Το υπάρχον καπιταλιστικό μοντέλο έχει κανονικοποιήσει την επί πληρωμής εργασία σαν το βασικό και αυταπόδεικτο κοινωνικό εργαλείο για τον διαμοιρασμό πλούτου, χρόνου και αξίας εντός της κοινωνίας. Οι συνθήκες της πανδημίας επηρεάζοντας ριζικά τόσο τους τρόπους και τους χώρους εργασίας όσο και την ίδια τη δυνατότητα του εργάζεσθαι σε κάποιους τομείς ανοίγουν το δρόμο για κοινωνικούς μετασχηματισμούς. Ανησυχητικούς αλλά και δυνητικά ελπιδοφόρους – το μέλλον είναι ανοιχτό.
Η πανδημία λειτούργησε ως ένα ιδιότυπος καθρέφτης που φανέρωσε, ανέστρεψε ή μεγέθυνε ανισορροπίες του κοινωνικού θεσμού που ονομάζουμε «εργασία». Εκατομμύρια άνθρωποι είδαν την δουλειά τους να εντατικοποιείται – σε ωράρια, ρυθμούς, στρες και επικινδυνότητα – ενώ εκατομμύρια άλλοι έμειναν σπίτι σε αναστολή σύμβασης ή απολυμένοι/ες. Στις Η.Π.Α. το δυσθεώρητο νούμερο των 38 εκατομμυρίων ανθρώπων έκανε αίτηση για επίδομα ανεργίας. Στην Ελλάδα καταγράφηκαν 41.000 απολύσεις το πρώτο δεκαπενθήμερο του Μαρτίου, ενώ σχεδόν το 50% των εργαζομένων είδαν τις ώρες της εργασίας τους να μειώνονται.
Αυτοί και αυτές που βίωσαν την εντατικοποίηση επιτελούν τις δουλειές που προ-πανδημίας λογίζονταν συχνά ως υποβαθμισμένες ή ανειδίκευτες. Οι χιλιάδες – κυρίως άντρες – που φορτώνουν φορτηγά, παραδίδουν δέματα, λειτουργούν τα απορριμματοφόρα. Οι χιλιάδες – κυρίως γυναίκες – που καθαρίζουν νοσοκομεία, κρατάνε τα σούπερ-μάρκετ, λειτουργούν τους οίκους ευγηρίας. Σε αυτήν την περίπτωση, ο καθρέφτης της πανδημίας φανέρωσε και ανέστρεψε την διαστρεβλωμένη κοινωνική αξία που αποδίδεται στις εργασίες που συντηρούν και αναπαράγουν την ζωή.
Η ανισοβαρής κατανομή του χρόνου, του όγκου και της αξίας της εργασίας φυσικά μεταφράζεται και σε άνιση πρόσβαση σε εισοδήματα και μέσα διαβίωσης. Μόνο που δεν υπάρχει τίποτα «φυσικό» σε όλο αυτό.
Το υπάρχον καπιταλιστικό μοντέλο έχει κανονικοποιήσει την επί πληρωμής εργασία σαν το βασικό και αυταπόδεικτο κοινωνικό εργαλείο για τον διαμοιρασμό πλούτου, χρόνου και αξίας εντός της κοινωνίας. Οι συνθήκες της πανδημίας επηρεάζοντας ριζικά τόσο τους τρόπους και τους χώρους εργασίας όσο και την ίδια τη δυνατότητα του εργάζεσθαι σε κάποιους τομείς ανοίγουν το δρόμο για κοινωνικούς μετασχηματισμούς. Ανησυχητικούς αλλά και δυνητικά ελπιδοφόρους – το μέλλον είναι ανοιχτό.
Επισφάλεια – the (not so) new normal
Ενώ η πανδημία μας βοήθησε να αναγνωρίσουμε την αξία των επαγγελμάτων της «πρώτης γραμμής», υπήρξε ταυτόχρονα ο καταλύτης για μία σειρά από, για πολλούς ανθρώπους, πρωτόγνωρες συνθήκες και μορφές εργασίας. Εργασιακά μοντέλα όπως η εξ’ αποστάσεως και η εκ περιτροπής εργασία έρχονται να προστεθούν σε ήδη υπάρχουσες μορφές ευέλικτης ή/και μη σταθερής εργασίας, όπως η μερική απασχόληση και τα ελαστικά ωράρια. Όλες αυτές οι μορφές αποκλίνουν από το πρότυπο της «σταθερής δουλειάς» που γνωρίζαμε (και κυνηγούσαμε) μέχρι τώρα. Αν και κάποιες παρουσιάζουν θετικά στοιχεία (π.χ. μείωση χρόνου μετακίνησης από και προς τη δουλειά), πολλές άλλες εμπίπτουν σε μία εργασιακή πραγματικότητα την οποία το Διεθνές Γραφείο Εργασίας χαρακτηρίζει ως επισφαλή:
«Με την πιο γενική έννοια, η επισφαλής εργασία είναι ένα μέσο των εργοδοτών για να μεταφέρουν τα ρίσκα και τις ευθύνες στους εργάτες. Είναι δουλειά η οποία επιτελείται στην επίσημη αλλά και ανεπίσημη οικονομία, και χαρακτηρίζεται από διάφορα επίπεδα και βαθμούς αντικειμενικών (νομικών) και υποκειμενικών (συναισθηματικών) χαρακτηριστικών ανασφάλειας και αβεβαιότητας».
Αν και προϋπάρχει της πανδημίας, η επισφαλής εργασία παίρνει καινούργιες διαστάσεις και μορφές, σε βαθμό που μπορούμε να μιλάμε για μία βασική μορφή εργασίας, και όχι κάτι πρόσκαιρο ή προσωρινό. Και ενώ η πανδημία θα δημιουργήσει συνθήκες επισφάλειας για ανθρώπους που μέχρι τώρα δούλευαν υπό σταθερές συνθήκες, αυτοί που ήδη κάνουν επισφαλείς δουλειές κινδυνεύουν με εξαθλίωση.
Περισσότερο από το μισό του συνολικού παγκόσμιου εργατικού δυναμικού εργάζονται ανασφάλιστοι/ες ή/και σε επισφαλείς και άτυπες συνθήκες και υπολογίζεται ότι 1.6 δισεκατομμύρια πλήττονται άμεσα από τα μέτρα κατά του covid-19 και κινδυνεύουν από άμεση φτωχοποίηση. Τα θετικά αφηγήματα περί «νέων μορφών ευέλικτης εργασίας» ως ακόμα μία «ευκαιρία στην κρίση» αποκρύπτουν συγκεκριμένες προθέσεις και στρατηγικές, οι οποίες πάνε πίσω στον χρόνο και ξεφεύγουν από τα στενά ελληνικά όρια. Η κανονικοποίηση της επισφάλειας στήριξε και στηρίχθηκε από την οικονομία της πληροφορίας και επιταχύνθηκε εν μέσω των διεργασιών που κίνησαν προηγούμενες κρίσεις.
Η εργασία, τα δεδομένα και ο Καπιταλισμός της Ψηφιακής Πλατφόρμας
Ο σημερινός καπιταλισμός της ψηφιακής πλατφόρμας (platform capitalism) ζει μέσα από τα εκατομμύρια μέτρα των οπτικών ινών, υποβρυχίων καλωδίων, και άλλων υποδομών που στήθηκαν κυρίως κατά τη δεκαετία του ‘90, αποτελώντας το νευρικό σύστημα της παγκοσμιοποίησης και του διαδικτύου. Μπορεί οι προσδοκίες πολλών για μία ουτοπία αντιεραχίας και πολυφωνίας (peer to peer communication) και ισότιμου διαμοιρασμού της γνώσης (knowledge sharing) στον νέο ψηφιακό κόσμο από τη μία, και της απρόσκοπτης οικονομικής κερδοφορίας από την άλλη, να δέχθηκαν ένα ισχυρό πλήγμα με την dot-com κρίση στα τέλη της δεκαετίας του 1990 (η φούσκα του χρηματιστηρίου στην ελληνική του εκδοχή), αλλά τα θεμέλια είχαν στηθεί, και θα έπαιρναν νέα αξία μετά την επόμενη κρίση του καπιταλισμού: αυτής του χρηματοπιστωτικού τομέα του 2008. 1
Ενταγμένη σ’ ένα οικονομικό και πολιτικό περιβάλλον που είχε κλονιστεί, χωρίς παρόλα αυτά να μετασχηματιστεί ουσιωδώς, η επισφαλής εργασία, μετά από ένα σύντομο διάλειμμα στις δεκαετίες ‘50-‘70, όπου υπήρχε μία κάποια εργασιακή σταθερότητα και προοπτική (και αυτή όχι για όλες), επιστρέφει υπό τον μανδύα της ευελιξίας και της αυτό-εξέλιξης. Πέρα από τα στελέχη, επενδυτές, και κάποιες συγκεκριμένες ειδικότητες, όλοι/ες οι άλλοι/ες συνωστίζονται στη βάση της κοινωνικής πυραμίδας, ανταγωνιζόμενες/οι μεταξύ τους για ένα χώρο που συνεχώς στενεύει, σε αυτό που έχει χαρακτηριστεί ως μοντέλο-κλεψύδρα. Τα κέρδη, αντί να επανεπενδύονται στην ανάπτυξη κοινωνικά και περιβαλλοντικά βιώσιμων τεχνολογιών λιμνάζουν στα λιμάνια φορολογικών παραδείσων. Όχι τυχαία, κάποιες ευρωπαϊκές κυβερνήσεις απέκλεισαν από τα οικονομικά μέτρα στήριξης λόγω πανδημίας, εταιρείες που έχουν χρήματα σε off-shore εκτός Ευρώπης.
Τη σημαία της νέας ψηφιακής εποχής σηκώνουν κυρίως οι εταιρείες ψηφιακής πλατφόρμας, με κυρίαρχες τις Facebook, Apple, Amazon, Microsoft and Google. Αντί να επενδύει στην αύξηση της παραγωγής μέσω της αυτοματοποίησης της εργασίας (και παρά τα αφηγήματα για το αντίθετο), ο καπιταλισμός της ψηφιακής πλατφόρμας επενδύει σε ένα νέο προϊόν: τα data/δεδομένα. Συγκριτικά με άλλα είδη προϊόντων και υπηρεσιών, η παραγωγή ψηφιακών δεδομένων είναι φθηνή, λαμβάνοντας χώρα ακόμα και στις καθημερινές μας αλληλεπιδράσεις με το κινητό και άλλες «έξυπνες» συσκευές. Καθόλου τυχαία, οι εταιρείες τεχνολογίας, σε συνεργασία με τις κυβερνήσεις, προτάσσουν για την αντιμετώπιση της πανδημίας νέες ψηφιακές πλατφόρμες και εφαρμογές κινητού, από τηλε-εκπαίδευση, μέχρι ιατρική διάγνωση. Πίσω από τα καλοσχεδιασμένα interfaces, υπάρχουν στρατιές αόρατων εργαζομένων που καλύπτουν τις τρύπες μίας ημί- ή ψευδo- αυτοματοποίησης. Σε αντίθεση με παλαιότερες προβλέψεις περί μείωσης του αριθμού εργαζομένων που δουλεύουν σε αποθήκες -ένας κλάδος που βρίσκεται στην πρώτη γραμμή της αυτοματοποίησης-, οι σχετικές θέσεις εργασίας στις ΗΠΑ έχουν αυξηθεί κατά 83%. Πολλές από αυτές, όμως, όχι μόνο απέχουν από το να είναι «καλές» δουλειές, αλλά απέχουν και από το να είναι στοιχειωδώς ανθρώπινες. Με την εργασία να ανατίθεται, να ελέγχεται, να μετράται και να αποτιμάται ψηφιακά, χωρίς τη μεσολάβηση της -άνισης, αλλά τέλος πάντων ανθρώπινης- σχέσης επιστάτη-εργαζομένου, οι άνθρωποι έρχονται συχνά αντιμέτωποι με τα σωματικά και ψυχικά τους όρια. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα της Teleperformance στο Μοσχάτο της Αθήνας, όπου δεκάδες υπάλληλοι κάνουν διαχείριση περιεχομένου για λογαριασμό του Facebook, εκτιθέμενοι σε δυσάρεστες εικόνες για τις οποίες απαγορεύεται να μιλήσουν σε άλλους.
Με τον καπιταλισμό της ψηφιακής πλατφόρμας να βρίσκεται σε αναζήτηση φθηνού και αναλώσιμου εργατικού δυναμικού (κάτι που εν μέρει οφείλεται στις διεκδικήσεις των Κινέζων εργαζομένων, των οποίων οι μισθοί προσεγγίζουν πλέον αυτών της Ελλάδας), αυτού του είδους η εργασία δεν φαντάζει πλέον ως ένα μακρινό δυστοπικό σενάριο. Σε συνδυασμό με μία απορυθμισμένη αγορά εργασίας, και υπό την επιτάχυνση που προκαλεί ο COVID-19, η επισφαλής εργασία ήρθε για να μείνει, και θα μείνει εκεί που μένουμε και εμείς: στο σπίτι μας.
Εργασία από και για το σπίτι
Όλα δείχνουν πως ακόμα και αν το «μένουμε σπίτι» απομακρύνεται, το «δουλεύουμε σπίτι» κανονικοποιείται (ήδη το Faceboοk που αναπόδραστα ορίζει τις τάσεις στην εργασιακή αγορά της τεχνολογίας ανακοίνωσε πως θα μονιμοποιήσει σταδιακά την τηλε-εργασία). Αυτή η χωρική μετατόπιση πυροδοτεί τουλάχιστον τρεις κοινωνικό-πολιτικές μετατοπίσεις.
Πρώτον, η «δουλειά» μπαίνει σε ένα σπίτι στο οποίο υπάρχει ήδη μη αναγνωρισμένη εργασία. Από το μανιφέστο «μισθοί για τις νοικοκυρές» του 1975 μέχρι το αίτημα για ένα «εισόδημα φροντίδας» εν μέσω πανδημίας του 2020, το ζητούμενο της αναγνώρισης και της δίκαιης ανταμοιβής της εργασίας της κοινωνικής αναπαραγωγής παραμένει παραγκωνισμένο από την κυρίαρχη συζήτηση για τα εργασιακά. Ανά τον κόσμο οι γυναίκες και τα κορίτσια συνεχίζουν να αναλαμβάνουν την πλειονότητα των εργασιών που μας κρατάνε καθαρούς, φαγωμένους, ντυμένους, μονιασμένους – ζωντανούς και ζωντανές δηλαδή. Το κόστος της απλήρωτης αυτής εργασίας με οικονομικά κριτήρια υπολογίζεται σε 10.8 τρισεκατομμύρια τον χρόνο – τρεις φορές το μέγεθος της βιομηχανίας τεχνολογίας.
Η πανδημία επέτεινε και κατέδειξε την «κρίση φροντίδας», δηλαδή τη συνθήκη όπου η εντατικοποίηση της εργασίας σε συνδυασμό με το ισχνό κράτος πρόνοιας, αφήνει όλο και λιγότερο χρόνο και ενέργεια για να φροντίσουμε: τους εαυτούς μας, την οικογένειά μας, τους γύρω μας. Ως συνέπεια, αναπτύσσονται «αλυσίδες φροντίδας» όπου η φροντίδα μετακυλίεται επί πληρωμής σε μια αλυσίδα επισφάλειας δίχως τέλος (σε μετανάστριες, σε γυναίκες χαμηλότερης τάξης κ.λπ.). Εν μέσω lockdown και χωρίς την δυνατότητα μετακύλισης αυτών των εργασιών, πολλά σπίτια – και κυρίως πολλές γυναίκες – είδαν τον χρόνο για εργασίες φροντίδας να πολλαπλασιάζεται. Με την εδραίωση της τηλε-εργασίας και ακόμα περισσότερο σε συνθήκες τηλε-εκπαίδευσης για τα παιδιά, αυξάνεται η ανησυχία ότι πολλές γυναίκες θα τείνουν να εγκλωβιστούν εκεί από όπου βγήκαν μετά από δεκαετίες αγώνα: στο σπίτι. Ένα σπίτι που την ασφάλειά του έχουμε κάθε λόγο να αμφισβητούμε: στην Ελλάδα οι κλήσεις στην τηλεφωνική γραμμή για την ενδο-οικογενειακή βία σχεδόν τετραπλασιάστηκαν τον Απρίλιο του 2020.
Η δεύτερη μετατόπιση αφορά την είσοδο της εταιρείας «στο σαλόνι» μας. Για παράδειγμα, στην Ελλάδα, η Teleperformance – με πελάτες τις μεγαλύτερες τεχνολογικές εταιρείες όπως αναφέραμε – επέτρεψε την τηλε-εργασία μόνο μετά από σοβαρότατες καταγγελίες για παραβίαση των κανόνων προστασίας των εργαζομένων και τώρα προσφέρει συμβουλές τακτοποίησης για το σπίτι. Η τηλε-εργασία μετακυλίει άμεσα ή έμμεσα μέρος του κόστους λειτουργίας από την εταιρεία στους εργαζόμενους/ες (εξοπλισμός, ίντερνετ, χώρος εργασίας, προσαρμογή σε «τοπικούς μισθούς» όταν η εταιρεία προσλαμβάνει παγκόσμια). Τα διεθνή συμβουλευτικά site για managers είναι ήδη γεμάτα οδηγίες για το «πώς να εγκαθιδρύσετε μια αποτελεσματική πολιτική εργασίας από το σπίτι» συμπεριλαμβανομένων κανόνων και εφαρμογών για να διατηρηθεί (ή αλλιώς ελεγχθεί) η παραγωγικότητα, διαθεσιμότητα και αποδοτικότητα.
Και εδώ έρχεται μια πιθανή τρίτη μετατόπιση: στο χώρο του σπιτιού, ζούμε υπό μία συνεχή διαπραγμάτευση μεταξύ της ψηφιακής πληροφορίας της τηλε-εργασίας και της υλικής πραγματικότητας της κοινωνικής αναπαραγωγής. Το πρώτο είναι άυλο, έρχεται οποιαδήποτε στιγμή, και μας «τηλεμεταφέρει» σε εικονικά γραφεία, σχεδιαστήρια και, πρόσφατα, σχολικές αίθουσες, απασχολώντας το μυαλό μας. Το δεύτερο συμβαίνει στο εδώ και το τώρα, απαιτεί, και υπό συνθήκες έμφυλης ανισοκατανομής, κουράζει τα σώματα μας. Δεν είναι μόνο ότι κάθε μία από τις δύο σφαίρες είναι απαιτητική ξεχωριστά. Το να μπαινοβγαίνουμε συνεχώς από τη μία στην άλλη διαταράσσει κάθε έννοια ολοκλήρωσης που μπορεί ενδεχομένως να νοηματοδοτήσει μία δραστηριότητα. Επιτάχυνση και διακοπή εναλλάσονται συνεχώς σε αυτό που ο Hardmunt Rossa έχει χαρακτηρίσει ως «φρενητική στασιμότητα».
Επισφαλές παρόν, ανοιχτά μέλλοντα
Είναι λοιπόν το μέλλον δυστοπικό; Θα μπορούσε κάποιος να θεωρήσει την προσέγγιση μας πεσιμιστική. Δεν θεωρούμε ότι είναι τέτοια. Αναγνωρίζουμε, για παράδειγμα, τα θετικά της τηλε-εργασίας – άλλωστε συν-γράφουμε αυτές τις γραμμές από διαφορετικά σημεία της Ελλάδας. Όμως, αυτά ισχύουν για ένα ολοένα και μικρότερο αριθμό ανθρώπων, και συνυπάρχουν με συνέπειες, πολλές φορές αόρατες αλλά αισθητές.
Στο παρόν κείμενο προσπαθήσαμε να δείξουμε ότι φαινόμενα που επιταχύνονται με την κρίση του Cοvid-19, όπως οι συγκεκριμένοι τύποι ευέλικτης ή τηλε- εργασίας, είναι μορφές επισφαλούς εργασίας, η οποία κινδυνεύει να γίνει ηγεμονική τάση στη σφαίρα της εργασίας. Προσπαθήσαμε να το κάνουμε αυτό συνδέοντας φαινομενικά διακριτά επίπεδα και οπτικές: το παγκόσμιο με το τοπικό, το τεχνολογικό με το οικονομικό, το επαγγελματικό με το οικιακό. Αυτές οι συνδέσεις μας επιτρέπουν να μην βλέπουμε κάθε επίπεδο σε απομόνωση, σαν μία φυσική δύναμη που δρα μόνη της, αλλά να αρχίσουμε να κάνουμε τις κρίσιμες ερωτήσεις που θα μας βοηθήσουν να προσεγγίσουμε διαφορετικές προοπτικές για το μέλλον.
Γιατί, για παράδειγμα, προωθείται η τηλε-εκπαίδευση; Όντως, όπως μας λένε, κάποια παιδιά δεν μπορούν να πάνε στο σχολείο. Αυτό όμως δεν απαντά στο ερώτημα γιατί προωθούνται αυτές οι συγκεκριμένες λύσεις, με τις συγκεκριμένες μορφές, που περιλαμβάνουν ψηφιακές πλατφόρμες, κάμερες και αναπαραγωγή δεδομένων, ανάμεσα σε άλλες που υπάρχουν ή που μπορούν να αναπτυχθούν (τεχνολογικές, κοινωνικές, ή άλλης φύσης), και σε άλλες που υπήρχαν αλλά έχουν ξεχαστεί. Εδώ, η σύνδεση της τηλε-εκπαίδευσης με τον καπιταλισμό της ψηφιακής πλατφόρμας, και τον έλεγχο των εργαζομένων ως δομικό και όχι πρόσκαιρο στοιχείο του, αποτελεί μία χρήσιμη αφετηρία. Η σύλληψη διαφορετικών μοντέλων τα οποία κατανοούν τις ιδιαίτερες ανάγκες (ταξικές, υγείας, κ.λπ.), πηγάζουν από πραγματικό ενδιαφέρον για την εκπαίδευση και αναπτύσσονται μέσα από ανοιχτές, συμμετοχικές διαδικασίες, θα μπορούσε να δημιουργήσει μία πραγματική δυναμική (κοινωνική, οικονομική, κ.λπ.), σε αντίθεση με copy-paste λογικές που έρχονται από διαφορετικά περιβάλλοντα και έχουν διαφορετικές στοχεύσεις.
Η αποδόμηση των δομικών στοιχείων της παρούσας κρίσης και η ανασύνθεσή τους για την παραγωγή νέων προοπτικών είναι ήδη ορατή σε μια σειρά από πειραματισμούς, ανακλάσεις και μετασχηματιστικά αιτήματα.
Εργαζόμενοι και εργαζόμενες οικειοποιούνται πλατφόρμες και data για να αναστρέψουν την ισορροπία ισχύος με τις εταιρείες. Στην Ελλάδα, συλλογικές πλατφόρμες όπως το menoumemazi.org, το Radical IT, η Attack συλλέγουν, αναλύουν και δημοσιοποιούν καταγγελίες για εργοδοτικές αυθαιρεσίες στο πλαίσιο της πανδημίας. Σε άλλα παραδείγματα, εργαζόμενες χρησιμοποίησαν τα δεδομένα που συλλέγουν οι εφαρμογές ιχνηλάτησης της εταιρείας για να αποδείξουν τους τραυματισμούς τους και να διεκδικήσουν τα δικαιώματά τους.
Εργαζόμενες και εργαζόμενοι πειραματίζονται με νέες μορφές συλλογικής οργάνωσης της εργασίας, επιχειρώντας μια μετάβαση στον συνεργατισμό της πλατφόρμας. Στο Παρίσι και στην Μαδρίτη διανομείς που είχαν εργαστεί για πλατφόρμες όπως η Deliveroo, χρησιμοποιούν τις ίδιες τεχνολογίες για να στήσουν συνεργατικά εγχειρήματα διανομής. Ανά τον κόσμο, επισφαλείς ελεύθεροι επαγγελματίες συνασπίζονται κάτω από νέες κοινές νομικές μορφές που τους επιτρέπουν να μοιράζονται τα ρίσκα αλλά και να διεκδικούν αποτελεσματικότερα τα δικαιώματά τους – όπως η Enspiral, η Cooperativa Integral Catalana ή η Directors Cut στην Ελλάδα.
Τέλος, άτομα και φορείς σμιλεύουν και προωθούν αιτήματα που προτάσσουν την ανακατανομή του χρόνου και της πρόσβασης στην εργασία ή/και την αποσύνδεση της εργασίας από το δικαίωμα σε αξιοπρεπές εισόδημα. Τέτοια είναι η Ευρωπαϊκή καμπάνια για το καθολικό βασικό εισόδημα, το αίτημα του κινήματος της απο-ανάπτυξης για ένα εισόδημα φροντίδας ή η καμπάνια για τετραήμερη εργασία. Το πώς, υπό ποιους όρους και από ποιους θα εφαρμοστούν πιθανά τέτοιες μεταρρυθμίσεις, θα κρίνει σε μεγάλο βαθμό το αν θα κινηθούν σε μια κατεύθυνση κοινωνικής δικαιοσύνης και ριζικού μετασχηματισμού.
Σε κάθε περίπτωση, ο καθρέφτης της πανδημίας μας καλεί να κοιτάξουμε κατάματα το νόημα που αποδίδουμε στη «δουλειά». Το παρόν μοντέλο υπαγορεύει μικρή αναγνώριση και ανταμοιβή σε μια σειρά από δραστηριότητες που αναπαράγουν την ζωή και την κάνουν αξιοβίωτη. Η εργασία σήμερα – ως σύστημα κοινωνικής οργάνωσης – «κάνει» ότι δουλεύει. Στην πραγματικότητα, και για δισεκατομμύρια ανθρώπους, προσφέρει πολύ λίγα από αυτά που υπόσχεται, ή που θα μπορούσε να παρέχει: ασφάλεια, πρόσβαση σε αξιοπρεπή διαβίωση, αυτο-πραγμάτωση και συλλογικότητα. Ήρθε η ώρα για μια αναδιατύπωση.
1. Dinerstein, A.C., and Pitts, F.H., 2021. A World Beyond Work? Labour, Money and the Capitalist State Between Crisis and Utopia. Bingley: Emerald
Το άρθρο αυτό είναι μέρος του αφιερώματος “COVID-19 Αίτια, συνέπειες και προτάσεις για το μέλλον στην Ελλάδα και την Ευρώπη”
Αναδημοσίευση από Heinrich Böll Stiftung, από Μάρω Πανταζίδου και Πάρης Σέληνας.