταν ευκολότερη. Δεν είμαι σίγουρος για το πώς θα έχουν τα πράγματα τώρα, με το δεύτερο κύμα.
Ένα εύρημα που εντοπίσαμε ως προς τις εμπειρίες των προσφύγων κατά το lockdown, ωστόσο, ήταν πως, ειδικά για τις γυναίκες, ήταν πάρα πολύ δύσκολα. Και αυτό ήταν γιατί είχαν δύο υποχρεώσεις: την υποχρέωση της προστασίας της οικογένειας και την υποχρέωση του να προσέχουν τα παιδιά που δεν πήγαιναν στο νηπιαγωγείο ή το σχολείο.
Αλλά εκτός αυτού, φυσικά, κάναμε και μια έρευνα στη μαύρη οικονομία, στην περιοχή της Αχαρνών, στο κέντρο της Αθήνας. Είχαμε παρατηρήσει Αφγανούς εφήβους, ίσως 17-18 χρονών, που δεν είχαν κανένα συμβόλαιο, και δεν πληρώνονταν καλά. Επίσης ήταν σαν να είναι εσώκλειστοι, επειδή δούλευαν 16 ώρες την ημέρα, επτά ημέρες την εβδομάδα, κάτι που αποκλείει οποιαδήποτε ευκαιρία αναζήτησης εναλλακτικών.
Σκεπτόμενος όλους τους ανθρώπους που συναντήσαμε εκείνο το καλοκαίρι λοιπόν, που εργάστηκαν σε ξενοδοχεία και την εστίαση και αυτές τις μικρές κάβες, φαντάζομαι πως δεν βρίσκονται σε εργασία σήμερα.
Μια τελευταία ερώτηση από εμάς. Εάν μπορούσατε να πάτε την έρευνά σας και τα ευρήματά της ένα βήμα παραπέρα, σε τι θα είχε ενδιαφέρον και σημασία να εστιάσετε περαιτέρω;
Καλύψαμε τις ΜΚΟ και τους παράγοντες που δουλεύουν στην ένταξη στην αγορά εργασίας, οπότε το επόμενο βήμα μου θα ήταν να καλύψουμε με μεγαλύτερη λεπτομέρεια τους ίδιους τους πρόσφυγες. Νομίζω πως με το να έχουμε αυτές τις δομημένες, αλλά εις βάθος συνεντεύξεις με τους ανθρώπους που επηρεάζονται, καθιστά ευκολότερο να καταλάβουμε τι θα έπρεπε να γίνει.
Αλλά μια άλλη οπτική, που δεν αναδεικνύεται σε αυτή την έκθεση, θα ήταν να πάμε περισσότερο εις βάθος και στις κοινωνικές δυναμικές, και να έχουμε μεγαλύτερη συμβολή του ελληνικού πληθυσμού. Όχι μόνο εκείνων που παράγουν ανθρωπιστικό έργο, αλλά ακόμα περισσότερο τον πληθυσμό που ίσως δεν είναι υπέρ της ένταξης των προσφύγων.
Θα αφιέρωνα χρόνο στην κατανόηση όσων τους καθοδηγούν, το ποιες είναι οι δυσκολίες τους. Και ίσως στην προσπάθεια αναζήτησης του πώς μπορεί να γεφυρωθεί η απόσταση ανάμεσα σε αυτούς και τους πρόσφυγες που θέλουν να ενταχθούν.