Το 1960, 17 χώρες της Αφρικής ανεξαρτητοποιούνται. Οι προσδοκίες στην ήπειρο είναι τεράστιες. Το πλαίσιο όμως θα επιβάλλει τις επιτηδεύσεις του: νεοαποικιοκρατισμός, Ψυχρός Πόλεμος, φιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση θα επιβαρύνουν τα νέα κράτη που βρίσκονται αντιμέτωπα με μία πολύ δυνατή δημογραφική αύξηση και την ανεξέλεγκτη αστικοποίηση.
Ποια είναι τα συμπεράσματα που θα πρέπει να αντλήσουμε από αυτές τις συνθήκες που επικράτησαν τα τελευταία 60 χρόνια; Οι ανεξαρτησίες διατήρησαν τις υποσχέσεις τους; Σε ποιο βαθμό προόδευσε η πολιτική και οι οικονομική κατάσταση; Εάν άλλαξαν και με ποιο τρόπο οι κοινωνίες των πολιτών; Οι γυναίκες και οι νέοι έχουν τη θέση τους σε αυτές;
Το διεθνές πρακτορείο Pressenza συναντήθηκε και συνομίλησε με τον Amzat Boukari-Yabara, Διδάκτορα Κοινωνικών Επιστημών, ιστορικό και ακτιβιστή για τα δικαιώματα όλων των αφρικανών. Ξεκινάμε εξετάζοντας στο πρώτο μέρος το πολιτικό ζήτημα.
Οι ευρωπαϊκές αποικιοκρατίες κληροδότησαν στην Αφρική μία κληρονομιά οικονομικής εξάρτησης. Ο νεοαποικισμός της εποχής του Ψυχρού Πολέμου και στη συνέχεια η νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση διαιώνισαν αυτή την εξάρτηση. Παρόλα αυτά, υπήρξε πρόοδος σε οικονομικό επίπεδο για τους πληθυσμούς;
Το να μιλάμε για οικονομική πρόοδο είναι σχετικό διότι ο στόχος του αποικιοκρατισμού ήταν η εκμετάλλευση των αφρικανικών πόρων. Δεν υπήρξε οικονομική επανάσταση τη στιγμή της αποαποικιοποίησης. Φυσικά, σε ατομικό επίπεδο, υφίστανται κάποιες αφρικανικές δυναστείες, ένας αυξανόμενος αριθμός δισεκατομμυριούχων σε δολάρια στη Νιγηρία, την Αίγυπτο, τη Νότια Αφρική, το Καμερούν ή την Αιθιοπία για παράδειγμα. Μία μικρή και μία μεσαία αστική τάξη ολοένα και μεγαλύτερες και επιπροσθέτως ορατές μέσα από την αύξηση της κατανάλωσης και την πρόσβαση στην ψυχαγωγία και τις υπηρεσίες. Εντούτοις, η μεγάλη πλειονότητα του αφρικανικού λαού – και άρα το σύνολο σχεδόν της νεολαίας επιβιώνει μέσα σε ένα ασταθές περιβάλλον εάν σκεφτούμε τις βασικές, ζωτικές ανάγκες. Η πτώση του βιοτικού επιπέδου συνεχίζεται με διαφορές ανάλογα με τις αστικές ή τις αγροτικές περιοχές.
‘Έπειτα, οι πρώην γαλλικές αποικίες δεν έχουν νομισματική κυριαρχία, είτε πρόκειται για το Φράγκο CFA ή το ECO και, αν η ισορροπία στον προϋπολογισμό είναι εξασφαλισμένη, γίνεται υπό το τίμημα μίας λιτότητας που δεν είναι επιθυμητή και δεν φέρει πάνω από όλα καμία διαθρωτική ανάπτυξη. Όσο για την περίπτωση του Φράγκου CFA, αξίζει να σταθούμε, καθώς βρίσκεται στην καρδιά της επικαιρότητας και είναι μάλιστα το σύμβολο της αποικιακής διατήρησης. Την περίοδο της κρίσης του 1929, η Γαλλία ενδυνάμωσε τη μονοπωλιακή πολιτική της προς όφελος της αποικιοκρατικής της αυτοκρατορίας. Δέκα χρόνια αργότερα, η ζώνη του Φράγκου δημιουργήθηκε για να ελέγχει την αποικιοκρατική οικονομία μέσα στο πλαίσιο ενός απολυταρχικού συστήματος, που είναι στην πραγματικότητα σε ισχύ από τον 17ο αιώνα. Η πολιτική αυτή θα απαγορέψει στις γαλλικές αποικίες να διατηρούν εμπορικές σχέσεις με άλλους συνεργάτες εκτός Παρισιού. Η ζώνη του Φράγκου θα γίνει ένα είδος χαρτοπαιγνίου, ένα μέσο άσκησης επιρροής ή μια ιδιωτική ελεγχόμενη υπόθεση για τις επενδύσεις και τους εφοδιασμούς γαλλικών συμφερόντων, απέναντι στον διεθνή ανταγωνισμό.
Το Δεκέμβριο του 1945, η Γαλλία υποτίμησε το γαλλικό φράγκο και δημιούργησε το φράγκο των Γαλλικών Αποικιών της Αφρικής (CFA) που θα της επέτρεπε να αναθερμάνει το εξαγωγικό εμπόριο και να συμβάλλει στην ανοικοδόμηση της οικονομίας. Η αποικιοκρατική νομισματική πολιτική στηρίζεται στις αδηφάγες οικονομίες. Τη στιγμή της ανεξαρτησίας, κάποιες χώρες προσπάθησαν να πάρουν την οικονομική τους κυριαρχία. Είναι η περίπτωση της Γουινέας που έχει βιώσει κατ’ επανάληψη έναν οικονομικό, νομισματικό και εμπορικό πόλεμο από τη Γαλλία. Είναι επίσης η περίπτωση του Μαλί που βγαίνει από το φράγκο CFA το 1962 αλλά επανέρχεται σε αυτό το 1984 υπό την ηγεσία του Moussa Traore, που είχε ανατρέψει τον προκάτοχό του το 1968. Είναι εν τέλει η περίπτωση του Τόγκο την εποχή του Sylvanus Olympio, που δολοφονήθηκε στις 13 Ιανουαρίου του 1963 την παραμονή της ανακοίνωσης για την εφαρμογή ενός εθνικού τογκολέζικου νομίσματος. Άλλες χώρες όπως η Μαδαγασκάρη ή η Μαυριτανία αποδεσμεύτηκαν από αυτήν την οικονομική και νομισματική κυριαρχία που για να συμβεί βεβαίως υπήρξε συγκεκριμένος αριθμός υποχρεώσεων.
Δύο ζώνες CFA εφαρμόστηκαν στη Δυτική και την Κεντρική Αφρική και οι εμπλεκόμενες αφρικανικές χώρες έπρεπε να αποθέτουν το 50% το λιγότερο, των εθνικών νομισματικών αποθεμάτων τους στο Δημόσιο Γαλλικό Ταμείο που τους κατέγραφε σε έναν ειδικό λογαριασμό τον οποίον τα αφρικανικά κράτη δεν μπορούσαν να αξιοποιήσουν ελεύθερα. Ως αντάλλαγμα, η Γαλλία εξασφάλιζε την μετατρεψιμότητα και τη σταθερότητα του φράγκου CFA στη βάση μίας σταθερής ισοτιμίας με το γαλλικό φράγκο και στη συνέχεια με το Ευρώ. Το ακρωνύμιο εξελίσσεται επιπροσθέτως καθώς μιλάμε πλέον για το φράγκο της γαλλικής κοινότητας της Αφρικής για τις δυτικές αφρικανικές χώρες και για το φράγκο της χρηματοοικονομικής κοινότητας για τις χώρες της Κεντρικής Αφρικής. Το φράγκο CFA του οποίου το τέλος ανακοινώθηκε την περίοδο του νομίσματος ECO είναι χωρίς αμφιβολία η πιο άμεση και αιφνίδια μορφή μίας νεοαποικιοκρατικής οικονομίας. Ορισμένοι οικονομολόγοι, όπως ο Nicolas Agbohou, δεν δίστασαν να μιλήσουν για νομισματικό ναζισμό, υπογραμμίζοντας ότι η Γαλλία εφαρμόζει στις πρώην αποικίες της το σύστημα που εκείνη χρειάστηκε να υποστεί την περίοδο της Γερμανικής Κατοχής. Άλλοι οικονομολόγοι, όπως ο Kako Nubukpo, κάνουν λόγο για εθελοντικό καταναγκασμό υπογραμμίζοντας ότι αυτό το νόμισμα εξυπηρετεί τα συμφέροντα μίας μικρής αφρικανική ελίτ, καθώς το φράγκο CFA ενεργεί σαν ένα ισχυρό νόμισμα σε σχέση με την πραγματική οικονομία, που έχει ως συνέπεια τους μεγάλους φόρους στις εξαγωγές και την επιδότηση στις εισαγωγές.
Θα πρέπει να προσθέσουμε σε όλο αυτό την ύπαρξη των δύο ζωνών του φράγκου CFA που δεν επικοινωνούν. Τα χαρτονομίσματα που εκδίδονται από την Κεντρική Τράπεζα των Κρατών της Δυτικής Αφρικής (BCEAO) για τις 8 χώρες (Μπενίν, Τόγκο, Ακτή Ελεφαντοστού, Νιγηρία, Μπουρκίνα Φάσο, Σενεγάλη, Μαλί, Γουινέα-Μπισάου) δεν μπορούν ούτε να κυκλοφορήσουν ούτε να ανταλλαχθούν στις χώρες της Οικονομικής και Νομισματικής Κοινότητας της Κεντρικής Αφρικής (CEMAC) που ενώνει το Καμερούν, την Ισημερινή Γουινέα, το Τσαντ, την Γκαμπόν, το Κονγκό και την Κεντροαφρικανική Δημοκρατία. Οι χώρες των δύο ζωνών δεν δύνανται να διατηρούν εμπορικές σχέσεις μεταξύ τους χωρίς τη διαμεσολάβηση της Γαλλίας. Την ίδια στιγμή, το σύστημα επιτρέπει μία ελεύθερη κυκλοφορία κεφαλαίων μεταξύ της Γαλλίας και των αφρικανικών χωρών της ζώνης του φράγκου, κάτι που ενθαρρύνει το ξέπλυμα χρήματος, τη φοροδιαφυγή προς όφελος των πολυεθνικών ή των ελίτ, καθώς και μία πραγματική εξάρτηση προς όφελος του Παρισιού. Βασικά, η Γαλλία έχει το δικαίωμα του βέτο στις κεντρικές τράπεζες. Ακόμα και αν αυτό το βέτο έχει περάσει να είναι συμβολικά σε ένα πλαίσιο μεταρρύθμισης, η Γαλλία παραμένει στον πυρήνα αυτού του οικονομικού και νομισματικού συστήματος.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, το εγχώριο εμπόριο στην Αφρική είναι πολύ αδύναμο για να συστήσει μία δυναμική και ανταγωνιστική Αγορά. Η πλειονότητα των κρατών που δημιουργήθηκαν στην αποικιοκρατία εγγράφονται στα αυθαίρετα και μη αποδεκτά σύνορα, είτε είναι αρκετά μικρά για να συγκροτήσουν μία αληθινή εθνική αγορά, είτε είναι πολύ μεγάλα και έχουν να αντιμετωπίσουν επιπλέον το πρόβλημα των τεράστιων αποστάσεων μεταξύ των ζωνών παραγωγής και κατανάλωσης, καθώς και τις ανεπαρκείς υποδομές για την πραγματοποίηση μίας αρμονικής ανάπτυξης. Οι χώρες ενέχονται ακόμα στην οικονομία του δανεισμού, της εκχώρησης, του μονοπωλίου ή της εξαγωγής, με την ελάχιστη βιομηχανοποίηση και μετατροπή των πρώτων υλών και την κυριαρχία από την πλευρά των πολυεθνικών. Η Αφρική παραδόξως είναι η ήπειρος όπου η ροή χρημάτων που βγαίνει είναι μεγαλύτερη από αυτή που εισέρχεται. Κάτι τέτοιο δείχνει ότι η Αφρική χρηματοδοτεί τον κόσμο και φέρει την ανάπτυξη που ο υπόλοιπος κόσμος επωφελείται. Στον αντίποδα, ένα μεγάλο μέρος των οικονομικών ροών που εισέρχονται στην Αφρική σχετίζονται με τη φροντίδα και τη διοχέτευση χρημάτων στη διασπορά, όπου υπάρχει η ανάγκη για να μελετηθεί σε βάθος ο τρόπος με τον οποίο η Αφρική οδηγείται στην παγκοσμιοποίηση.
Μετάφραση από τα γαλλικά για την ελληνική Pressenza: Ανδρέας Παπαγγελόπουλος